Guest

Εκείνη & εκείνος με βιβλία, εκδόσεις και συγγραφείς

Εκείνη

Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με τα 100 βιβλία που δεν αγάπησαν οι Έλληνες. Οι απόψεις βιβλιοπωλών και εκδοτών σχετικά με το «γιατί;» έχουν επίσης πολύ ενδιαφέρον, όπως ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει η ίδια η λίστα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά δυο πράγματα από το άρθρο αυτό:

«Εμείς οι εκδότες κατασκευάσαμε «διεφθαρμένους» αναγνώστες. Ο Έλληνας αναγνώστης συνήθισε να διαβάζει εύκολη, ροζ λογοτεχνία, αυτή που κάποτε πουλιόταν μόνο στα περίπτερα και κανένα βιβλιοπωλείο δεν καταδεχόταν να τη βάλει στις προθήκες του. Τα ντύσαμε με ωραία χαρτιά, βάλαμε γυαλιστερές φωτογραφίες και τα πουλήσαμε για λογοτεχνία.»

 

 «Παράδειγμα τρανό, ο Ναμπόκοφ. Με εξαίρεση τη δημοφιλέστατη Λολίτα, τα υπόλοιπα έργα του, όπως το αριστούργημά του «Ο αξιοπρεπής κύριος Πνιν» ή «η Χλωμή φωτιά»  δεν είχαν τύχη, κάτι που σημαίνει ότι το σκάνδαλο της Λολίτας και όχι η λογοτεχνική αξία τράβηξαν τους αναγνώστες-καταναλωτές.»

 

…Τάδε έφη πληγωμένος βιβλιοπώλης.

Για κάποιο λόγο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει χωρίσει τα βιβλία σε δυο κατηγορίες: Στα «γυναικεία» ή «βιβλία παραλίας» και …σε όλα τα άλλα. Για κάποιον επίσης άλλο λόγο, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό αποτελείται κυρίως από γυναίκες.

Το κακό είναι πως αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες δε διαβάζουν βιβλία από τη μια και από την άλλη οι γυναίκες πιστεύουν πως τα βιβλία είναι Δημουλιδικά, του στυλ 50 αποχρώσεις του γκρι, ή …η βαριά κουλτούρα. Στη μέση το χάος και όλοι οι υπόλοιποι αναγνώστες που ψάχνουν το κάτι άλλο (αλλά δεν ξέρουν τι, και πώς να το βρουν μέσα σε αυτή την κατάσταση;).

Τι διάολο συμβαίνει με το βιβλίο στην Ελλάδα; Νομίζω πως έχω ξανακάνει αυτή την ερώτηση!

Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσω και κάτι. Δεν αντιπροσωπεύω αναγνωστικά κανένα είδος βιβλίου. Δεν έχω αδυναμίες ή προτιμήσεις σε κάποιο είδος. Θεωρώ όμως πως και η βιβλιομανία, βιβλιολατρεία, βιβλιοφαγία, όπως θέλετε πέστε το- είναι ένα ταξίδι που μπορεί να μην έχει τέλος, αλλά έχει σίγουρα μια αρχή και μια πορεία. Έτσι μπορώ να πω πως έχω κλείσει κάποιους κύκλους- κι ένας από αυτούς είναι η «γυναικεία», «ελαφριά» λογοτεχνία ή αλλιώς «βιβλία παραλίας». Δεν έχουν να μου προσφέρουν τίποτα πια, από τότε που ήμουν 18-20 χρονών. Τότε τα ζητούσα. Τα έβρισκα ενδιαφέροντα και ωραία και καταπληκτικά. Αλλά τότε ήμουν Rookie Reader και μόλις είχα βγει από την εφηβεία, γαμώτο. Και δε μεγάλωσα σε σπίτι με βιβλιοθήκη. Το θέμα είναι πάντα να προχωράμε μπροστά, δεν είναι;

Όταν πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία, είτε πρόκειται για μεγαλοκαταστήματα αλυσίδας, είτε για τα βιβλιοπωλεία της γειτονιάς, παρατηρώ πως όλα είναι στημένα κατά τον ίδιο τρόπο. Για να βρω αυτό που ψάχνω, πρέπει να χωθώ μέσα- μέσα στα πίσω- πίσω ράφια, εκεί που δεν ξεσκονίζει κανείς και τις περισσότερες φορές όταν πηγαίνω στο ταμείο με ρωτάνε «Ποιος διαβάζει στο σπίτι;» λες και μοιάζω με δεκαπεντάχρονο- που δε μοιάζω και δεν είμαι, λες και σίγουρα κάποιος άλλος, κάποιος μεγάλος σε ηλικία (;) διαβάζει στο σπίτι, πάντως σίγουρα όχι εγώ, μια ταλαίπωρη μαμά με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και δυο νήπια σε κάθε μασχάλη, που σίγουρα χρειάζεται και βάψιμο ρίζας.

Την πρώτη φορά που με ρώτησε βιβλιοπώλης κάτι τέτοιο, κώλωσα κι έξυσα την κεφάλα μου με απορία. «Εγώ…»; απάντησα και το ερωτηματικό έμεινε μετέωρο. Ύστερα είδα το βιβλιοπώλη να κωλώνει με την απάντησή μου. Τι είχα αγοράσει; Τρία βιβλία από τη «Συλλογή Βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας». Εδώ πρέπει να πω πως αυτή η σειρά πρωτοκυκλοφόρησε μέσα στο 2010 με τιμή 5,90 το κάθε βιβλίο και πέντε χρόνια αργότερα, έχουν βγει στο σφυρί με 3 ευρώ έκαστος. Να ακόμα 24 βιβλία για τη λίστα. Δεν πουλάνε.

Για σκεφτείτε το λίγο, είμαστε σε μια φάση όπου οι βιβλιοπώλες κοιτούν αναγνώστες που ΔΕΝ διαβάζουν Δημουλίδου ή Ελ. Τζέημς σα να είναι από άλλο κόσμο, άλλο πλανήτη. Αυτό από μόνο του λέει πολλά.

Πάμε και μια βόλτα στα Social Media τώρα. Στον ελληνικό κόσμο του FB υπάρχουν ομάδες βιβλιόφιλων. Στις περισσότερες από αυτές, τα μέλη ξεπερνούν τις 10.000 (σε όλες τις ομάδες είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι, βέβαια). Έχοντας περάσει από όλες για αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να καταλάβω προς τα πού κινούνται …έφυγα τρέχοντας.

Μέσα σε 10, 15 χιλιάδες μέλη μιας ομάδας βιβλιοφάγων όπου γίνονται αναρτήσεις με προτάσεις ή απόψεις για βιβλία κάθε 1 τουλάχιστον λεπτό, τα βιβλία που πέφτουν είναι: 50 αποχρώσεις του γκρι, οποιοδήποτε βιβλίο της Δημουλίδου, Γκρέι, οποιοδήποτε βιβλίο της Μαντά, 50 αποχρώσεις του γκρι, οποιοδήποτε βιβλίο της Δημουλίδου, 80 ημέρες κόκκινο, κίτρινο, ροζ, Μαντά, Γκρέι και πάει λέγοντας.

Αναρτήσεις βιβλίων οποιουδήποτε άλλου είδους (και σημασίας), περνάνε στο ντούκου και κατευθείαν στον πάτο, απαρατήρητα, ασχολίαστα και μόνα.

Μέσα σε 10, 15 χιλιάδες μέλη μιας ομάδας βιβλιοφάγων, αυτό που επικρατεί είναι διαδικτυακά φλερτ μεταξύ ευκολοχώνευτων συγγραφέων και αναγνωστών που εκπροσωπούν τη μέση Ελληνίδα νοικοκυρά η οποία ψάχνει λίγο φως στο σκοτάδι της καθημερινότητάς της κι ευκαιρίες να φρεσκαριστεί για να ανταλλάξει μερικές κουβέντες με κάποιο πρόσωπο που θα της δώσει (ψεύτικη) σημασία. Λυπάμαι. Δεν τα βάζω με τις γυναίκες εδώ. Αλλά εξοργίζομαι με τους «συγγραφείς». Γιατί κανείς τους δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις γυναίκες, που καλώς ή κακώς -κακώς- αποτελούν το 90% των εισπράξεων.

