Επειδή όμως δεν έχουμε κοντή μνήμη, ούτε ζούμε σε γυάλα με χρυσόψαρα, αλήθεια ήταν ή δεν ήταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που φώναζαν «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» και αντ’ αυτού σήμερα, γίνονται για πρώτη φορά πλειστηριασμοί από το υπουργείο Οικονομικών;
Για οφειλές ακόμη και για 500 ευρώ προς το Δημόσιο, νοικοκυριά και επιχειρήσεις απειλούνται, ίσως για πρώτη φορά, να χάσουν τα ακίνητά τους.
Το τεράστιο ιδιωτικό χρέος, έχει κυριολεκτικά παραλύσει την ελληνική οικονομία. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος των οφειλών τους στο δημόσιο, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες.
Την τελευταία διετία μάλιστα, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά, καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2016, το ποσοστό των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα έφτασε στο 37%, όταν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρέθηκαν στην ίδια θέση με εμάς, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, δεν ξεπέρασε το 12%.
Η μεγάλη ταχύτητα με την οποία διογκώνεται καθημερινά το συγκεκριμένο πρόβλημα, απαιτεί άμεση επίλυση.
Μια λύση η οποία θα δίνει δεύτερη ευκαιρία σε αυτούς που πραγματικά τη δικαιούνται –και δεν αναφέρομαι στους κατ’ εξακολούθηση κακοπληρωτές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις συνθήκες για να μην αποπληρώσουν τα δάνειά τους- και η οποία θα επαναφέρει σταδιακά την κανονικότητα στον τραπεζικό τομέα αλλά και στη λειτουργία της αγοράς.
Οι πλειστηριασμοί δεν αποτελούν λύση. Δεν αποτελούν λύση, καθώς και οι δανειολήπτες χάνουν τα ακίνητά τους, ενώ και οι τράπεζες αποκτούν ακίνητα τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιήσουν καθώς η ζήτηση ακινήτων -απόρροια της υπερφορολόγησης της ακίνητης περιουσίας- είναι ιδιαίτερα χαμηλή.
Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς μπροστά σε αυτό το πρόβλημα. Οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε άμεσα και συνολικά.
Να δώσουμε λύσεις οι οποίες θα είναι συμφέρουσες για όλες εμπλεκόμενες πλευρές: για τις Τράπεζες που εισπράττουν μέρος του δανείου, για το Δημόσιο που μπορεί να εισπράξει αυτό που πράγματι θα μπορούσε να περιμένει χωρίς προσαυξήσεις και πρόστιμα, αλλά και για τους ίδιους τους οφειλέτες που μπορούν να κάνουν μια καινούρια αρχή.
Σε ό,τι αφορά τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, για παράδειγμα, θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα η άμεση επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του Ν3869/10 (Νόμος Κατσέλη) -οι οποίες σήμερα ξεπερνούν τις 200.000- με ενίσχυση των ειρηνοδικείων αλλά και διαχωρισμό των υποθέσεων με βάση τα περιουσιακά στοιχεία και το κριτήριο της πρώτης κατοικίας.
Οι τράπεζες από την άλλη πλευρά, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να «υποχρεωθούν» προκειμένου να κινηθούν γρήγορα και αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Η οικονομία και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντέξουν άλλη καθυστέρηση.
Για τις μικρές επιχειρήσεις και τους επιτηδευματίες, που δεν εξυπηρετούν τις οφειλές τους, σε αντικατάσταση των ισχυουσών διαδικασιών που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες και αναποτελεσματικές, θα πρέπει να θεσμοθετηθεί μία απλοποιημένη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης καθυστερούμενων οφειλών μεταξύ του οφειλέτη και της τράπεζας, η οποία θα προβλέπει διαγραφή χρέους και η οποία θα συμπαρασύρει αυτόματα και αναλογικά, προσαυξήσεις και πρόστιμα.
Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και για εκείνες που δεν καλύπτονται από την εξωδικαστική επίλυση, χρειάζεται άμεσα και για προσδιορισμένο χρονικό διάστημα, να θεσμοθετηθεί μια ταχεία δικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών πριν την προσφυγή στις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.
Είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ότι θα πρέπει άμεσα να δοθεί βιώσιμη λύση για την πραγματική οικονομία, για τα νοικοκυριά, για τους δανειολήπτες και για τους καταθέτες.
Υιοθετώντας σύγχρονες πρακτικές, θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ μιας λελογισμένης απελευθέρωσης αλλά και της προστασίας όσων βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία. Τώρα είναι που πρέπει να στηρίξουμε τους συμπολίτες μας που βρέθηκαν σε πραγματική αδυναμία πληρωμής λόγω της οικονομικής κρίσης.
Να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία στις βιώσιμες επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και την οικονομία. Όσοι έπεσαν τα χρόνια της κρίσης, να μπορέσουν να σηκωθούν και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Τη λύση δεν τη φέρνουν οι ανασχηματισμοί, αλλά η αλλαγή πολιτικής.