γράφει ο Λάρκος Λάρκου.
Η στασιμότητα στο κυπριακό έχει ιστορικές εξηγήσεις. Στην εποχή Ντενκτάς η βασική ερμηνεία της Άγκυρας και του τ/κ ηγέτη ήταν πως το κυπριακό μπορεί να επιλυθεί στη βάση των «δύο κρατών». Ο Τ. Ερτογάν θεωρούσε την πολιτική Ντενκτάς εμπόδιο στη δυτική πολιτική του, γι’ αυτό και τον ώθησε σε παραίτηση. Η συνέχεια απεκάλυψε μιαν άλλη, κρυμμένη αλήθεια: το φόβο της ε/κ κοινότητας απέναντι στην αλλαγή, την αντίληψη ότι το status quo προσφέρει μιαν ψευδαίσθηση «ασφάλειας», άρα «ας μην το ρισκάρουμε». Πάνω σε αυτή την πολιτική ανεφύησαν οι καινούριες τακτικές κινήσεις που υπηρετούσαν τον στρεβλό στόχο:
1. Σκόπιμη, ή παραπλανητική σύγχυση, ανάμεσα στις «δύο Τουρκίες». Η κεμαλική Τουρκία πίστευε ότι το κυπριακό λύθηκε το 1974. Η Τουρκία επί Τ. Ερτογάν θεωρούσε ότι «η μη λύση δεν είναι λύση», συνεπώς έδινε περιθώρια για σοβαρές διαπραγματεύσεις με βάση την «δδο» (Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία). Η ηγεσία Ερτογάν στήριξε το σχέδιο λύσης του ΟΗΕ το 2004, και την επόμενη χρονιά στήριξε για την ηγεσία της τ/κ κοινότητας τον ιστορικό ηγέτη της τ/κ αριστεράς Μεχμέτ Αλί Ταλάτ σε βάρος του Ρ. Ντενκτάς.
2. Η αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στις αρχές του 2000 εντασσόταν στη διαμόρφωση όρων για την ενταξιακή της πορεία την οποία παρεμπόδιζαν, τόσο το άλυτο κυπριακό, όσο και τα παράγωγά του, όπως ο Ρ. Ντενκάς. Κάθε διαφοροποίηση της τουρκικής πολιτικής, μικρή ή μεγάλη, δεν βρήκε θέση στη βάσανο της ανάλυσης στην ε/κ κοινότητα. Κάθε τι θεωρείτο ως «επικοινωνιακό τέχνασμα» της Τουρκίας, γιατί στην κυρίαρχη ε/κ ανάλυση η Τουρκία ήταν και είναι μία, επίπεδη και αναλλοίωτη. Έτσι ακόμα και σε στιγμές που μπορούσαν να επιτευχθούν πολλά (3 Οκτωβρίου 2005, ή 16 Απριλίου 2003), η ε/κ ηγεσία δεν μπόρεσε να αποκτήσει τα κατάλληλα υλικά για να επεξεργαστεί πολιτικές που οδηγούσαν στην αλλαγή. Με εργαλεία από το Κίνημα των Αδεσμεύτων, δεν μπορούσε ένας ε/κ ηγέτης να χειριστεί το πλέγμα των συμφερόντων και των κινήτρων που προκαλούσε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στις 3 Οκτωβρίου 2005.
3. Κάθε μεγάλη πολιτική αλλαγή, χρειάζεται πολλές πλάτες για να περάσει. Οι δυνάμεις που υποστηρίζουν αυτή την επωφελή για όλους πολιτική, αδυνατούν να συγκροτήσουν έναν εμφανώς πλειοψηφικό συνασπισμό δυνάμεων με καθαρά επιχειρήματα και κοινωνική κινητοποίηση. Δέσμιες μιας παραδοσιακής προσέγγισης, επέτρεψαν σε κόμματα της μειοψηφίας να ηγεμονεύσουν στο κυπριακό (Σ. Κυπριανού, Τ. Παπαδόπουλος) και έτσι να φτιάξουν εκείνα την ατζέντα της ακινησίας, όπως λ.χ. η τυφλή διαχείριση του σχεδίου λύσης γνωστού ως «αμερικανοβρετανοκαναδικού». Ενώ, όταν τα ίδια κυβέρνησαν, με τη διγλωσσία και τις φοβίες τους, επιβάρυναν περαιτέρω την ατμόσφαιρα, όπως συνέβηκε με την εγκατάλειψη της Δέσμης Ιδεών Γκάλι από τον Γ . Κληρίδη το 1992, ή την απόρριψη της θέσης του ΟΗΕ από τον Δ. Χριστόφια για να γίνουν οι συγκλίσεις με τον Ταλάτ «Ενδιάμεση Συμφωνία» με τη βούλα Μπα κι Μουν στις 10 Φεβρουαρίου 2010. Την επιβάρυναν, ο μεν Γ. Κληρίδης για ετοιμαστεί για πρώτη προεδρική θητεία (1993), ο δε Δ. Χριστόφιας για να οργανώσει τη δεύτερη (2013).
