Guest

Φακελάκια… και στερεότυπα

 

Είναι η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς – τελευταίας ευτυχώς, αλλά και της πιο απαιτητικής για το παιδί μου και για «μένα». Είναι οι επαναλαμβανόμενες μπαρούφες που ακούστηκαν για μια ακόμα φορά στη ΔΕΘ και δεν εννοώ τα γνωστά πια σε όλους μας πολιτικά ψεύδη που ακούγονται σαν ανέκδοτα, αλλά το προκλητικό, το αβάσταχτα πια προκλητικό ύφος των ίδιων των πολιτικών. Εκείνο το επαρμένο και αλαζονικό ύφος της εξουσίας, την ίδια στιγμή που ένα ακόμα νησί μας, η Θάσος, καιγόταν στον ορίζοντα της σκέψης μου, με τ’ αποκαΐδια του να τα παρασέρνει η θάλασσα απ’ το Βορρά και να κατασταλάζουν στο Νότο του μυαλού μου, ως αποτέλεσμα μιας ακόμα εγκληματικής πράξης αμέλειας της πολιτείας που πια μου προκαλεί εμετό. Είναι που μπήκε το φθινόπωρο κι εκεί έξω συνεχίζουν να σέρνονται μερικές χιλιάδες άστεγοι άνθρωποι, κυριολεκτικά ξεχασμένοι από αυτήν την ίδια πολιτεία. Είναι πολλά. Είναι κι εκείνα τα στερεότυπα, που τελικά όλοι κουβαλάμε μέσα μας, που πάντα πληγώνουν κι απογοητεύουν. Μ’ ένα από αυτά θα καταπιαστώ σήμερα, ελπίζοντας ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα καταφέρω να βάλω σε μια τάξη όλα τα θραύσματα που παρασύρονται ανεξέλεγκτα εντός μου.

Σάββατο πρωί και κάνω την αυτονόητη – για μένα – ερώτηση σε φίλο που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, αν τον επισκέφθηκε ο γιατρός που τον χειρούργησε. Η επόμενη ερώτηση θα ήταν: «Τι σου είπε; Πώς σε βρήκε;» Δεν πρόλαβα να την κάνω. Μου έρχεται η εξής απάντηση: «Με έκανες και γέλασα πάλι! Ο γιατρός με χειρούργησε και τέλος. Δεν πρόκειται να ξαναπεράσει, για να πάρει φακελάκι και φακελάκι κι άλλο φακελάκι»… και στην αφωνία των ημερών που είχαν ήδη προηγηθεί, προστίθεται λίγη ακόμη, σαν το αλεύρι που προσθέτεις για να σφίξει η ζύμη, όταν ο χυλός σου βγαίνει νερουλός. Μόνο που αν σου ξεφύγει εκείνο το λίγο παραπάνω, ίσα που μπορεί να γίνει και πέτρα το ζυμάρι…

Ήμουν στο δρόμο, έκανε ζέστη, είχε αφόρητη υγρασία (η αγαπημένη μου ατμόσφαιρα), κουβαλούσα σακούλες, αργούσε ακόμα η στιγμή που θα καθόμουν για τον καθιερωμένο καφέ του Σαββάτου κι ένιωσα σαν να έφαγα στο κεφάλι… μια μπάλα απ’ το ζυμάρι! Μα τι είπα πάλι; Τι λάθος έκανα; Ήρθε και με έσωσε ο ήχος μιας γυναικείας φωνής, που ούρλιαζε δίπλα μου στο τηλέφωνο, «είμαι απελπισμένη». Έψαχνε σπίτι για το γιο της, νεαρό φοιτητή που μόλις είχε περάσει στο πανεπιστήμιο, και δεν έβρισκε. Ήταν πράγματι απελπισμένη. Έχω περάσει από τη θέση της και ξέρω. Την πλησίασα και της υπέδειξα δυο – τρία σημεία στην περιοχή, όπου θα μπορούσε να ρωτήσει για ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, χωρίς να πελαγοδρομεί και κυρίως, να απελπίζεται. Μετά έπιασα μια σκιά, ακούμπησα τις σακούλες στο πεζοδρόμιο, σκούπισα το ιδρωμένο μου μέτωπο και ξαναδιάβασα το διάλογο των μηνυμάτων στο κινητό μου. Ο αιφνιδιασμός από τη σφαλιάρα της αποτυχημένης σκληρής ζύμης που ‘χα φάει κατακούτελα είχε περάσει και στον επόμενο τόνο… τα πήρα κρανίο!

