γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
«Μόλις ξυπνήσω το πρωί τα βλέπω όλα μαύρα», τραγουδούσε ο Παπάζογλου. Φαντάζομαι ότι κι εσύ το ίδιο κάνεις: Όλα μαύρα τα βλέπεις κι ας έχει ξημερώσει μια υπέροχη μέρα, ή μπορεί και να έχει πάλι συννεφιά. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος, βροχερός και κρύος, το σπίτι σου παγωμένο, περνούσες τη μέρα με το παλτό και τη νύχτα έριχνες από πάνω σου όσες κουβέρτες είχες για να ζεσταθείς λιγάκι. Τα τζάμια σου έτρεχαν νερό και στις γωνίες του ταβανιού απλώθηκε μούχλα. Χειμώνας, τι να το κάνεις. Στη δουλειά τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλύτερα, έγιναν κι άλλες απολύσεις κι εσύ φορτώθηκες επιπλέον καθήκοντα χωρίς βέβαια παραπάνω αμοιβή. Άλλωστε ο μισθός σου είναι ένα Χ% παραπάνω από το μηδέν. Έχεις κάθε λόγο να τα βλέπεις όλα μαύρα. Άφησες πάλι απλήρωτους λογαριασμούς, σου ήρθε χαρτί από τη ΔΕΗ ότι θα σου κόψουν το ρεύμα, τα έχεις βαρεθεί όλα, τους βρίζεις όλους, ξεκινώντας από τους πολιτικούς, περνώντας από τους περαστικούς, φτάνοντας στα παιδιά και το σύντροφό σου, κι αυτούς τους έχεις βαρεθεί, γκρίνια παντού, ζητάνε όλοι από παντού κι εσύ απλά τους βαρέθηκες και τους βρίζεις. Όλους.
Όπου και να γυρίσεις ακούς και μια ξένη γλώσσα. Όπου και να κοιτάξεις βλέπεις μια παράξενη φάτσα. Σ’ όποια δουλειά και να πας βλέπεις κι έναν ξένο. Ξένοι να προσπαθούν με ένα βρώμικο σφουγγάρι να σου πλύνουν τα τζάμια στα φανάρια, ξένοι που κατεβαίνουν ανάποδα τις τσουλήθρες και κάνουν όρθιοι κούνιες και τρώνε κάτι παράξενα, βρωμερά φαγητά στα παγκάκια της παιδικής χαράς, ξένοι στην τάξη του παιδιού σου που δεν καταλαβαίνουν ελληνικά κι έτσι το παιδί σου μένει πίσω, ξένοι που καθαρίζουν τις σκάλες της πολυκατοικίας σου και σου μουγκρίζουν όταν εσύ ευγενικά τους λες καλημέρα, ή όταν απλά πατάς με τα βρώμικα παπούτσια σου εκεί που μόλις πέρασε η σφουγγαρίστρα, σιγά μην πεις και καλημέρα δηλαδή, σιγά μη σε νοιάξει αν μόλις ξαναλέρωσες, δουλειά τους είναι, αν δεν τους αρέσει να πάνε από κει που ‘ρθαν.
Στο διάολο δηλαδή να πάνε, κι ακόμα παραπέρα, βρώμισε ο τόπος ξένους, όπου κι αν γυρίσεις είναι πιο πολλά τα ξένα που ακούς παρά τα ελληνικά, δεν μπορείς να βγεις εδώ, δεν μπορείς να περάσεις από κει, καταστρέφεται η Ελλάδα, αλλοιώνεται ο πολιτισμός σου (το αγαπημένο μου), μας παίρνουν τις δουλειές, μας βιάζουν τις γυναίκες. Τις ίδιες γυναίκες που εσύ δεν πιστεύεις πως πρέπει να έχουν άποψη, που πρέπει να κάθονται σπίτι και να κατεβάζουν το καπάκι της τουαλέτας κάθε φορά που πας για κατούρημα, να σου μαζεύουν το πιάτο μόλις φας γιατί εσύ είσαι άντρας και δεν επιτρέπεται να ασχολείσαι με τέτοιες γυναικείες δουλειές, να σου μεγαλώνουν τα παιδιά γιατί κι αυτό δική τους δουλειά είναι, τις ίδιες γυναίκες που αποκαλείς πουτάνες όταν φοράνε κοντή φούστα και που καλά τις κάνανε γιατί βουλγάρες είναι, ρωσίδες είναι, τσουλάκια που προκαλούν είναι, αλλά εσύ μπορείς να τις βιάζεις κάθε μέρα και με όλους τους τρόπους, κανένας άλλος όμως όχι.
