Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα από τα εκατοντάδες τηλεφωνήματα που έχετε δεχτεί για να σας πουλήσουν από ασφάλειες μέχρι φαγητά και ρεύμα. Σε πόσα από αυτά πιστεύετε ότι είχαν βρει το τηλέφωνό σας με νόμιμο τρόπο; Πόσες φορές προεκλογικά σας έχουν πάρει τηλέφωνο από κάποιο πολιτικό γραφείο ενώ όχι μόνο δεν γνωρίζετε τον πολιτευτή, αλλά δεν πρόκειται ούτε καν να ψηφίσετε το συγκεκριμένο κόμμα; Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις κάποιος έχει χρησιμοποιήσει στοιχεία σας –στην προκειμένη περίπτωση τον αριθμό τηλεφώνου και ίσως το όνομά σας-χωρίς να έχετε δώσει την άδεια και χωρίς να τα έχει αποκτήσει με νόμιμο τρόπο. Και πάλι όμως, το facebook είναι κάτι το διαφορετικό από τη μέση αγοραπωλησία στοιχείων.
Θυμάμαι κάπου είχα διαβάσει ότι αν κάποιος μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στο να διαβάσει κάθε σκέψη μας για ένα λεπτό ή να έχει απεριόριστη πρόσβαση στο Smartphone μας, τότε θα μάθαινε υπερβολικά περισσότερα πράγματα για εμάς από τα δεδομένα του κινητού μας. Πότε μιλήσαμε, με ποιόν, τι είπαμε, πώς σχολιάσαμε στους φίλους μας τις συζητήσεις που είχαμε με άλλα άτομα, ποιους αριθούς έχουμε αποθηκευμένους και με ποια ονόματα, και όλα αυτά μόνο με βάση τις κλήσεις και τα μηνύματά μας. Αν συνυπολογίσεις τις εφαρμογές που κατεβάζεις, ποιες τελικά χρησιμοποιείς και πώς, τις φωτογραφίες που βγάζεις και αυτές που αποθηκεύεις επειδή στις έστειλαν ή τις βρήκες ψάχνοντας στο ίντερνετ και απλά σου άρεσαν, τότε φτιάχνεις ένα πλήρες προφίλ του ανθρώπου, το οποίο δεν θα μπορούσες να φτιάξεις αν γνώριζες τις σκέψεις του για ένα λεπτό. Το κινητό μας τηλέφωνο έχει γίνει κάτι πολύ πιο προσωπικό από τις ίδιες μας τις σκέψεις.
Κάπως έτσι είναι και ο λογαριασμός του Facebook. Αν υπήρχε απεριόριστη πρόσβαση, τότε ένας υπολογιστής με τα δεδομένα που θα είχε θα μπορούσε να σχηματίσει ένα προφίλ πολύ πιο λεπτομερές από αυτό που θα σχημάτιζε ο καλύτερος ψυχολόγος. Στην περίπτωση της Cambridge Analytica, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολύ λιγότερα: ήταν τα likes του χρήστη σε αναρτήσεις και σε σελίδες. Τι σημαίνει αυτό όμως για μια εταιρεία που ήθελε να κάνει προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ;
Αν ήμουν στη θέση της Cambridge Analytica, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να δω ποιοι έχουν κάνει “like” στις σελίδες ή σε αναρτήσεις του διαφημιζόμενού μου, στην προκειμένη περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ. Βλέποντας όλους αυτούς, τους κατατάσσουμε σε κατηγορίες με βάση το ιντερνετικό τους προφίλ. Κάνουν like σε ανορθόγραφες αναρτήσεις που τελειώνουν σε πολλά θαυμαστικά και σε εκφράσεις τύπου «ΚΡΕΜΑΛΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ»; Να μία κατηγορία. Κάνουν like σε αναρτήσεις ρατσιστικών οργανώσεων τύπου ΚΚΚ; Να άλλη μία. Κάνουν like σε σελίδες ΜΜΕ με θεωρίες συνωμοσίας και με μικρή ή μηδενική φερεγγυότητα; Να μια τρίτη κατηγορία.