Ναι, όταν ακούω τέτοια στερεότυπα, τα παίρνω κρανίο! Και ναι, θίγομαι προσωπικά! Εντάξει, το ξέρουμε ότι δεν ζούμε στη χώρα της βιβλικής Εδέμ, αλλά από αυτό, μέχρι το ότι δεν θα γλυτώσουμε ποτέ από την ταμπέλα της χώρας της λοβιτούρας, μεσολαβεί απόσταση! Ασφαλώς και το φαινόμενο των γιατρών με τα φακελάκια είναι γνωστό σε όλους μας εδώ και δεκαετίες. Ένα σύστημα υγείας, χωρίς φοβερές υποδομές και παροχές και κυρίως χωρίς ελεγκτικούς μηχανισμούς, σε συνδυασμό με κυκλώματα γιατρών –πρωτίστως μεγαλογιατρών – νοσηλευτών, φαρμακοβιομηχανιών, φαρμακοποιών και ποιος ξέρει πόσων ακόμα άλλων μεσαζόντων που δεν μπορώ να σκεφτώ αυτήν την στιγμή – ένα πληρέστατο συνονθύλευμα ασυνειδησίας – που χρόνια τώρα δουλεύει με φακελάκια, μόνο με φακελάκια, σαν καλολαδωμένη μηχανή. Όμως, δεν είναι όλοι έτσι! Όχι! Και έχω άπειρα προσωπικά παραδείγματα νοσοκομειακών γιατρών που δεν λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο και δεν αναφέρομαι σε πέντε κολλητούς, αλλά σε γιατρούς τυχαίους, με αξιοθαύμαστη εκπαίδευση και εμπειρία, που συνάντησα σε διάφορα κρατικά νοσοκομεία και που έκαναν τη δουλειά τους με εντιμότητα, ευσυνειδησία και ανθρωπιά, ξεπερνώντας συχνά τα όρια της αυτοθυσίας, αν μάλιστα συνυπολογίσει κάποιος και τις πενιχρές αμοιβές τους. Βλέπετε, σ’ αυτήν τη χώρα, όσο πιο «βρώμικη» η δουλειά της μηχανής, τόσο καλύτερα γρασαρισμένη και αντιστρόφως. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι, πέραν των άλλων, στα καθημερινά τους καθήκοντα έχουν και την επίσκεψη – πρωί και βράδυ – των ασθενών τους, για να ενημερωθούν για την πορεία της υγείας τους. Τόσο απλά.

Προσέξτε με λίγο και ναι, είμαι ακόμα ενοχλημένη με τη γενικότητα! Έχουμε πει και ξαναπεί και θα το ξαναπούμε, ότι κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης αναρριχήθηκε και προβλήθηκε το πιο σκάρτο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας. Η αμέσως επόμενη κατηγορία, εκείνη που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών, ταυτίστηκε αδιαμαρτύρητα, ενσωματώθηκε και στο τέλος καταβροχθίστηκε από όλο αυτό το σκάρτο σχήμα. Μεγαλύτερό της έγκλημα το γεγονός ότι δεν αγωνίστηκε να διαφοροποιηθεί και να διαφοροποιήσει και τώρα το πληρώνει με το μεγαλύτερο ηθικό και οικονομικό κόστος. Τελευταία η κατηγορία εκείνων των άλλων, καθόλου ευκαταφρόνητη αριθμητικά, που προσπάθησε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο αξιών, με αντίστοιχο δικό της μερίδιο ευθύνης το γεγονός ότι δίστασε, σιώπησε και ποτέ της δεν αντέδρασε. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι του «ΔΕΝ τα φάγαμε μαζί», είμαστε υπαρκτοί! Αποτελούμε πραγματικότητα αυτού του τόπου! Δεν είμαστε φαντάσματα, ούτε αόρατοι! Και μάλιστα, μπορεί κατά τα χρόνια της «ευημερίας» να θεωρηθήκαμε μέχρι και γραφικοί, έχω ξαναπεί όμως, ότι κατά τα χρόνια της ύφεσης αποδειχθήκαμε το ισχυρότερο κομμάτι του κοινωνικού ιστού, που στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, συνήθως μάλιστα μέσα από το υστέρημά του. Αυτές λοιπόν οι κατηγορίες περιλαμβάνουν ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, ιδιοτήτων και επαγγελμάτων. Το γεγονός ότι δεν προβλήθηκε ποτέ στο παρελθόν αυτή η όψη της ελληνικής κοινωνίας, δεν σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία είναι στο σύνολό της, η κοινωνία της ασυνειδησίας και της λοβιτούρας.

