γράφει ο Λάρκος Λάρκου.
Μονομερής κατάθεση από συντεταγμένες στον ΟΗΕ δεν σημαίνει αυτόματα ότι η οριοθέτηση μιας ΑΟΖ έχει κλείσει. Απαιτείται συμφωνία με το παράκτιο/α κράτος/η ή απόφαση του ΔΔ της Χάγης επ’ αυτού, αφού προηγηθεί υπογραφή συνυποσχετικού. Στο στάδιο της μη ρύθμισης, η παράκτια χώρα δεν μπορεί να προβαίνει σε έρευνες ή να στέλλει σκάφη για έρευνες. Η Τουρκία επέστειλε ερευνητικό σκάφος νότια του Καστελλορίζου, πρώτο, για να ακυρώσει με έργα τη δυνατότητα Ελλάδας και Αιγύπτου να την παρακάμψουν μέσα από μια ξεχωριστή συμφωνία η οποία, ούτως ή άλλως, θα δημιουργούσε κάποια τετελεσμένα. Δεύτερο, για να στείλει μήνυμα στην Αίγυπτο την επομένη της σχετικής απόφασης της αιγυπτιακής βουλής που εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να στείλει χερσαίες δυνάμεις στη Λιβύη και έτσι να αυξήσει το θαλάσσιο κόστος για το Κάιρο.
Η Γερμανική προεδρία προσφέρει μιαν πολιτική ομπρέλα για αποκλιμάκωση, αλλά εκτιμώ πως καμμιά διευθέτηση δεν μπορεί να προκύψει με άλυτο το κυπριακό και όλα όσα διασυνέδονται μαζί του. Η Τουρκία μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1964 και την παράλυση τμήματος των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Καμμιά τουρκική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτή τη στάση και να παρέμενε στην εξουσία περισσότερο από μια μέρα. Κατά συνέπεια προκαλούνται ζητήματα προς επίλυση. Καμμία ευρύτερη διαβούλευση για τους ενεργειακούς πόρους της Α. Μεσογείου δεν θα προχωρήσει καθώς η μη αναγνώριση της ΚΔ δημιουργεί μείζονα ζητήματα εκπροσώπησης και γοήτρου. Όλοι οι συνδυασμοί διαβουλεύσεων προσκρούουν σε αυτό, και βέβαια στο γεγονός πώς οι συντεταγμένες της Κύπρου εφάπτονται ή γειτνιάζουν με μιά σειρά από χώρες της περιοχής-Λίβανος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Ελλάδα, Τουρκία. Η συμμετοχή της Κύπρου σε κάθε συνδυασμό λύσεων είναι αναγκαία, αλλά εξίσου αναγκαία και εκείνη της Τουρκίας. Πώς θα προκύψει συνεννόηση χωρίς την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού ζητήματος; Μια λύση είναι οι απ’ ευθείας διαβουλεύσεις, άλλη, η πιθανότερη, η προσφυγή στο ΔΔ της Χάγης είτε από ζεύγη χωρών, είτε από «πακέτο» από χώρες. Κάθε διαβούλευση απαιτεί την προηγούμενη αναγνώριση της κεντρικής εξουσίας στη Λευκωσία, γεγονός που προκύπτει μόνο με την επίλυση. Το ζήτημα που συνδέεται με την εσωτερική κατανομή των ενεργειακών πόρων σε ενωμένο νησί έχει συμφωνηθεί προ ετών με τις συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ, που προνοούσε ρόλο στην Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα και από εκεί διοχέτευση των πόρων σε ποσοστό 80% για την ε/κ πολιτεία και 20% για την τ/κ.