Guest

Εμείς οι «Γερμανοτσολιάδες»

γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

Πριν από λίγα χρόνια, θυμάμαι κάποιον καθηγητή μου, στο σχολείο, να μας προβάλλει εικόνες της ναζιστικής Αθήνας. Στην πίσω πλευρά μιας κεντρικής πλατείας ο λαός να ζητιανεύει από τους περαστικούς. Σκελετωμένος κορμιά, έχοντας χάσει κάθε ίχνος παιδικότητας- ένα πράγμα στο οποίο η ανάγκη επιβίωσης είναι πάντα αμείλικτη- κοιτούσαν την κάμερα. Οι γέροι, με εμφανή τα στοιχεία των ξεριζωμένων Μικρασιατών στο δέρμα τους, δεν μιλούσαν. Κανείς δεν μιλούσε. Δεν το επέτρεπε η περηφάνια, η απελπισία του ή και τα δύο μαζί.

Στο μπροστινό μέρος βρισκόταν η Νέα Τάξη των κατακτητών. Γερμανοί με το ύφος του κατακτητή, συνεργαζόμενοι Έλληνες πολιτικοί με το ύφος του κομπάρσου και ένστολοι οπλοφόροι με το ύφος του φονιά. Τα ρούχα τους ήταν καλοφτιαγμένα, τα παπούτσια γυαλισμένα, τα όπλα σε τάξη. Όλα καθαρά εκτός από τις ψυχές τους. Είναι βέβαιο πως σε λίγες στιγμές οι κρατούμενοι ήρωες των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα συνέχιζαν να βασανίζονται, οι αιχμάλωτοι αντάρτες να εκτελούνται και η μάζα των προηγούμενων πλάνων να πεθαίνει από την πείνα σε μεγάλους αριθμούς. Αλλά τότε υπήρχε Κατοχή, ναζιστική μάλιστα, ό,τι χειρότερο πέρασε ποτέ από την ανθρωπότητα.

Σήμερα Κατοχή δεν υπάρχει. Ακόμη και οι πιο ακραίες φωνές των περασμένων καιρών αρχίζουν να γίνονται πιο εσωστρεφείς, ίσως λίγο πιο σκεπτόμενες. Πράγματι, Κατοχή δεν υπάρχει, για τους Γερμανοτσολιάδες όμως δεν μπορώ να διαβεβαιώσω κανέναν. Κάθε άλλο. Στην επαρχιακή πόλη που σπουδάζω, όλο και περισσότεροι άστεγοι εμφανίζονται στους δρόμους. Δεν ζητιανεύουν πλέον. Έχουν στραμμένο το βλέμμα αντίθετα του δρόμου, κρύβοντας την αξιοπρέπειά τους σε χάρτινα κουτιά. Φοβούνται τους ανθρώπους και, ίσως με το πέρασμα του καιρού, να τους μισούν κιόλας. Οι περισσότεροι έχουν δουλέψει αρκετά στη ζωή τους, περισσότερο απ’ όσο εμείς οι Γερμανοτσολιάδες πιστεύουμε.

Γιατί όμως είμαστε Γερμανοτσολιάδες; Ποιος από εμάς σκότωσε; Ποιος συνεργάστηκε με κάτι βίαιο; Ποιος πρόδωσε την πατρίδα του; Όλοι μας. Περπατάμε δίπλα τους καθημερινά, κομψοί και γυμνασμένοι. Δεν τους κοιτάμε, γιατί να το κάνουμε άλλωστε; Ο καθένας τραβά το δρόμο του, όσο μίζερος και να είναι αυτός. Κυνηγάμε επιτυχίες, έχουμε έγνοιες και έτσι πρέπει να γίνει -σε αυτό δεν διαφωνεί κανείς. Πηγαίνουμε σε θεάματα: παραστάσεις, αγώνες, ταινίες. Καφέδες, πολλοί καφέδες. Χρήματα των γονιών ή δικά μας, από δουλειές του ποδαριού. Φτωχοδιάβολοι με βλέμματα υπεροπτικά. Γιατί να κοιτάμε τους “άλλους”; Συμπατριώτες μας είναι, ή συμπολίτες μας; Ζουν σε χαρτόκουτα, όχι σε σπίτια. Τι σχέση έχουμε με αυτούς; Άσε που μπορεί να είναι μετανάστες, οπότε καλά να πάθουν. Εμείς είμαστε Έλληνες καθαροί, που κανένας πρόγονός μας δεν μετανάστευσε ή δεν αναγκάστηκε να έρθει πρόσφυγας από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Ψιλά γράμματα, τόσο που δεν διαβάζονται.

Στην κατάσταση αυτή δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος πως κάτι θα αλλάξει. Είναι γελοίο να μιλάμε για φορείς, απ’ όπου και να προέρχονται. Στο καλύτερο κράτος να μείνουμε, με αυτή τη νοοτροπία δεν θα πάμε πουθενά. Τί να κάνουμε όμως; Μαγικά ραβδάκια δεν υπάρχουν και όποιος τα ψάχνει, είναι είτε ανόητος είτε επικίνδυνος. Ίσως να υπάρχει ανάγκη να επιστρέψουμε στα απλά. Να πούμε μια “καλημέρα” σε άτομα άγνωστα, να χαμογελάσουμε, να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Αυτά αρκούν. Δίχως περηφάνιες ή κροκοδείλια δάκρυα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι εξίσου αξιοπρεπείς με εμάς, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Μετά να βγάλουμε τη φουστανέλα και το ύφος του αρχοντοχωριάτη. Ποτέ δεν μας ταίριαζαν.

 

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μανώλης Πέπονας είναι ιστορικός, με εξειδίκευση στην πολεμική ιστορία. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1995 και από την ηλικία των 17 ετών αρθρογραφεί επαγγελματικά. Σήμερα, συνεργάζεται -μεταξύ άλλων- με τα περιοδικά "Στρατιωτική Ιστορία", "Ιστορικά Θέματα" και "Ancient History Magazine" (Ολλανδία), ενώ δεκάδες άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο και τρία βιβλία του έχουν εκδοθεί. 

Εμείς οι "Γερμανοτσολιάδες"

γράφει ο Μανώλης Πέπονας.


Πριν από λίγα χρόνια, θυμάμαι κάποιον καθηγητή μου, στο σχολείο, να μας προβάλλει εικόνες της ναζιστικής Αθήνας. Στην πίσω πλευρά μιας κεντρικής πλατείας ο λαός να ζητιανεύει από τους περαστικούς. Σκελετωμένος κορμιά, έχοντας χάσει κάθε ίχνος παιδικότητας- ένα πράγμα στο οποίο η ανάγκη επιβίωσης είναι πάντα αμείλικτη- κοιτούσαν την κάμερα. Οι γέροι, με εμφανή τα στοιχεία των ξεριζωμένων Μικρασιατών στο δέρμα τους, δεν μιλούσαν. Κανείς δεν μιλούσε. Δεν το επέτρεπε η περηφάνια, η απελπισία του ή και τα δύο μαζί.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο