γράφει ο Λάρκος Λάρκου.
Η εξάπλωση του κορονοϊού επισκιάζει τα πάντα, αλλά, η επικαιρότητα διαθέτει και άλλα. Ο τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου ομιλεί στο Πρακτορείο Ειδήσεων Anadolu στις 8 Μαρτίου:
1. Η Συμφωνία του 2016 μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ για το προσφυγικό «να επικαιροποιηθεί μετά τις εξελίξεις στη Συρία».
2. Ζητά «απελευθέρωση της βίζας», ώστε οι τούρκοι πολίτες να μην την χρειάζονται για τα ταξίδια τους.
3. Επαναφέρει στην ατζέντα το ζήτημα της «αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας».
4. Τα πιο πάνω, ο Μ. Τσαβούσογλου εκτιμά ότι ως σύνολο «θα βοηθήσουν στην επίλυση του προσφυγικού-μεταναστευτικού».
5. Ζητά όπως η ΕΕ κάνει «σταθερά βήματα» προκειμένου να αναπτύξει περαιτέρω τις σχέσεις της με την Τουρκία». (πηγή, ηλ. Βήμα, 10/3)
Οι πιο πάνω δηλώσεις δείχνουν με σαφήνεια πως εξελίσσεται το γεωπολιτικό εκκρεμές στην περιοχή. Η ευρωτουρκική σχέση έχει παγώσει. Η Τουρκία επιδιώκει ρυθμίσεις που να ικανοποιούν τρεις στόχους της-απελευθέρωση βίζας, αναβάθμιση της ΤΕ, στήριξη στο μεταναστευτικό με σταθερά βήματα στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η ΕΕ εμφανίζεται χωρίς σχέδιο, από τη στιγμή που η ενταξιακή διαδικασία βρίσκεται σε τέλμα. Η τελευταία περίοδος της προεδρίας Γιούνκερ μαζί με την τάση της Φ. Μογκερίνι να μην ακουμπά τα δύσκολα, έφεραν τα πράγματα στο σημείο μηδέν. Το μεταναστευτικό άλλαξε τα δεδομένα και η Τουρκία, φιλοξενώντας, σχεδόν 4 εκ. μετανάστες, απέκτησε ρόλο- κλειδί στις εξελίξεις. Χάρις στην απόφαση αυτή του Τ. Ερτογάν, επιβίωσε η Α. Μέρκελ και η ΕΕ κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα. Κύριος ωφελημένος από αυτή την απόφαση της Τουρκίας ήταν η Ελλάδα. Δεν αναγνωρίστηκε στα σοβαρά αυτή η πασιφανής αλήθεια και σε συνδυασμό με την αργή κίνηση της οικονομικής υποστήριξης από τις Βρυξέλλες (τα μισά από τα συμφωνηθέντα έξι δις) έφεραν τα πράγματα σε αδιέξοδο. Η Τουρκία επέλεξε να απαντήσει στα πιο πάνω με έναν απαράδεκτο τρόπο στον Έβρο, μια απάντηση που βρίσκεται πολύ έξω από τις αποδεκτές πολιτικές, ή διπλωματικές πρακτικές.