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν φαίνεται να είναι σε θέση να διαχειριστεί τη διασύνδεση των ζητημάτων που προκύπτουν από την παρατεταμένη άρνηση Αναστασιάδη σε διαπραγματεύσεις, πολύ δε περισσότερο να ερμηνεύσει την προοπτική επίλυσης πάνω σε ένα πλαίσιο λύσης που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τις ε/κ ανησυχίες, ενώ δεν αγνοεί τις τ/κ -Πλαίσιο Γκουτέρες. Η επιλογή Μητσοτάκη να αποσυνδέει τα δύο θέματα και έτσι να ακολουθεί τις επιλογές Αναστασιάδη, επιστρέφει ως πολιτική στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα σε ολόκληρη την Α. Μεσόγειο. Αυτό προφανώς παραμένει και το υπ’ αριθμό ένα ζήτημα που καλείται να χειριστεί ο Γερμανός υπεξ Χάικο Μας: η ανοικτή πληγή του κυπριακού δεν επιτρέπει ήρεμα νερά στις συνομιλίες μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας και κάθε πιθανή κίνηση μεταξύ τους θα πλαγιοκοπείται, μεταξύ άλλων, από παράγοντες της Λευκωσίας που θα βλέπουν ως συνήθως «εγκατάλειψη του νησιού», «νέες παγίδες» και «παλαιές συνωμοσίες». Η συνάντηση στο Βερολίνο μεταξύ Γερμανίας-Τουρκίας-Ελλάδας( Ι. Καλίν, Ε. Σουρανή και Γιαν Χέκερ) υπήρξε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πολύ σωστά κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα έλεγαν ότι «σε κάθε περίπτωση οι δίαυλοι επικοινωνίας χρειάζεται να μένουν ανοικτοί, ειδικά σε περιόδους κρίσεων». Βέβαια οι πηγές μιλούν με σημαντική καθυστέρηση. Τίποτε δεν εμπόδιζε τον Κ. Μητσοτάκη να έκανε αυτή την κίνηση ενωρίτερα και να είχε ήδη ανοίξει διαύλους επικοινωνίας πάνω σε παλαιότερα και νέα ΜΟΕ για το Αιγαίο. Η Ελλάδα, σπεύδει βραδέως και αυτό είναι επιζήμιο για την ίδια όπως βεβαιώνει η εξέλιξη νότια του Καστελλόριζου. Αν και το υλικό για τη Χάγη είναι αρκούντως ικανοποιητικό και κάθεται στα συρτάρια από το 2003, κυβερνήσεις στην Αθήνα θεωρούν πως αν παραπέμπεις τα ζητήματα στο χρόνο, είτε αυτά θα «εξαφανιστούν», είτε σε μιαν στην άλλη εκδοχή θα τα κληρονομήσει η επόμενη κυβέρνηση- κατά κανόνα επανέρχονται σε πιο επιθετική μορφή. Η Κύπρος είναι ένα σχολείο από μόνη της ως προς την εφαρμογή της θεωρία της «απώθησης». Για παράδειγμα στο σχέδιο λύσης (Set of Ideas) του ΓΓ του ΟΗΕ Μ.Μ. Γκάλι το 1992 δεν υπήρξε ειδική πρόνοια για εποίκους-δεν υπήρχαν έποικοι. Στα επόμενα αναφορές έφταναν στους έως και 100 χιλιάδες. Και όμως το Σχέδιο Γκάλι το αχρήστευσε η ε/κ ηγεσία στην προσπάθεια του Γ. Κληρίδη να προσελκύσει τον Σ. Κυπριανού στις Προεδρικές του 1993!
Αλλαγή στη γεωπολιτική της περιοχής θα προκύψει με ισχυρή πολιτική θέληση για επίλυση του κυπριακού με βάση το Πλαίσιο Γκουτέρες ώστε αυτή η εξέλιξη να καταστεί driving force για τα άλλα ζητήματα που περικλείονται στις αυτόνομες ελληνοτουρκικές και κατ’ επέκταση στις ευρωτουρκικές υποθέσεις. Στο Πλαίσιο που φέρει το όνομα του ΓΓ του ΟΗΕ, όπως το κατέθεσε στα μέρη στις 30 Ιουνίου 2017, περιέχονται όλες οι αμοιβαίως αποδεκτές ρυθμίσεις για μια λειτουργική ομοσπονδία κάτω από την πολιτική ομπρέλα της ΕΕ, η οποία συμμετείχε στο πιο υψηλό επίπεδο στις τρεις Συνόδους για την Κύπρο-Μον Πελεράν, Γενεύη, Κραν Μοντάνα.