Αφού λοιπόν μάθουμε ποιο είναι το δυνατό κοινό του υποψηφίου σε κάθε πολιτεία (και μη ξεχνάτε ότι τότε ήταν οι εσωκομματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα, όχι ακόμα οι εθνικές τους, οπότε το κόμμα τους είχε χωριστεί σε καμια δεκαριά διαφορετικά στρατόπεδα), φροντίζουμε να πλησιάσουμε αυτό το κοινό με τον τρόπο επιλογής του: τις ιστοσελίδες συνωμοσιολογίας, τις ρατσιστικές οργανώσεις, ακόμα και τα μεμονωμένα άτομα που έχουν μεγάλο κοινό που τους παρακολουθεί παρά τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη τους. Όταν όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι έψαχναν υποστηρικτές ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ήδη βρει φανατικούς υποστηρικτές σε κάθε πολιτεία.
Μπορεί να θαυμάζετε ή να ανατριχιάζετε από αηδία με την επικοινωνιακή στρατηγική του τωρινού Προέδρου των ΗΠΑ. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι είναι αποτελεσματική και ότι δεν είναι κάτι το καινούριο: και ο προηγούμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Μπαράκ Ομπάμα, είχε κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τι ήταν όμως τόσο διαφορετικό ανάμεσα στις δύο προεκλογικές εκστρατείες που χρησιμοποίησαν τα στοιχεία των Αμερικανών πολιτών ώστε τη μία φορά η προεκλογική εκστρατεία έγινε παγκόσμιο παράδειγμα και την άλλη παγκόσμιο σκάνδαλο; Η απάντηση είναι απλή: η άδεια χρήσης των προσωπικών στοιχείων.
Στην περίπτωση του Μπαράκ Ομπάμα είχε προηγουμένως πάντα προηγηθεί ενημέρωση για το που θα χρησιμοποιηθούν τα συγκεκριμένα στοιχεία και είχε ζητηθεί η άδεια του κατόχου τους. Στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ και της Cambridge Analytica, όχι μόνο δεν ενημέρωσαν τους χρήστες της εφαρμογής για το πώς θα χρησιμοποιηθούν, αλλά μέσω της εφαρμογής αποκτήθηκε και πρόσβαση στους λογαριασμούς των φίλων των χρηστών της εφαρμογής. Έτσι, ενώ περίπου 250.000 άτομα κατέβασαν και χρησιμοποίησαν την εφαρμογή της Cambridge Analytica, τα δεδομένα που συλλέχτηκαν ανήκαν σε 50 εκατομμύρια ανυποψίαστους χρήστες.
Τι έκανε για όλα αυτά το Facebook; Μόλις έμαθε (το 2015) για τη συλλογή όλων αυτών των στοιχείων από την Cambridge Analytica, διαπίστωσε ότι… δεν παραβιάστηκαν οι κανόνες του! Παρακάλεσε λοιπόν απλά την Cambridge Analytica να διαγράψει τα στοιχεία και τέλος. Τρία χρόνια μετά, μπορεί να άλλαξαν οι κανόνες λειτουργίας του και να είναι πλέον αδύνατο να αντλήσεις δεδομένα μέσω των φίλων ενός χρήστη, αλλά η απάθεια του δημοφιλέστερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης ήταν απλά συγκλονιστική. Όταν κατάλαβαν το μέγεθος της γκάφας, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ άρχισε να βγαίνει σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε ολοσέλιδες καταχωρήσεις σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας όπως οι NY Times και να ζητάει συγγνώμη. Τι άλλαξε; Τίποτα. Όλοι ήδη γνωρίζαμε ότι πλατφόρμες όπως το YouTube, το Instagram και ειδικά το Facebook αυτό που εμπορεύονται είναι η πρόσβαση στους χρήστες τους. Μπορεί σε περιπτώσεις όπως στο YouTube να υπάρχει κάποιος ζωντανός διάλογος με τους χρήστες σχετικά με τις πολιτικές χρήσης, αλλά ειδικά στο Facebook η πολυπλοκότητα, η απίστευτη εσωτερική του γραφειοκρατεία και η πληθώρα των δεδομένων του δημοφιλούς μέσου το κάνει κάτι πραγματικά τρομαχτικό.