Και για να επιστρέψω στο ειδικότερο θέμα γιατρών και νοσοκομείων, για τη μη λειτουργία του κρατικού συστήματος υγείας, κυρίως υπεύθυνο είναι το ανύπαρκτο κράτος. Οι νοσοκομειακοί γιατροί, αμειβόμενοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους με τρεις κι εξήντα, καταβάλλουν καθημερινά υπεράνθρωπες προσπάθειες για να υποστηρίξουν τους ασθενείς τους και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις χώνοντας το χέρι βαθειά στη δική τους τσέπη, προκειμένου να εξασφαλίσουν στοιχειώδες νοσοκομειακό υλικό που το κράτος δεν τους παρέχει. Θα αναφερθώ επίσης σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις, τις πολυπληθέστατες περιπτώσεις γιατρών, που με την εθελοντική τους εργασία στηρίζουν όλες εκείνες τις δομές που δημιουργήθηκαν στη χώρα κατά την περίοδο της ύφεσης, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες του μέσου Έλληνα ασθενή. Όλους αυτούς, λοιπόν, δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε! Ούτε και να τους ρίξουμε σε ένα καζάνι – στο ίδιο καζάνι – μ’ εκείνους που εμπορευματοποίησαν τον όρκο της Ιατρικής και τον έκαναν… τσέπη, φακελάκι, αλητεία κι αριθμομηχανή. Δεν έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε! Δεν έχουμε το δικαίωμα, έστω να μην τους διαχωρίσουμε!

ΥΓ. Σκέψεις του περασμένου Σαββάτου, πλούσιες σε καφεΐνη, νικοτίνη και θυμό, εξ ου και η ροή του λόγου.



Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!

   

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Η Λίλιαν Μπαντάνη είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (2006) και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜBA) του Kingston University of London (2009). Είναι μέλος του ΙΔΙΣ (Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων) του Παντείου Πανεπιστημίου και του ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών) του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, ως στέλεχος του Τμήματος Εξαγωγών ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και συμμετέχει εθελοντικά σε προγράμματα στήριξης αστέγων και πρόληψης για την απώλεια της στέγης. Είναι μητέρα δύο παιδιών, μιας κόρης, φοιτήτριας Νομικής του ΔΠΘ και ενός γιου, μαθητή Β’ Λυκείου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Από φέτος, φοιτά στο Τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Φακελάκια… και στερεότυπα

γράφει η Λίλιαν Μπαντάνη.

Το τελευταίο διάστημα περνάω φάση αφωνίας. Εσωτερικής. Διάφορα σημαντικά στοιβάχτηκαν εντός μου, καταπλακώνοντας το ένα το άλλο, και έγιναν αιτία πυροτεχνημάτων καθόλου λαμπερών και εορταστικών, ούτε καν ασπρόμαυρων, αντιθέτως μάλιστα από εκείνα που φέρουν αποχρώσεις του γκρι. Του γκρι αποκλειστικά και μόνο. Έσκασαν μέσα μου, διασκορπίζοντας στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σκέψεις και συναισθήματα, λέξεις και φράσεις, πράξεις κι αποφάσεις. Στο μυαλό μου υπάρχουν άπειρα θέματα για τα οποία θα ήθελα να γράψω κι αδυνατώ να συνδέσω μεταξύ τους τις σκέψεις με τις λέξεις και να τις τοποθετήσω στη σωστή σειρά.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο