γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Βρισκόμαστε στο 2ο μ.λ. (μετά λοκντάουν), και το χωριό των ανυπότακτων υστερικών συνεχίζει να αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία, κλειδαμπαρωμένο με το σύνθημα: ο αμάσκοτος ο τενεκές κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο.
Σιωπή και ερημιά σε όλους τους δρόμους που οδηγούν στο Κολοσσιαίο της σύγχρονης Ρώμης, το δημαρχιακό μέγαρο του δημάρχου Κούλη Γαλοπουλάκη. Λοκντάουν και στη γωνιά δημαρχιακό μέγαρο με λεωφόρο Αρπαχτίας, δυο δημομπάτσοι με τα μπλοκάκια έξω είναι έτοιμοι να γράψουν παραβάτες. “Ρε συ, σαν να βλέπω έναν εκεί χωρίς μάσκα και κουκούλα” λέει ο ένας από τους δημομπάτσους με το στυλό και το μπλοκάκι έτοιμα. “Άσε ρε, ο Παππάς είναι. Κάνε το κορόιδο. Τι θες τώρα, να τον πιάσουμε και να μας ρίξει κανένα πρόστιμο επικήρυξη ο Καρβουνοχοΐδης;” Απαντάει ο άλλος έντρομος.
Μέσα στο δημαρχιακό μέγαρο ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης ετοιμάζεται μπροστά στον καθρέφτη για το απογευματινό του διάγγελμα. “Εγώ, που εμένα το εγώ του μου και του εγώ μου σε εγώ με εγώ κι εγώ…”
“Λατρεμένε αφεντιΚούλη,” μουρμουρίζει ανήσυχος ο Πίπης, “μήπως να πεις κάτι και για τον ιό;”
“Δεν είναι στη Θράκη φαντάρος;”
“Τον ιό, όχι τον υιό ΔημαρχιΚούλη μου.”
“Να του πεις να φοράει μάσκα στη σκοπιά.
“Σιγά μην κάτσει σκοπιά ο ιός σου.”
“Εγώ που εγώ το εγώ μου σαν εγώ με εγώ το εγώ του εγώ μου…” συνεχίζει ακράτητος ο δήμαρχος την πρόβα διαγγέλματος ενώ ο Πίπης τρέχει να προλάβει το τηλέφωνο που χτυπάει σαν χταπόδι στα βράχια.
“Ποιος είναι Πίπη;” Ρωτάει ο δήμαρχος Κούλης παρατηρώντας το πολύ σοβαρό ύφος του Πίπη.
“Ο Λύκος Παπαριάς, ΑφεντιΚούλη μου.”
“Και τι θέλει;”
“Να μην κλείσουμε τα κομμωτήρια.”
“Γιατί;”
“Για να ξυριστεί, να κάνει ένα πεντικιούρ, ένα μανικιούρ, λίγο τις άκρες για την ψαλίδα…”
“Αχ, ναι κι εγώ Κούλης,” πετάγεται η Μανέστρα Φασονούλα μέσα από τη ντουλάπα που δοκίμαζε τσάντες και αμπέχονα για την φωτογράφιση περιοδικού με αφιέρωμα ‘ειμαι στη λίστα Παναμά κι όπου γουστάρω τα σκορπάω, δικά μου είναι;’
“Κι εσύ τέκνο Μανέστρα;” Ρωτάει μπερδεμένος ο δήμαρχος.
“Να ξυριστώ, πεντικιούρ, μανικιούρ, λίγο τις άκρες για την ψαλίδα…”
“Καλά τότε, πες του εντάξει, άντε και τα κομμωτήρια.
“Και τα νηπιαγωγεία,” συμπληρώνει η Μανέστρα Φασονούλα και δήμαρχος και Πίπης την κοιτάζουν έκπληκτοι.
“Γιατί τα νηπιαγωγεία;” Ρωτάει φοβισμένα ο Πίπης.
“Για να δείξουμε ότι νοιαζόμαστε για τις μανούλες, αυτά είναι γυναικεία θέματα και να μου έχεις εμπιστοσύνη όπως με τα οικονομικά και τις αρπαχτές Κούλης.”
“Πως νοιαζόμαστε για τις μανούλες με τα νηπιαγωγεία ανοιχτά και τον ιό αμολημένο βρε Μανέστρα.”
“Αμ Κούλης ξέρεις τι είναι πέντε ώρες ελευθερία από το τσογλάνι, να ξυριστείς, να κάνεις ένα πεντικιούρ, ένα μανικιούρ, να πάρεις λίγο τις άκρες για την ψαλίδα…”
“Εντάξει ρε Πίπη, πες στον Λύκος Παπαριά και τα νηπιαγωγεία ανοιχτά.”
Και με το που κλείνει με τον Παπαριά ξαναχτυπάει το τηλέφωνο σε πιο υστερικό ήχο σαν σφουγγαράκι με βρακάκι. Πάλι ο Πίπης ακούει σοβαρά, πάλι ο δήμαρχος ρωτάει: “Ποιος είναι Πίπη;”
“Ο Σταϊκατούρας, αφεντιΚούλη μου.”
“Τι θέλει πάλι ο τρύπιος κουμπαράς;” “Να μοιράσει λεφτά.
“Δώσαμε, δώσαμε…”
“Όχι αυτά δημαρχοΚούλη μου, αυτά δεν είναι για παπαγαλάκια και στυλογράφους, είναι για τις επιχειρήσεις, Nooρ κλπ.”
“Καλά, πες του να κάνει μια Πετσολίστα κι αυτός και να τα δώσει όλα στον Θρήνο ΧοντροNoorη.”
“Μα αυτός τα πήρε κι από την άλλη Πετσολίστα, την ορίτζιναλ για τον Στυλογραφικό Οχετό Μαριδάκι, αφεντιΚούλη μου.”
“Πίπη, εμείς τους φροντίζουμε τους φίλους μας μα τον Αρπάχτρη!”
Και με το που ετοιμάζεται να πάει προς νερού του ο Πίπης ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. “Ποιος είναι Πίπη;” Ξαναρωτάει για τρίτη φορά ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης.
“Ο Δέντρος από το γραφείο εξωτερικών υποχωρήσεων αφεντιΚούλη μου.”
“Και τι θέλει;” “Να σου πει ότι ο Τρούμπας το πορτοκαλί αμερικανάκι μάλλον χάνει τη δημαρχία του.”
“Αμάν, αλί και τρισαλί συμφορά που μας βρήκε Πίπη.”
“Εντάξει αφεντιΚούλη μου, πιο πολύ φίλος του Μεμέτη ήταν.
“Πίπη, να μάθεις να αποδέχεσαι τους φίλους και τα αφεντικά σου με τα ελαττώματα τους.” Σε αυτό ο Πίπης δεν απαντάει αλλά πέφτει σε μια περίεργη και με νόημα σιωπή.
“Και τώρα εμείς τι κάνουμε αφεντιΚούλη μου;”
“Εμείς τώρα Πίπη, θα πάμε να ξυριστούμε, να κάνουμε ένα πεντικιούρ, ένα μανικιούρ, να πάρουμε λίγο τις άκρες για την ψαλίδα… και θα αφήσουμε τον κοσμάκη, χωρίς ΜΕΘ, ΕΣΥ και κλίνες, χωρίς δουλειά, χρήματα κι ελπίδα αλλά με μάσκα και σε λοκντάουν να …κουρεύεται!”
Τέλος ΙΘ’ επεισοδίου