Γιατί το λέω αυτό; Γιατί κάθε φορά που βρίσκεται άνθρωπος να πει ανοιχτά σε κάποια από αυτές τις ομάδες ότι το χ-ψ βιβλίο του/της τάδε ΔΕΝ του άρεσε (πού να άνοιγε και κανέναν οχετό δηλαδή), τον διαγράφουν από παντού: Ο θιγμένος συγγραφέας από φίλο, η ομάδα από μέλος, η ανάρτηση ή το σχόλιο από τον τοίχο. Δηλαδή, σίριουσλι; Ρε κομπλεξάρες;

Δε φτάνει που πουλάτε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, δε δέχεστε και καμία άποψη πέραν της παραδοχής του αριστουργήματος που γράψατε. Να σας πω; Αυτό είναι το κοινό σας. Το αν θα έπρεπε αυτό το κοινό να είναι μικρότερο αριθμητικά είναι ένα θέμα, αλλά είναι άλλο θέμα, και προς το παρόν αυτό είναι. Αυτό το κοινό σας πληρώνει.

Είμαι έξαλλη με την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του βιβλίου. Οι 9 στους 10 συγγραφείς δεν ξέρουν να γράφουν. Δε με νοιάζει το ΤΙ γράφουν. Είμαι ευκολόπιστος άνθρωπος. Πιστεύω και σε ιπτάμενες σκούπες και σε μαγικά χαλιά και στις desperate housewives και ότι ο Έλβις ζει. Αυτό που με νοιάζει και με τρελαίνει είναι πως αυτοί οι συγγραφείς ΔΕΝ ξέρουν να γράφουν. Και δεν είμαι φιλόλογος το κέρατό μου, μόνο εγώ βλέπω «φαντάσματα;»

Δεν ξέρουν να γράφουν. Δε γράφουν σωστά ελληνικά. Δεν ξέρουν σωστά ελληνικά. Δεν το βλέπω μόνο στα βιβλία τους, το βλέπω και στις προσωπικές σελίδες και στα προφίλ τους. Ασύντακτα, ανορθόγραφα στάτους και καρακατινίστικα σχόλια, γλοιώδεις κουβέντες που το λιγότερο που κάνουν είναι να θεωρούν τους αναγνώστες ηλίθιους. Αυτή η αλαζονεία και η ξιπασιά με τρελαίνει.

Κι υποτίθεται πως τα βιβλία στην Ελλάδα (σύμφωνα με τα λόγια κάποιων γνωστών εκδοτών) είναι τόσο ακριβά, γιατί τα έξοδα είναι πολλά και μεγάλα κι ένα από αυτά τα σημαντικά έξοδα είναι και η επιμέλεια των βιβλίων. Εάν λοιπόν εγώ διαβάζω το «αριστούργημα της χρονιάς» και έχω την εντύπωση πως το έγραψε δεκάχρονο, κι αυτό είναι το αποτέλεσμα της επιμέλειας που διοχετεύεται σε μένα, που αντιπροσωπεύω το μέσο Έλληνα, άφραγκο αναγνώστη που ΔΕΝ του περισσεύουν με την καμία 16-20 ευρώ, τότε κάτι είναι πολύ λάθος με την πάρτη μας. Πολύ όμως.

Απευθυνόμενη λοιπόν σε όλους αυτούς τους καινούργιους, ξιπασμένους διάττοντες αστέρες, που θρασύτατα θεωρούν πως έγραψαν ΤΟ αριστούργημα και διαγράφουν σχόλια, αναρτήσεις και ανθρώπους που έχουν διαφορετική άποψη, σας ρωτώ: Τι νομίζετε ότι πουλάτε;

Μπανάνες, που τις βλέπω και τις μυρίζω και ξέρω αν είναι καλές για να τις αγοράσω;

Ρούχα, που τα δοκιμάζω αν μου κάνουν, αν μου πάνε, αν μου αρέσουν;

Τι πουλάτε εκτός από αέρα κοπανιστό, ηλίθιοι;

Ένα ορθογώνιο «κουτί» πουλάτε, με μια φωτογραφία και τίτλο μπροστά, με πέντε αράδες από πίσω, και αυτό είναι ό,τι έχετε για να με πείσετε πως το 20άρι μου ΔΕ θα πάει χαμένο. Τα υπόλοιπα που κρύβονται ανάμεσα, εγώ, εμείς οι αναγνώστες, ΔΕΝ τα βλέπουμε. Πρέπει ΠΡΩΤΑ να πληρώσουμε και ΜΕΤΑ να δούμε αν αυτό που αγοράσαμε άξιζε ή όχι τον κόπο.

Οπότε κάντε μου τη χάρη. Σεβαστείτε τους αναγνώστες. Το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε σε πρώτη φάση για να δείξετε σημάδια σεβασμού, είναι να βελτιωθείτε. Challenge yourselves. Γράψτε καλύτερα. Γράψτε σωστά. Το γράψιμο είναι τέχνη. Και κόφτε τις παρτίδες με τους αναγνώστες και τις λυκοφιλίες.

Κερδίστε τους με τα βιβλία σας.


& Εκείνος

Στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές του ‘80 στην Ελλάδα, που θυμάμαι εγώ, ένα αξιοπρεπές βιβλιοπωλείο – ακόμα και χαρτοπωλείο – δεν δικαιολογείτο να μην έχει στη βιτρίνα του Καζαντζάκη και Λουντέμη. Βιβλία με τίτλους όπως: «το αλλήθωρο μάτι του βορειά» ή «πόσο κοστίζει το χαλάζι» υπήρχαν στα περίπτερα ή στα πρακτορεία τύπου για την επαρχία και πίσω από τα μίκυ μάους. Μάλιστα, κατά τη σημειολογία της εποχής, όπως όλες οι οδοντόπαστες λεγόντουσαν κολινός, έτσι κι αυτά τα βιβλία – για ρομαντικές έφηβες – λεγόντουσαν άρλεκιν και τα αστυνομικά, βιπεράκια. Ήταν στη τιμή φτηνά, τις περισσότερες φορές κακομεταφρασμένα – αν ήταν ξένα – ή κακοδιορθωμένα, με μια άθλια φωτογραφία για εξώφυλλο και τυπωμένα σε χαρτί εφημερίδας. Λόγω ακριβώς της τιμής και της ποιότητας είναι που πήραν και το όνομα «βιβλία παραλίας». Γιατί δεν σε πολυενδιέφερε αν θα τσακίσουν, αν θα στραβώσουν, τα ξεχάσεις, λερωθούν η ακόμα κι αν δεν τα τελειώσεις. Υπήρχαν για να σου κρατήσουν παρέα στιγμές που ήθελες να διαβάσεις κάτι χωρίς να σε προβληματίζει. Όπως όταν είσαι στη παραλία. Ήταν η επιλογή μεταξύ διαβάζω το φαντάζιο, κοσμοπόλιταν ή ένα άρλεκιν. Κάπως έτσι.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε κοινό για να τα διαβάσει ή και κάποιοι πολύ φανατικοί αναγνώστες τους. Μάλιστα υπήρχαν και κάποιοι που τα μάζευαν. Τέλος υπήρχαν και συγγραφείς που τα έγραφαν. Βλέπετε ήταν η αρπαχτή του βιβλίου. Ευκολάκι. Κορίτσι ερωτεύεται αγόρι και υπάρχει και η άλλη με τα λεφτά. Κάτι σαν τις βιντεοταινίες του ’80. Κάθε δεύτερη βδομάδα και βιβλίο, τέτοια παραγωγή. Για να φανταστείτε πολλοί συγγραφείς πληρωνόντουσαν με τον αριθμό των σελίδων που είχαν γράψει. Αλλά κάτι ακόμα με αυτούς τους συγγραφείς, – που κάποιοι μπορεί να ήταν και γνωστοί ή να έγιναν αργότερα γνωστοί, και το κάνανε από ανάγκη – πολύ σπάνια (μάλλον ποτέ) υπογράφανε με το πραγματικό τους όνομα. Κάποιοι μάλιστα στην Ελλάδα, είχαν υιοθετήσει αγγλόφωνα ονόματα και ήταν το μεγάλο τους μυστικό, ότι γράφανε αρλεκιν και βιπεράκια. Όσο για τους εκδότες, ήξεραν ότι δεν ήταν και για να το καμαρώνουν, αλλά ήταν τα λεφτά καλά, οπότε έφτιαχναν μια θυγατρική με ονόματα όπως εκδόσεις «καίγομαι» και έκαναν τους αδιάφορους όταν τους ρωτούσαν αν είναι δικά τους. Έτσι κι αλλιώς αυτά πηγαίναν στα περίπτερα, δεν μπερδευόντουσαν με αυτά που ήταν περήφανοι.

Όλοι μας έχουμε διαβάσει κάποια στιγμή ένα βιπεράκι ή ένα άρλεκιν και θα ήταν υποκρισία να μη το παραδεχτούμε. Απλά δεν το διαλαλούμε κι όλας. Είπαμε, η θέση τους ήταν πίσω από τα μίκυ μάους (πάλι κατά το κολινός) σε περίπτερα και πρακτορεία τύπου και ήταν ενδεικτικό της εκτίμησης που προκαλούσαν. Μετά ήταν και κάτι άλλο που κι αυτό έχει τη σημειολογία του. Μέχρι το ‘80, που θυμάμαι εγώ τουλάχιστον, ήταν σημαντικό σε κάθε σπίτι με παιδί να υπάρχει εγκυκλοπαίδεια. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις σε σπίτι του ‘60 ή του ‘70 και να μην έχουν τον «Ήλιο», η ελληνική εγκυκλοπαίδεια σταθμός. Και μαζί με τον «Ήλιο» ερχόταν και ο «Θαυμαστός κόσμος των ζώων», άντε κανένας Κουστώ και φυσικά ο Λουντέμης, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης. Και μπορεί οι γονείς να μην είχαν διαβάσει ποτέ Παπαδιαμάντη αλλά το είχαν μαράζι «να σε δω μια φορά να πιάσεις και τον Παπαδιαμάντη που σου έχω πάρει, τούβλο.» Βλέπετε ο Παπαδιαμάντης ήταν μέσα στο σπίτι για να βοηθήσει το παιδί να μην γίνει τούβλο, να μορφωθεί. Ακόμα και οι πιο αμόρφωτοι καταλάβαιναν το ρόλο του βιβλίου, του καλού βιβλίου. Λίγο από ένστικτο, λίγο γιατί είχαν ακούσει κάπου για το ποιο είναι καλό βιβλίο από το σπίτι δεν έλειπε. Και σας βεβαιώ ποτέ κανένας – όσο φτωχή κι αν ήταν η μόρφωση του – δεν θα πρότεινε στο παιδί του να διαβάσει άρλεκιν ή βιπεράκι. Ήταν μια κατηγορία κάτω από τα μίκυ μάους.

Όταν η νονά ερχόταν το Πάσχα, μαζί με τη λαμπάδα και τα παπούτσια έφερνε πάντα κι ένα βιβλίο. Τα Χριστούγεννα ήταν παιχνίδι αλλά το Πάσχα ήταν πάντα βιβλίο, και μη μου πείτε ότι αυτά συμβαίναν μόνο σε μένα. Και φυσικά η νονά δεν θα έπαιρνε ποτέ για δώρο στο βαφτιστήρι ένα άρλεκιν ή ένα βιπεράκι. Θα έπαιρνε ένα καλό βιβλίο για να μορφωθεί το πνευματικό της παιδί. Για να μη ξεχνάμε τα γενέθλια που από μια ηλικία και ύστερα αν δεν ήταν λεφτά ή ρούχα ήταν σίγουρα βιβλίο. Ένα καλό βιβλίο. Βλέπετε που όλα μαζί, όταν τα βάζεις το ένα δίπλα στο άλλο είναι σαν να φτιάχνεις ένα παζλ που δείχνει πολλά πράγματα.

Το πρώτο που δείχνει είναι ότι η εκπαίδευση στο καλό βιβλίο ξεκινούσε μέσα στο σπίτι. Το καλό βιβλίο ψυχαγωγούσε, ταξίδευε και μόρφωνε. Δεν σε έκανε «τούβλο» όπως τα μίκυ μάους και τα βιπεράκια με τα άρλεκιν. Και ναι, Καζαντζάκη, Λουντέμη και Παπαδιαμάντη ξέρανε κι αυτόν αγοράζανε αλλά μετά έμπαινε και ο Βερν στο σπίτι, έμπαινε και ο Δουμάς με τους τρεις σωματοφύλακες και κάποια στιγμή πήγαινε το παιδί στο βιβλιοπωλείο κι έβλεπε στη βιτρίνα ένα βιβλίο δίπλα στο Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη που ήδη είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη του και θα το ήθελε. Κι όταν μεγάλωνε αυτό θα επεκτεινόταν ακόμα πιο πολύ. Και τι όμορφη η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ε; Ή του Καζαντζάκη; Να τους διαβάζεις και να θες να γράψεις δικές σου ιστορίες. Ένα δικό σου καπετάν Μιχάλη.

