Σημειώνεται ότι η συσταθείσα επιτροπή του άρθρου 5 του Ν.4368/2015 στην πρότασή της για την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αλλαγή του εκλογικού συστήματος αναδείξεως των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, τη μείωση της διάρκειας της θητείας των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, τη θεσμοθέτηση τοπικών δημοψηφισμάτων και τη δημιουργία «συμβουλίων γειτονιάς» με διευρυμένες αρμοδιότητες κλπ.
Μπορεί η κυβέρνηση να μην έχει τοποθετηθεί επίσημα αλλά η συζήτηση μέχρι στιγμής (με ευθύνη της) περιστρέφεται γύρω από το πόρισμα της επιτροπής (κυρίως για το εκλογικό σύστημα) και οι προτάσεις αυτές πυροδοτούν εύλογα μια πολεμική γύρω από το θέμα τόσο από πλευράς κυβέρνησης όσο και του αυτοδιοικητικού κόσμου.
Αποτελεί άραγε η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μια κοινωνική αναγκαιότητα ή αποτελεί κάποιου είδους «ιδεοληψία» της κυβέρνησης;
Για να γίνει μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στην αυτοδιοίκηση με ανακατανομή και αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων, πέραν της κοστολόγησης απαιτείται η συνεργασία και ο διάλογος όλων των εμπλεκομένων. Ταυτόχρονα για να διατίθεται κανονιστική αυτονομία πρέπει η κρατική εποπτεία να μην εμποδίζει την ελεύθερη πρωτοβουλία και δράση της. Είναι αδιανόητο σήμερα να υπάρχει θεσμός αποκεντρωμένης διοικήσεως και να επιχειρείται και τοποθέτηση διοικητικών Γραμματέων στους Δήμους και στις Περιφέρειες.
Απαιτείται επίσης μια σειρά διευθετήσεις σε προβλήματα που αφορούν τη λειτουργία των Δήμων και Περιφερειών, [π.χ. φορολογική αποκέντρωση, καταστατική θέση των αιρετών, διακριτές σχέσεις και συνεργασία μεταξύ ‘Α και Β’ Βαθμού Αυτοδιοίκησης, νέα γενιά παρακρατηθέντων, μεταφορά αρμοδιοτήτων στην Τ.Α., απουσία προτάσεων για τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν την Ελληνική οικονομία και κοινωνία,(όπως ο ρόλος της Τ.Α. στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της κοινωνικής και της μεταναστευτικής πολιτικής)]. Οφείλουν οι Αυτοδιοικητικές αρχές θεσμοθετημένα να ενεργοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, παρέχοντας κίνητρα έναντι άλλων περιφερειών και δήμων σε μια ευγενή άμιλλα ανταγωνισμού μεταξύ των, εκμεταλλευόμενες τόσο την γεωγραφική τους θέση όσο και την μοναδικότητα που πιθανά απορρέει μέσα κι από ιστορικούς – πολιτισμικούς δεσμούς.
Τα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της Αυτοδιοίκησης δεν λύνονται μόνο με αλλαγές στις πολιτικές και οργανωτικές δομές. Η κύρια διαπίστωση είναι ότι πρέπει να ξεκαθαριστούν οι αρμοδιότητες μεταξύ των διακριτών επιπέδων εξουσίας. Χρειάζεται αναδιάρθρωση ολόκληρου του διοικητικού συστήματος με αξιοποίηση των σχετικών εμπειριών και γνώσεων και υπό την επιμέλεια διαβούλευσης με την Αυτοδιοίκηση.
Απαιτείται επανεξέταση των χωροταξικών αστοχιών, που έγιναν και κατά την εφαρμογή του «Καλλικράτη»(πχ διάσπαση Ρούμελης, Μοριά κλπ). Τα Τοπωνύμια αυτά μπορεί να είναι το σύγχρονο τοπικό brand που θα αποτελεί την ομπρέλα και την γέφυρα ταυτόχρονα για μια σειρά θεμάτων, με στόχο την ενίσχυση της αναπτυξιακής φυσιογνωμίας και προοπτικής των νέων ΟΤΑ.
Η σημερινή Δημόσια Διοίκηση αποτελεί τον κυριότερο περιοριστικό παράγοντα για την πρόοδο της Χώρας.
Αναγνωρίζουμε ότι η Τ.Α οφείλει να υπάγεται σε ένα εθνικό σύστημα διακυβέρνησης που θα εξασφαλίζει την ομοιογένεια μίας κοινωνίας σε εθνικό επίπεδο έχοντας όμως στη διάθεσή της αρμοδιότητες και πόρους για να μπορεί να την διασφαλίσει.
Στην Τ.Α. άρα πρέπει να μεταφερθεί πλήθος εκτελεστικών δραστηριοτήτων του κράτους, ενώ στις κεντρικές υπηρεσίες να παραμείνουν ο επιτελικός σχεδιασμός και ο έλεγχος. Δεν πρέπει να αποτελεί με απλά λόγια εκτελεστικό μηχανισμό της κεντρικής κυβέρνησης υλοποιώντας τις αποφάσεις της αλλά θεσμό διαμόρφωσης τοπικού συστήματος προτεραιοτήτων αυτόνομο.
Η Τ.Α. δεν αποτελεί διαφορετικό Κράτος. Πρέπει όμως να αποτελεί αυτοδιοικούμενη κοινότητα. Δεν μπορεί να είναι ούτε χαράκωμα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης ούτε χειροκροτητής της κυβέρνησης. Πρέπει να κατακτήσει ένα αυτόνομο ρόλο διαμόρφωσης της καθημερινής πολιτικής και των προτεραιοτήτων για το χώρο ευθύνης της, που να βασίζεται σε μια κεντρική πολιτική αποκέντρωσης αποφάσεων και πόρων. Ας τονίσουμε πως κάθε αλλαγή στη διοικητική διαίρεση ενός κράτους δεν πρέπει να λαμβάνει μόνο ως γνώμονα την επίτευξη οικονομιών κλίμακας.
Επικεντρώνω την αναγκαιότητα μιας αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης με γνώμονα τις αρχές της εγγύτητας, της επικουρικότητας, της εδαφικής και της κοινωνικής συνοχής και λαμβάνοντας υπόψη την Ελληνική και Ευρωπαϊκή πραγματικότητα για πολύ-επίπεδη διακυβέρνηση.
Οι αναγκαίες προσαρμογές που θα λειτουργήσουν ως καταλύτης κοινωνικής αλλαγής θεωρώ εντοπίζονται: στο πολιτικό σύστημα, στο διοικητικό σύστημα, στο σύστημα κατανομής πόρων και στο σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιπέδων διοίκησης και είναι αναγκαίες για τη λειτουργικότητα, ευελιξία και αποδοτικότητα της νέας μεταρρύθμισης.
Οψόμεθα!