4. Ακόμα και εκείνες οι δυνάμεις που ενδιαφέρονταν για έναν βιώσιμο, ιστορικό συμβιβασμό, ενώ θεωρητικά αποδέχονταν την δδο, στην πράξη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ουδέποτε εργάστηκαν με σύστημα για να εξηγήσουν, να πείσουν, να κινητοποιήσουν, να διαμορφώσουν μιαν κοινή γνώμη που να συμβαδίζει ικανοποιητικά με την γενικότερη πολιτική τους προσέγγιση. Οι φοβίες οδηγούσαν στην πολιτική του τύπου «μια στο καρφί και μια στο πέταλο», και ομοσπονδία και ενιαία κράτος, και ομοσπονδία και «βελτιωμένη» Ζυρίχη.
5. Αυτές οι αδύνατες, συχνά αθέατες πλευρές, είχαν την ιστορική τους εξήγηση: Οι περισσότεροι ε/κ πολιτικοί συνήθισαν στην πολιτική διγλωσσία. Άλλα υπέγραφαν, άλλα εννοούσαν, άλλα δήλωναν, άλλα προωθούσαν. Κλασσικό παράδειγμα η διαχείρηση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Από αυτή την παράδοση έλκει την καταγωγή της η τάση της ε/κ ηγεσίας (με τιμητική εξαίρεση τον Γ. Βασιλείου) σε κρίσιμης σημασίας στιγμές, να έχει πάντα ένα παράθυρο «διαφυγής», υποσχόμενοι ως plan b, το απραγματοποίητο.
6. Τα μεγάλα κόμματα ή παρατάξεις, είναι φυσιολογικό να μην έχουν ενιαίο πολιτικό λόγο, να μην έχουν την αναμενόμενη ομοιομορφία σε προσεγγίσεις από όλα τα στελέχη τους. Αλλά από αυτό μέχρι την οργάνωση κομμάτων με «δύο ταχύτητες», η απόσταση είναι μεγάλη. Τι φταίει γι’ αυτό; Κυρίως, το ότι μεγάλα κόμματα δεν έχουν εσωτερική πολιτική ζωή, δεν διεξάγεται μάχη επιχειρημάτων, δεν υπάρχουν ζυμώσεις, κίνηση ιδεών για την εξωτερική πολιτική, την οικονομία, την παιδεια κλπ. Ενίοτε η τάση που εκπροσωπεί πιο ορθολογικές απόψεις, νιώθει αμήχανα, απολογείται και ταλαιπωρείται κάτω από την δυναμική ή και την επιθετικότητα που χαρακτηρίζει συχνά την ανεδαφική πτέρυγα.
7. Η ενταξιακή διαδρομή υπήρξε δύσκολη, πέρασε μέσα από τεράστιες συγκρούσεις και περιπέτειες, ωστόσο, έφτασε σε αίσιο τέλος γιατί δεν είχε το απάνω χέρι η ε/κ ηγεσία στη Λευκωσία. Την επεξεργάστηκε, την σχεδίασε και την υλοποίησε στους μεγάλους σταθμούς, και στους νικηφόρους συμβιβασμούς της, ο Γ. Κρανιδιώτης στην Αθήνα. Κανένας φορέας στην Κύπρο δεν στήριξε τον Γ. Κρανιδιώτη. Τα ε/κ κόμματα απέρριπταν τους χειρισμούς που οδήγησαν στην έναρξη. Γι’ αυτό πέτυχε! Για το θέμα αυτό, θα αρθρογραφήσω ειδικότερα τον Σεπτέμβριο ως ένα μικρό αφιέρωμα για τα 20 χρόνια από το θάνατο του Γ. Κρανιδιώτη.
8. Το κουρδιστό πορτοκάλι έμαθε να προοδεύει ακούγοντας την ηχώ του. Αρνείται να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, αρνείται να δει πόσο και πόσες φορές ο πλανήτης έφερε τα πάνω κάτω, γι΄αυτό δεν είναι σε θέση να δημιουργεί κάποια κινητικότητα. Όταν αυτή δημιουργείται, αντί να ελπίζει, φοβάται. Σε κάθε αποτυχία, έχει έτοιμη την απάντηση: Καταγγείλαμε την πραγματικότητα, αλλά δεν υπάκουσε στις εντολές μας. Δεν άλλαξε; Εμείς, πάντως, την καταγγείλαμε!