γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Πάντα εν έτη 46 μ.μ. (μετά μεταπολίτευσης), στην ίδια άκρη της Μεσογείου και στο ίδιο μικρό χωριό υστερικών που αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: Ο Κούλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια.
Φωνές και θόρυβοι ακουγονται από το δημαρχείο καθώς ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης έχει επιστρέψει από τις διακοπές του για ολιγοήμερες διακοπές στο δημαρχιακό μέγαρο. “Μα τον Αρπάχτρη, Πίπη, ποιος έβγαλε τις σαγιονάρες από το σακίδιο μου; Ποιος πείραξε το μαγιό μου; Δεν σας είπα ότι ήρθα για λίγες ώρες και θα ξαναφύγω;” Φωνάζει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης ξαναβάζοντας τις σαγιονάρες στο σακίδιο. Για μια στιγμή κοντοστέκεται, κοιτάζει το σακίδιο, κοιτάζει το δωμάτιο και έντρομος φωνάζει υστερικά σαν αρνάκι φρικασέ: “που είναι οι πυτζάμες μου;”
Πανικός στο δημαρχιακό μέγαρο. Που είναι πυτζάμες του δήμαρχου Γαλοπουλάκη; “Ρε μπας και τις ξέχασε στην Αντίπαρο, στην Επίδαυρο ή στα Χανιά;” Τραυλίζει ο Άδης ο γελωτοποιός ισιώνοντας το νανογιλέκο του. “Ρε μην τις άφησε στο στρατιωτικό ελικόπτερο της γραμμής;” Πετάγεται ο ανιψιός, ο Λουδοβίκος χιονοδρομικών και περιπάτων.
“Εγώ την τελευταία φορά που τον είδα βράδυ, φόραγε μια νυχτικιά-χλαμύδα, σαν τον Παπαγιαννόπουλο στη ταινία με την Βλαχοπούλου.” Ψιθυρίζει ο Λύκος Παπαριάς που είχε βρεθεί στο δημαρχείο περαστικός και εντελώς τυχαία. “Την χλαμυδοπυτζάμα, ο δήμαρχος την φοράει από Θεσσαλονίκη και πάνω μέχρι Πρέσπες, από το αυλάκι και κάτω μέχρι Καστελλόριζο φοράει άλλη.” Απαντάει ο Πίπης ψάχνοντας την ίδια ώρα κάτω από το χαλί. “Εκείνη με τον Μίκυ Μάους;” Ρωτάει ο Άδης. “Όχι, αυτήν την έχει για τα βράδια με Μανέστρα.”
“Τότε ποια, ρε Πίπη;” Πετάγεται πίσω από μια λίστα με συγγενείς και φίλους στυλογράφους του Πρόβειου Γιαουρτιού η Πέτσα.
“Εκείνη, την άλλη.”
“Ποια άλλη Πίπη, πες το και μας έσκασες.”
“Εκείνη με τα συννεφάκια και τα κυματάκια, του ύπνου του βαθύ.” Απαντάει ο Πίπης.
Την ώρα που συμβαίνουν αυτά τα δραματικά μέσα στο δημαρχιακό μέγαρο, απ’ έξω μια σκιά γλιστράει στους θάμνους. “Αλτ, τις ει, παλικάρι της φακής.” Κάνει ο σκοπός προσπαθώντας να δει ποιος είναι μέσα στους θάμνους. “Μαζέψου Νυφίτσα Καρβουνοχοΐδη, εγώ είμαι, ο μόνος εθνικός δήμαρχος και της Λούγκρας αρπαχτρομάχος, ο Τώνης Αρουραίος.”
“Τώνη, τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;”
“Απλώνω σαμάρι στα δώδεκα μίλια.”
“Αμάν μάγκα μου Αρουραίε, μην το πατήσω και με κάνεις αποστάτη εθνολούγκρα.” Και τραβιέται πίσω ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης.
“Εγώ είμαι εγγύηση Νυφίτσα. Ο νόμος και η τάξη της αρπαχτής. Όχι αυτό το χάος αρπάχτρας που ζείτε τώρα. Καμία τάξη, κανένα πρόγραμμα, καμία στρατηγική, κανένας τραπεζίτης κολλητός. Μπείτε νταβατζήδες και αρπάξτε ό,τι βρείτε. Έτσι σας έμαθα;” Κάνει Τώνης και τα μάτια του έχουν κοκκινίσει από την ένταση. “Κοίτα, εγώ είμαι σοσιαλιστής,” απαντάει ψιθυριστά ο Νυφίτσας. “Ναι ρε, και το κρατάς μυστικό μη τρίξουν τα κόκαλα του Αντρέα;” Ο Νυφίτσας δεν απαντάει αλλά στέκεται εκεί ακούνητος και παρακολουθεί τον Τώνη να απλώνει το σαμάρι στο δρόμο.
“Καληνύχτα Νυφίτσα, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μου θα ‘ναι.” Και φεύγει ο Τώνης τρέχοντας στο σκοτάδι αφήνοντας μόνο του τον Νυφίτσα Καρβουνοχοΐδη να μουρμουράει τραγουδιστά: “εγώ αποστάτης για τον Τώνη τον Αρουραίο, τον ανοιξιάτικο δεν γίνομαι. Εγώ μόνο για την καρέκλα αποστατώ.”
Εντωμεταξύ μέσα στο μέγαρο ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης είναι σε κατάσταση υστερίας μπριάμ στη κατσαρόλα. “Πως θα κοιμάμαι εγώ χωρίς τις πυτζάμες μου όταν κάνει βόλτες στην αυλή μας με τη χλοοκοπτική του ο γείτονας Μεμέτης; Ε; Πως; Για πείτε μου.” Κι εκεί που είναι έτοιμος να πετάξει στον Πίπη ως νέος δισκοβόλος του Μύρωνα, βάζο αρχαιοκαπηλικό της συλλογής Γαλοπουλάκη μπαμπά χτυπάει το τηλέφωνο.
“Χαλό. Χαλό. Αλεκσις;”
“Ποιος Αλέξης; Λάθος κάνετε. Εδώ δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης.”
“Οου, Κούλης, σορι, ολ Γκρικ του μι, χίαρ ιζ δε πρέσιντεντ.”
“Τι λέει αυτός εδώ; Ποιος πρέσιντεντ;”
“Τρούμπας. Πρέσιντεντ Τρούμπας. Ντόναλντ”
“Της οικογένειας των Ντακ;”
“Ερντογάν βέρι γκουντ φρέντ.” ‘Ρε συ, να δεις που είναι ο Τσίμπλας και μου κάνει πλάκα,’ σκέφτηκε ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης.
“Ποιος Φρέντυ; Ο Κορλεόνε;”
“Νόου δις Φρέντυ, δις ιζ Ντόναλντ.”
“Άσε μας ρε Αντέξη, σε κατάλαβα.” Ουρλιάζει ο Κούλης Γαλοπουλάκης και κλείνει έξαλλος το τηλέφωνο χωρίς ν’ ακούσει τη συνέχεια.
“Ποιος ήταν ΑφεντιΚούλη μου;” Ρωτάει ο Πίπης κουμπώνοντας-ξεκουμπώνοντας το νανογιλέκο νευρικά.
“Ο Αντέξης και μου έκανε πλάκα, αλλά τον κατάλαβα από τα αγγλικά του.”
“Και τι σου είπε ΑφεντιΚούλη μας ο Αντέξης;”
“Ότι ο Ερντογάν είναι φίλος μας.”
“Αμάν ΑφεντιΚούλη, ο Τρούμπας ήταν.”
“Και τώρα; Τι κάνουμε Πίπη;”
“Με τόσα σπασμένα αυγά; Στραπατσάδα ΑφεντιΚούλη μου.”
Τέλος Θ’ επεισοδίου