Ο ιδιαίτερα έντονος, απαιτητικός και συνεπώς εξουθενωτικός εργασιακός ρυθμός, από τη μια και τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας -ή ακόμα και η ανασφάλιστη εργασία που συνεχώς κερδίζει έδαφος- από την άλλη, αποτελούν χαρακτηριστικά ενός μη υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος. Τα σημάδια αυτά, αποτελούν σοβαρές ενδείξεις, που δεν επιτρέπουν την ύπαρξη ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου στα μέλη μιας οικογένειας ή τη δημιουργία νέας.
Επτά χρόνια φαγούρας – μνημονίων, έχουν οδηγήσει σε υπερβολικές ώρες εργασίας μη σωστά αμειβόμενες, αυξάνοντας το στρες και τις υποχρεώσεις της επαγγελματικής ζωής, επιφέροντας επαγγελματική εξουθένωση και επηρεάζοντας αρνητικά ή ακόμη και δηλητηριάζοντας την ποιότητα της οικογενειακής ζωής.
Η συνύπαρξη του ανθρώπου που υφίσταται όλα τα παραπάνω με τα άλλα μέλη της οικογένειάς του καθίσταται δύσκολη έως και αδύνατη, δεδομένου ότι με αυτά τα άτομα η επαφή είναι καθημερινή και, κατά συνέπεια, η φθορά πιο άμεση και ολοκληρωτική.
Όλη αυτή η αβεβαιότητα, κυρίως η οικονομική, κρατά το κλειδί για το μέλλον όλων. Εξαιτίας αυτού δεν γίνονται γάμοι, δεν γεννιούνται παιδιά, διαλύονται οικογένειες. Όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, η ζωή μας καθορίζεται από τη δουλειά μας και τις εργασιακές μας συνθήκες. Και, φυσικά, αποδέκτες των επιπτώσεων αυτής της κατάστασης είναι όχι μόνο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, αλλά και όλος ο περίγυρος.
Όσα συνέδρια και αν έχουν γίνει με θέμα την εναρμόνιση της επαγγελματικής και οικογενειακής-ιδιωτικής ζωής –με πιο πρόσφατο το Ευρωπαϊκό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Μπρατισλάβα το διήμερο 20 και 21 Σεπτεμβρίου 2016–, όσο μελάνι και αν έχει χυθεί, το πρόβλημα όχι μόνο παραμένει, αλλά συνεχώς οξύνεται.
Μοναδικό εφόδιό μας θα πρέπει να είναι η ψυχραιμία και η υπομονή, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν με περισσότερη αξιοπρέπεια τα σημεία των καιρών και να διαφυλάξουμε ό,τι μπορούμε και έχει απομείνει, για το καλό όλων και κυρίως των μετέπειτα γενεών.