Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε σε κρίση, με ορατές τις κοινωνικές της διαστάσεις, με ένα κόστος ζωής που υπερβαίνει πια τις δυνατότητές μας. Αλλά δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι ο καθένας μας, την υφίσταται την κρίση, ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει για να την αντιμετωπίσει. Αυτό το δεύτερο, το θέτω ως Αρχή. Γιατί εκεί νομίζω, ότι βρίσκεται και η ορθή απάντηση, για το πως πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Δεν υποφέρουμε όλοι το ίδιο! Και δεν επιτρέπεται, όσοι υποφέρουμε λιγότερο ή καθόλου, να διεκδικούμε απαλλαγές που δεν δικαιούμεθα. Αν αυτό το δεχτούμε, τότε ξέρουμε και πως να συγκεκριμενοποιήσουμε το χρέος μας, απέναντι στους άλλους.
Για το λόγο αυτό, στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ, πρότεινα να εφαρμόσουμε την αρχή της ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, την οποία και παρουσίασα. Γιατί έτσι μόνο, θα είμαστε όχι τυπικά, αλλά κοινωνικά και ουσιαστικά νόμιμοι.
Παίρνω το παράδειγμα των δημοτικών τελών, που ως γνωστόν καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες, όπως η καθαριότητα και ο φωτισμός. Ανάγκες που δεν μπορούμε διαφορετικά, κάθε χρόνο να καλύψουμε, και με τίποτα δεν μπορούμε να προσπεράσουμε. Τα τέλη για αυτές τις δύο υπηρεσίες, κάθε χρόνο τα αναπροσαρμόζουμε.
Τι πρέπει να κάνουμε σε μια περίοδο κρίσης, που κάποιοι όντως δεν μπορούν να τα πληρώσουν;
Η απάντηση, η αληθινά δημοκρατική, η αληθινά κοινωνική και η αληθινά πολιτική, αν θέλετε να το γενικεύσω, είναι, ότι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΣΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ.
Μια λύση θα ήταν, να μην αυξήσουμε τα δημοτικά τέλη. Κάποιοι, και μάλιστα οι πιο πολλοί, που μπορούν να πληρώσουν, θα ωφεληθούν. Κάποιοι άλλοι όμως, λιγότεροι βέβαια, αλλά εξίσου σεβαστοί πολίτες, που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή την πάγια υποχρέωσή τους, τι θα κάνουν;
Ως Δήμαρχος μιας μεγάλης πόλης, χωρίς να σταματώ να σκέφτομαι όλους μας, θεωρώ πως οι δεύτεροι, είναι αυτοί που πρέπει, ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή, να λάβουν την φροντίδα μας. Και γι’ αυτούς και μόνο, δεν θα υπάρχουν αυτή τη περίοδο, δημοτικά τέλη. Εγώ όμως και πολλοί άλλοι συμπολίτες μου που μπορούν; Δεν θα πρέπει να πληρώσουμε; Δεν θα πρέπει να δεχθούμε την επιβαλλόμενη αναπροσαρμογή, για να καλυφθούν οι ανάγκες της πόλης;
Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5 του Συντάγματος, προβλέπεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Αυτή η φράση, «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», που σημαίνει, ότι «ίσα είναι τα αναλόγως όμοια», πρέπει να συνιστά και την βάση άσκησης της γενικότερης οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε μία περίοδο κρίσης, όπως η σημερινή.
Πιστεύω πως όλοι μας συμφωνούμε σε αυτό.
Μια απόφαση για καθολικό «πάγωμα» των δημοτικών τελών, χωρίς στοχευμένη αλληλεγγύη συνιστά, κατά την γνώμη μου, μια επίφαση ισότητας και μια ψευδεπίγραφη «δημοκρατική» θέση που υποκρύπτει μια ισοπεδωτική αδικία.
Γι’ αυτό, οφείλουμε να συνδράμουμε στη διατήρηση του καθημερινού μας πολιτισμού, που η ποιότητά του εξαρτάται κατά ένα μέρος και από την αναπροσαρμογή των δημοτικών τελών.