Μπορεί να σκέφτεστε «λογικό είναι, αυτοί είναι οι καιροί μας και άλλωστε δεν περίμενες κάτι διαφορετικό από τέτοιες απρόσωπες εταιρείες κολοσσούς», αλλά αυτό είναι μία πολύ λάθος σκέψη. Μπορεί να είναι κολοσσοί και να έχουν ταυτιστεί με το ίντερνετ, αλλά από άποψη τεχνολογίας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις μπήκαν στην εφηβεία τους. Δείτε τις εταιρείες που προϋπήρχαν και θα καταλάβετε την διαφορά. Υπήρχε ποτέ περίπτωση η Microsoft ή η Apple να δείξουν τέτοια απάθεια;
Μπορεί να έχετε ξεχάσει την τρομοκρατική επίθεση στο Σαν Μπερναντίνο των ΗΠΑ. Οι δράστες της επίθεσης προτού σκοτωθούν από την αστυνομία είχαν καταστρέψει τα κινητά τους τηλέφωνα, εκτός από ένα επαγγελματικό iPhone 5C. Το FBI απαίτησε από την Apple να ξεκλειδώσει το κινητό (ήταν κλειδωμένο με τον κλασσικό τετραψήφιο κωδικό), ώστε να ερευνήσει για άλλες επαφές και πιθανούς άλλους τρομοκράτες εντός των ΗΠΑ. Η Apple απλά αρνήθηκε. Το FBI ξεκαθάρισε ότι έχουν μόνο 10 προσπάθειες και ότι μετά το κινητό θα διέγραφε από μόνο του όλα τα δεδομένα του. Η Apple συνέχισε να αρνείται, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μία απίστευτη δημόσια διαμάχη, με το FBI να κατηγορεί τον κολοσσό ότι καλύπτει τους τρομοκράτες –και μπορείτε απλά να φανταστείτε τι σημαίνει αυτό από άποψη πωλήσεων και δημοφιλίας στις ΗΠΑ!
Η λογική όμως της Apple ήταν η σωστή. Δεν υπήρχε λογισμικό που να «σπάει» κωδικούς των κινητών της. Μπορούσε να διαθέσει χρόνο για να φτιάξει το συγκεκριμένο λογισμικό, αλλά θα υπήρχε μετά ένα τεράστιο πρόβλημα: όλοι θα γνώριζαν ότι έχει στα χέρια της το συγκεκριμένο λογισμικό. Γιατί λοιπόν να αρκεστεί η δικαιοσύνη των ΗΠΑ στο να διατάξει να ανοιχτεί το κινητό ενός τρομοκράτη και να μη κάνει το ίδιο για κάποιον άλλο, π.χ. έναν μεγαλομαφιόζο ή έναν ναρκέμπορα ή, τελικά, έναν απλό κακοποιό ή κάποιον που δεν είναι κακοποιός αλλά υπάρχουν απλά αρκετές βάσιμες υποψίες. Θυμάστε το δίλημμα ανάμεσα στη σκέψη και το κινητό; Αυτή την αλήθεια, ότι το κινητό είναι κάτι πιο προσωπικό ακόμα και από τις ίδιες τις σκέψεις μας, διαπίστωσε η Apple και αρνήθηκε να συνεργαστεί με το FBI, έχοντας γιγαντιαίες επιπτώσεις στο προφίλ της. Γιατί το λογισμικό που θα δημιουργούσε για να σπάει τους κωδικούς των τηλεφώνων της, όση δημοκρατία και αν υπάρχει στις ΗΠΑ, είναι δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα έπεφτε στα χέρια κάποιων που, ίσως, είχαν στόχο την ίδια τη δημοκρατία και τις ελευθερίες των πολιτών.
Τι έγινε τελικά; Μία ημέρα πριν εκδικαστέι η υπόθεση της Apple το FBI ανακοίνωσε ότι βρήκε μέσω άλλης εταιρείας τρόπο να ξεκλειδώσει το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο και το θέμα τελείωσε όσο απότομα ξεκίνησε. Η Apple όμως μπόρεσε και κράτησε το κεφάλι ψηλά. Και πάλι, δεν λέω ότι είναι κάποια άγια εταιρεία, αλλά πρέπει να της αναγνωρίσουμε ότι την κρίσιμη στιγμή προτίμησε να υπερασπιστεί τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών της, σε αντίθεση με το Facebook.