Χειροκροτάς όταν το σχολείο του γιου σου αποφασίζει να κλείσει και να μην ξανανοίξει μέχρι να ξεκουβαληθούν οι πρόσφυγες, επιτέλους να κάνουμε κάτι αδέρφια, την Ελλαδάρα μας δε θα την παραδώσουμε έτσι απλά στα ξένα χέρια, 25η Μαρτίου έχουμε, μεγάλη γιορτή, ακριβός ο μπακαλιάρος μουρμουρίζεις περνώντας από την αγορά, στο διάολο πώς μας καταντήσανε, γυναίκα φτιάξε σκορδαλιά της λες από το τηλέφωνο, περνάς μπροστά από ένα μαγαζί και κάποιοι έχουν ξαπλώσει κάτω έναν τύπο και τον βαράνε, πρεζόνι σου είπαν, καλά του κάνουνε του πούστη, βρώμισε ο τόπος, καιρός να κάνουμε κάτι, μια γυναίκα μες τα αίματα σε προσπερνά και ανοίγει την πόρτα ενός ταξί μπροστά σου, ο ταξιτζής τη βγάζει έξω και σταυροκοπιέται, πού να μπλέξεις τώρα βρε αδερφέ, να κοιτάς τη δουλειά σου, έτσι πρέπει, κανείς δεν ανακατεύεται στις δικές σου δουλειές, μα κοίτα πώς μας καταντήσανε του λες, κάτι κρεμανταλάδες μαυριδεροί έχουν κάνει κατάληψη στο γήπεδο μπάσκετ της γειτονιάς σου, στο διάολο κι αυτοί οι βρωμιάρηδες, ούτε τα παιδιά μας δεν μπορούν να βγουν έξω πια, είχαν γήπεδο μπάσκετ και στο χωριό τους κι εδώ ξεφορτώθηκαν να παίξουν μπάσκετ, ορμάνε κουκουλοφόροι και τους σπάνε στο ξύλο, χειροκροτάς με το μπακαλιάρο στα χέρια, επιτέλους, να ξεβρωμίσει ο τόπος λες, κόσμος κοιτάζει ψηλά λίγο πιο πέρα από σένα, κάποιος θα πέσει από το μπαλκόνι ακούς, στο διάολο κι αυτός, όλοι σαλεμένοι, όλοι ανώμαλοι, σταυροκοπιέσαι ακόμα μια φορά, γυρίζεις στο σπίτι, σοβαρός, καλός χριστιανός, σοβαρός και υπεύθυνος οικογενειάρχης, νόμιμος, λογικός, πιο έλληνας από ποτέ.
& Εκείνος
Όταν μου έστειλε η Κατερίνα το κείμενό της επικοινώνησα μαζί της αμέσως και την ρώτησα αν ήταν σίγουρη ότι θα καταλάβουν την σε πρώτο πρόσωπο ειρωνεία της. Μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «νόμιζα ότι είναι δική σου δουλειά να τα κάνεις πενηνταράκια». Τώρα αυτό στο δικό μου το μυαλό μεταφραστικέ αυτομάτως σε «πάρτην στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου». Ελληνική πολύ σοφή παροιμία.
Άλλη πολύ σοφή ελληνική παροιμία είναι το: «τον μαλάκα όσο κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς» και αυτή η παροιμία έχει πολλαπλούς αποδέκτες στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία και όπου μαλάκας εσείς μπορείτε να βάλετε: ελληναράς, πατριδοκάπηλος, Χρυσαυγήτης, ρατσιστής και ο κατάλογος τελειωμό δεν έχει σε μια χώρα με τόσο πλούσιο λεξιλόγιο.
Έτσι λοιπόν απολύστε την σε πρώτο πρόσωπο ειρωνεία της Κατερίνας και από εμένα κάτι …επετειακό μιας και είμαστε ακόμα στα απόνερα εθνικής εορτής. Σε μια χώρα που έζησε την ναζιστική κατοχή, που η ναζιστική κατοχή κόστισε περίπου το 1/5 του πληθυσμού της και τραυμάτισε για δεκαετίες τα υπόλοιπα 4/5, το γεγονός ότι υπάρχει ναζιστικό κόμμα που έχει 16 βουλευτές στην βουλή και στρατιές κοινωνικών αποβρασμάτων στους δρόμους για να τρομοκρατούν και να δολοφονούν, αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα ΔΕΝ υπάρχει ιστορική συνείδηση!
Σε μια χώρα που νοικοκυραίοι δολοφονούν ποδοπατώντας ένα παιδί επειδή είναι διαφορετικός από αυτούς και ένας ταξιτζής πετάει ετοιμοθάνατη γυναίκα από το ταξί του για να μην του το λερώσει, τότε στην Ελλάδα ΔΕΝ υπάρχει κοινωνική συνείδηση.
Και μια κοινωνία χωρίς συνείδηση κι ένα κράτος χωρίς ιστορική ταυτότητα δεν είναι απλά μια πολύ άρρωστη κοινωνία και ένα πολύ άρρωστο κράτος αλλά κάτι που αργοπεθαίνει τρώγοντας τα σαρκία του.