Έτσι, σε ό,τι αφορά τους ανήμπορους συμπολίτες μας, προτείνω να παρέμβουμε με δύο τρόπους:
- Τη μείωση ακόμα και την απαλλαγή από τα δημοτικά τέλη για κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες δημοτών με αποδεδειγμένα τόσο χαμηλά εισοδήματα, που και αν δεν υπήρχε κρίση, πάλι θα είχαν πρόβλημα.
- Τη αναλογική μείωση των δημοτικών τελών σε όσες επιχειρήσεις, που -αποδεικνύοντας στη πράξη την κοινωνική τους ευθύνη – θα προσλάβουν έναν ή και περισσότερους ανέργους δημότες μας.
Κάπως, κάποτε, δεν θα πρέπει να αποδεικνύουμε την ανθρωπιά μας;
Ξέρω ότι μπορεί να μου αντιταχθεί, ότι νομοθετικά δεν προβλέπονται τέτοιες διακρίσεις. Η απάντησή μου είναι, ότι ο Νόμος πρέπει να κοιτάζει τη κοινωνία στα μάτια και όχι η κοινωνία να υποτάσσεται στην αδιάκριτη εφαρμογή του. Ο Νόμος έγινε, για να υπηρετεί την κοινωνία και όχι το αντίστροφο.
Στο πλαίσιο αυτής της ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, που διακρίνεται ανάμεσα σε αυτούς που έχουν και σε αυτούς που δεν έχουν τίποτε, προτάσσω, όχι το δικαίωμα μου, αλλά το χρέος μου να είμαι σύμφωνος με την κοινωνία. Σε περιόδους με το παρόν να υποφέρει κάνοντας το αύριο αβέβαιο, η Πολιτεία πρέπει να υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη και όχι να την προσπερνά με το πρόσχημα ότι ο Νόμος δεν επιτρέπει το ένα ή το άλλο.
Και επικουρικά, μέσα σε αυτό το σύστημα της ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, μπορούμε να ξαναδούμε και ορισμένες από τις άλλες δραστηριότητές μας. Μπορούμε να προβούμε, για παράδειγμα, και σε μια ενδεχόμενη ανα-ιεράρχηση κάποιων έργων. Έργα που σε άλλες εποχές ήταν απαραίτητα, σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να τα εντάξουμε σε έναν γενικότερο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης. Πολλά έργα γίνονται, για τη διεύρυνση της ευτυχίας μας. Δεν πρέπει όμως να τα εκτελέσουμε με ρυθμό, που να μη διευρύνει τη δυστυχία μας; Δεν πρέπει να προτάξουμε, ακόμη και με νομοθετική παρέμβαση, τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης;
Έτσι μόνο εξακολουθούμε να πιστεύουμε στον Άνθρωπο, ως κεντρική αξία της σύγχρονης και ανώνυμης ζωής μας. Και στην πόλη μας, την ανωνυμία δεν τη θέλουμε. Την έχουμε σχεδόν εκτοπίσει.
Οι τοπικές κοινωνίες – που δεν είναι κράτη – αλλά συγκεκριμένες οντότητες, μέσα στις οποίες, γνωριζόμαστε καλύτερα ο ένας με τον άλλο, έχουμε, νομίζω, τη δυνατότητα, να ξέρουμε ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΟΥΜΕ, ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να πληρώσει. Ο πρώτος πρέπει να συνεχίσει να συμπράττει, στη διατήρηση ενός επιπέδου ζωής. Ο δεύτερος όμως, πρέπει να αποτελέσει αυτή τη στιγμή, το αντικείμενο της φροντίδας μας.
Πιστεύω, ότι στη συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία, η άριστη επιλογή είναι, να απαλλάξουμε τους πραγματικά φτωχούς και οι υπόλοιποι να υπηρετήσουμε στο ακέραιο, την ΠΟΛΗ ΟΛΗ !