Ίσως η Apple να πήρε αυτή την απόφαση επειδή το εμπόρευμά της είναι το κινητό ενώ στο Facebook εμπόρευμα είναι ο χρήστης του. Ίσως επειδή όντως πιστεύουν στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ίσως για επικοινωνιακούς λόγους (αν και δεν νομίζω). Όπως και να έχει, η Apple είχε κάποια κίνητρα να κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ το Facebook είχε εντονότατα κίνητρα για να κινηθεί προς τη λανθασμένη.
Πώς μπορούμε λοιπόν να δώσουμε κίνητρο στο Facebook αλλά και στους υπόλοιπους κολοσσούς του ίντερνετ –προφανές παράδειγμα είναι το Google- ώστε να προστατεύουν τα δεδομένα των χρηστών τους; Η μία λύση είναι να αποφασίσουμε όλοι μαζί να απέχουμε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά κάτι τέτοιο είναι καταδικασμένο σχεδόν από την αρχή. Σκεφτείτε αυτό το σκάνδαλο παγκοσμίων διαστάσεων και ρωτήστε τον διπλανό σας αν γνωρίζει τι είναι η Cambridge Analytica. Το πιθανότερο είναι ότι ούτε οι Αμερικάνοι θα θυμούνται σε 2-3 χρόνια. Η άλλη λύση είναι η ενεργή συμμετοχή μας στο να βρούμε τα παραθυράκια των κανονισμών, αλλά και πάλι, έχετε διαβάσει ποτέ τους όρους χρήσης του Facebook;
Η καλύτερη λύση λοιπόν είναι να βρούμε κάποιον αρκετά δυνατό ώστε να μπορεί να επιβάλλει αλλαγές στους όρους χρήσης του Facebook και του Google και ταυτόχρονα να μπορεί να τους τιμωρήσει σε περίπτωση παραβίασής τους. Με άλλα λόγια, να βρούμε έναν μπαμπούλα. Είμαστε από τους αρκετά τυχερούς, αφού έχουμε έναν από τους μεγαλύτερους μπαμπούλες στον κόσμο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει αρκετούς δικηγόρους για να εντοπίζει παραθυράκια αλλά και αρκετή δύναμη για να επιβάλλει όπου χρειαστεί τις απαραίτητες κυρώσεις.
Άρα, τελικά, το συμπέρασμα είναι ότι στις επόμενες ευρωεκλογές πρέπει να διαλέξουμε να μας αντιπροσωπεύουν ευρωβουλευτές που καταλαβαίνουν την κρισιμότητα αυτών των καταστάσεων, ακούν τους πολίτες που τους μεταφέρουν τα προβλήματά τους και, ταυτόχρονα, είναι πρόθυμοι να εναντιωθούν στις δυνατότερες εταιρείες της εποχής μας. Με άλλα λόγια, για ακόμα μία φορά το συμπέρασμα είναι ότι τα προβλήματά μας είναι πιο εύκολο να λυθούν αν ψηφίζουμε σωστά στις εκλογές. Μάλιστα, πάλι ανακάλυψα την Αμερική…
Υ.Γ. Έχετε παρατρήσει ότι σε διάφορες ιστοσελίδες παρουσιάζονται διαφημίσεις σχετικές με κάτι που ψάξατε πρόσφατα; Αυτές είναι διαφημίσεις του Google. Αν, για παράδειγμα, αρχίσετε να ψάχνετε μέρος για διακοπές, τότε θα αρχίσουν να εμφανίζονται στις ιστοσελίδες που επισκέπτεστε διαφημίσεις από αεροπορικές εταιρείες ή από ξενοδοχεία. Δεν πρέπει όμως εμείς να είμαστε υπηρέτες των διαφημίσεων, αλλά οι διαφημίσεις να εξυπηρετούν εμάς. Μπορείτε λοιπόν να αφιερώσετε λίγο χρόνο και να επισκευτείτε αρκετά διαδικτυακά καταστήματα με εσώρουχα του αντίθετου φύλου (ή του ίδιου, δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι προτιμήσεις σας). Αφού περάσετε αρκετό χρόνο μέσα στο εσωρουχάδικο, θα δείτε ότι αρχίζουν να εμφανίζονται στην οθόνη σας μοντέλα με εσώρουχα, κάνοντας έτσι τη μέρα σας λίγο καλύτερη. You are welcome.