Ο Κ. Μητσοτάκης συσπειρώνει την κοινή γνώμη γύρω από την πολιτική του, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έχει κάτι να προτείνει για την επομένη μέρα της κρίσης. Μπορεί ο έλεγχος του εσωτερικού ακροατηρίου από τον Κ. Μητσοτάκη να παρέχει πρόσκαιρα οφέλη, ωστόσο, μακροπρόθεσμα προσθέτει νέα επιβάρυνση του πολιτικού διαλόγου. Η δημιουργία κλίματος υστερίας από μερίδα των ΜΜΕ, περιπλέκει τα πράγματα και εμφανίζει μια χώρα, από τη μια επικαλείται το διεθνές δίκαιο και από την άλλη, να φοβάται τον μόνο μηχανισμό της υπεράσπισής του, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Θεωρώ ότι η μόνη λύση βρίσκεται στην εντατικοποίηση του διαλόγου σε χαμηλό επίπεδο για διερεύνηση του τοπίου για από κοινού προσφυγή Ελλάδας-Τουρκίας για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. Η μόνη λύση βρίσκεται στην ειλικρινή υποστήριξη της αναζωογόνησης της ευρωτουρκικής σχέσης, καθώς η νέα ηγεσία της ΕΕ μαθαίνει από τις εξελίξεις και αναζητά ένα νέο μομέντουμ. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ανακοίνωσε στις 9 Μαρτίου «πως αποφασίσαμε να αναθέσουμε στον Ζοζέπ Μπορέλ και τον τούρκο ομόλογό του Μ. Τσαβούσογλου να αποσαφηνίσουν τις επόμενες ημέρες εάν εφαρμόζεται η συμφωνία με την Τουρκία, για να διασφαλιστεί ότι και οι δυο πλευρές ακολουθούν τα ίδια βήματα για την εφαρμογή της. Όταν ολοκληρωθεί αυτό το στάδιο, οι ηγέτες της ΕΕ και της Τουρκίας θα έχουν νέο γύρο συνομιλιών».
Οι δηλώσεις Μισέλ δείχνουν θέληση να βρεθούν λύσεις. Σε σχέση με τα τουρκικά αιτήματα καταγράφω τις εξής παρατηρήσεις:
α. Είναι σωστή η θέση ότι χρειάζεται επικαιροποίηση η ευρωτουρκική συμφωνία του 2016 για το προσφυγικό.
β. Η απελευθέρωση της βίζας μπορεί να συμφωνηθει, εφόσον η Τουρκία εκπληρώσει και τα 71 κριτήρια. Είναι κοντά στο στόχο, αλλά όλα τα σημεία μετρούν.
γ. Η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης είναι ώριμο αίτημα. Η σημερινή ισχύει από την 1η/1/1996. Έκτοτε νέα προϊόντα ζητούν να μπουν στο σύστημα των εμπορικών σχέσεων, ώστε η ΤΕ να συμβαδίζει με τη σημερινή πραγματικότητα.
δ. Όλα μαζί μπορεί να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προσφυγικού. Ο Μ Τσαβούσογλου ζητά όπως η «ΕΕ κάνει σταθερά βήματα προκειμένου να αναπτύξει περαιτέρω τις σχέσεις της με την Τουρκία». Προφανώς ισχύει και το ανάποδο: Η ΕΕ να κάνει «βήματα», αλλά και η Τουρκία να επαναφέρει στην πολιτική της ατζέντα τα ζητήματα που προκύπτουν από τις δεσμεύσεις που ανέλαβε σε σχέση με την ενταξιακή της πορεία.
ε. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό πως «όταν ολοκληρωθεί αυτό το στάδιο, οι ηγέτες της ΕΕ και της Τουρκίας θα έχουν νέο γύρο συνομιλιών». Δεν μπορεί, ωστόσο, αυτός να είναι ο στόχος. Χρειάζεται μια καθαρή συνεννόηση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ούτε διστακτικότητα, ούτε Έβροι. Η ΕΕ επιβάλλεται να οργανώσει τη δική της στρατηγική στις ευρωτουρκικές σχέσεις και να αναδείξει τις δικές της προτεραιότητες, που συνδέονται με τις υποχρεώσεις της Άγκυρας έναντι της ΕΕ (όπως κράτος δικαίου, δικαστικό σύστημα, όψεις του ποινικού κώδικα που δεν συμβαδίζουν με τις αρχές της ΕΕ). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από έναν δύσκολο, αλλά ειλικρινή διάλογο για το τι μπορεί να αναζωογονήσει μια σχέση πολλαπλής αλληλεξάρτησης σε «κλιμακωτή» βάση. Μια σχέση που δεν θα ακυρώνει εκείνη της 3ης Οκτωβρίου 2005, αλλά θα την θέτει «εντός ελέγχου» και θα καλύπτει το εφικτό αυτής της συγκυρίας.