Αλλά με τον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη στη βιτρίνα φτάσαμε στο δεύτερο σημείο της εκπαίδευσης του αναγνώστη. Στους βιβλιοπώλες. Στο βιβλιοπώλη που θα σου έλεγε, να διαβάσεις Καμύ, θα σου αρέσει. Πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσεις Σολζενίτσιν, «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Αυτή είναι προσωπική ανάμνηση. Ούτε τον Ιβάν ήξερα, ούτε τον κύριο Σολζενίτσιν. Ο κυρ-Αλέκος μου τους γνώρισε στο μικρό βιβλιοπωλείο του ένα χρόνο μετά τη πτώση της δικτατορίας. Δεν ξέρω πόσα οφείλω στον κυρ-Αλέκο και οικονομικά, γιατί πάντα μου έκανε μια καλή έκπτωση, αλλά αυτός με έμαθε όσα δεν μπορούσαν οι άλλοι. Με εκπαίδευε κι αυτός. Όπως όλοι οι βιβλιοπώληδες εκπαίδευαν. Γιατί δεν πουλούσαν μόνο βιβλία, αγαπούσαν το καλό βιβλίο και ήθελαν να μοιραστούν αυτή την αγάπη τους.

Αλλά κι αυτοί είχαν κάποιον να τους φυλάει από τις κακοτοπιές. Τους εκδότες. Έπιανες βιβλίο από τις εκδόσεις «Εστία» και πριν το ανοίξεις το χάιδευες. Κοίταζες το εξώφυλλο και προσπαθούσες να μαντέψεις την ιστορία χιλιάδων λέξεων που σου έλεγε η εικόνα. Ένιωθες τη μυρωδιά από το μελάνι και το χαρτί, τα δε γράμματα από μόνα τους σε παρακαλούσαν να διαβάσεις. Στο οπισθόφυλλο μια πρόταση, παρμένη από το βιβλίο. Μια πρόταση μαγική που σε προκαλούσε, σε ιντριγκάριζε. Τα στοιχεία της έκδοσης, μερικές φορές λίγα λόγια για το συγγραφέα ή τον μεταφραστή. Αυτή ήταν και η προώθηση του βιβλίου. Η μια πρόταση. Η πρόταση που σε έκανε να σκεφτείς και να θέλεις να διαβάσεις κι όλες τις υπόλοιπες.

Σήμερα; Θα ξεκινήσω ανάποδα. Από τη προώθηση ενός σύγχρονου βιβλίου που χτυπάει βιτρίνες των Ελληνικών βιβλιοπωλείων. «Το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως πιάνει τον παλμό της σημερινής καθημερινότητας, που κάθε άλλο παρά ανθρώπινη είναι ορισμένες φορές. Ένα βιβλίο για την διαφορετικότητα και τα πολλά Αν της ζωής, μέσα από τον έρωτα μιας Τουρκάλας υπηρέτριας και ενός Έλληνα μεγιστάνα. Η ιστορία του Ιάκωβου με τις δυσκολίες της, αλλά και τις όμορφες καταστάσεις της, μας κάνει ν’ αναρωτηθούμε όπως άλλωστε και εκείνος στην σελίδα ΧΧΧ: ‘Ναι, ξέρουμε πολύ λίγο τους ανθρώπους, τόσο λίγο που πολλές φορές δεν αναγνωρίζουμε ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό.’» Ακόμα τρέμω που το διαβάζω. Λυπάμαι αλλά για όσους καταλάβατε λάθος, όχι δεν είναι έκθεση ιδεών οκτάχρονης.

Αυτή η παράγραφος μόνη της, δίνει όλη την εικόνα του βιβλίου αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Κάποιος που νοίκιαζε βιντεοταινίες με τον Ψάλτη τη δεκαετία του 80, την έχει δει σήμερα εκδότης, βρήκε και την μωρή Τσουλίδου, δολοφόνο της ελληνικής γλώσσας και πάσης εννοιολογίας (πιάνει τον παλμό της σημερινής καθημερινότητας … μέσα από τον έρωτα μιας Τουρκάλας υπηρέτριας και ενός Έλληνα μεγιστάνα), παγιδεύουν τον βιβλιοπώλη μέσα στη γενικότερη οικονομική κρίση και εκπαιδεύουν τον Έλληνα στη μωρία. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχει στηθεί ένα ολόκληρο καρτέλ από σουπερμαρκετάδες «εκδότες», τέως διανομείς βιντεοκασετών του Ψάλτη και τώρα «βιβλίων» με life style αερο-σερβιτόρες που δυσκολεύονται να γράψουν και το όνομα τους για να εκπαιδεύσουν ένα λαό στο διάβασμα με ένα και μόνο στόχο, το άμεσο προσωπικό τους (οικονομικό) κέρδος, μιας και ελέγχουν με μεθόδους καρτέλ τις τιμές και την διακίνηση των βιβλίων. Μάλιστα, για να πετύχουν το σκοπό τους και με μεθόδους χρυσαυγήτικους, έχουν μπει για τα καλά στα ιντερνετικά κοινωνικά δίκτυα με λακέδες και δουλικά κάθε μορφής. Στη μέση φυσικά οι σωστοί βιβλιοπώλες, γιατί υπάρχουν κι αυτοί αλλά και κάπως πρέπει να ζήσουν και οι εποχές μας δεν αντέχουν και την πολύ πίεση. Και δυστυχώς τα πραγματικά συγγραφικά ταλέντα που είναι πολλά αλλά χάνονται στη ποδιά της κάθε Τσουλίδου που «πουλάει» με τους χάρτινους δονητές της για ανέραστες πενηντάρες. Γι’ αυτό κάποτε αυτά τα βιβλία ήταν πίσω από τα μίκυ μάους. Όπως κάποιες ταινίες στα βιντεοκλάμπ ήταν σε ράφια κρυμμένα γιατί ντρεπόταν για την ύπαρξη τους ακόμα και ο βιντεάς. Σήμερα έχουν πετάξει τον Παπαδιαμάντη και είναι βιτρίνα και μάλιστα σε τιμές …υψηλότερες του Παπαδιαμάντη.

Αλλά δεν φταίνε μόνο αυτοί. Όταν στο σπίτι η εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος» έχει αντικατασταθεί από την Ελένη Μενεγάκη το πρωί και με τον Κωστόπουλο το βράδυ, τι απαιτήσεις να έχεις. Κι όταν το δώρο έχει γίνει γκατζετάκι για να βλέπει το παιδί πιο καλά βίντεο με τον Ρουβά στο ίντερνετ ή το καινούργιο σούπερ ντούπερ τηλέφωνο, τότε σηκώνεις τα χέρια.

Ποια είναι η λύση; Εμείς είμαστε η λύση. Οι αναγνώστες και μην υποτιμάτε τη δύναμη που έχουμε. Εμείς έχουμε τη δύναμη και να ρίξουμε τη κάθε Τσουλίδου και να εκπαιδεύσουμε. Αυτό που πονάει την κάθε Τσουλίδου και τον κάθε νταβατζή της σουπερμαρκετά εκδότη, είναι το πορτοφόλι τους. Όσοι αγαπάτε το καλό βιβλίο δεν έχετε παρά να δείξετε και στους άλλους που θα το βρουν, να τους εκπαιδεύσετε. Σιγά-σιγά. Σταματήστε να φοβάστε τον μπούλιγκ όλων αυτών των Τσουλίδων και των νταβατζήδων τους. Αυτοί σας έχουν ανάγκη κι όχι εσείς αυτούς. Και ξέρετε, σε αυτό θα βρείτε γρήγορα συμμάχους, τους βιβλιοπώλες που οι περισσότεροι αγαπούν το βιβλίο. Απατήστε το καλό βιβλίο, επιβάλετε το καλό βιβλίο και μάθετε και τους άλλους να αναζητούν το καλό βιβλίο. Να κρίνουν! Και το καλό βιβλίο πρέπει να ψυχαγωγεί, να ταξιδεύει και πάνω από όλα να μορφώνει!



Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & εκείνος με βιβλία, εκδόσεις και συγγραφείς

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη & Εκείνος σήμερα αποφάσισαν να πάνε βιβλιοπωλείο και τα πιάσανε όλα τα θέματα μαζεμένα, ή τουλάχιστον κάνανε την αρχή γιατί το θέμα βιβλίο στην Ελλάδα είναι μεγάλο και ένα άρθρο δεν θα φτάσει για να καλύψει τόσες πληγές.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο