Guest, slideshow-3

Αμέρικα, σήμερα και προχτές

usa-jazz-blues-ameriki-pneysta-mousiki-saxophone-trumpet

γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.

Από παιδί η Αμερική – όπως όλοι μας συνηθίζουμε να αποκαλούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες – δεν μου φάνηκε ένας ωκεανός μακρυά κι αυτό χάρις στους θείους μου που από την δεκαετία του ‘50 είχαν μεταναστεύσει στην χώρα των ευκαιριών, όπως επίσης συνηθίζαμε να αποκαλούμε τις ΗΠΑ.

Έτσι λοιπόν με μια γιαγιά που κάθε χρόνο πέρναγε ένα δίμηνο στην Αμερική και με την επιστροφή της μας πέταγε κάτι anyway σε κάθε δεύτερη πρόταση ή το καταπληκτικό “son of the bitch” όταν θύμωνε και από ένα Levis σε κάθε εγγόνι, πριν φτάσω στην εφηβεία είχα ήδη εξοικειωθεί με την Καλιφορνέζικη κουλτούρα. Ή καλύτερα με την ελληνοκαλιφορνέζικη κουλτούρα που δεν είναι απαραίτητα το ίδιο, όπως μας έδειξε και πολύ γνωστή ταινία. Όταν πια τη δεκαετία του ‘70 ακολούθησε τους θείους και η νεότερη γενιά της οικογένειας, η εξοικείωσή μου έφτασε σε σημείο κόμικς και κάπτεν Αμέρικα, λέξεις άγνωστες τότε στην Ελλάδα του Μίκυ Μάους, του Σεραφίνο και του μικρού Ήρωα.

Έτσι κάποια στιγμή, όπως και ήταν φυσιολογικό, έφτασε η στιγμή να γνωρίσω κι εγώ το Αμέρικα και μάλιστα εκπαιδευμένος και εμπλουτισμένος με τη σωστή χρήση των λέξεων anyway και “son of the bitch”.

Οι πρώτες μου δυο επισκέψεις, χωρίς να με απογοητεύσουν, δεν με εντυπωσίασαν. Σε αυτό ίσως να φταίει η καθαρά τουριστική εικόνα που πήρα – το Άγαλμα της Ελευθερίας, το Empire State Building, το Μητροπολιτικό Μουσείο και το Ellis Island στην Νέα Υόρκη, τον πρώτο μου σταθμό και μετά το Χόλιγουντ, το στούντιο της Γιουνιβέρσαλ και φυσικά την Ντίσνεϋλαντ στο Λος Άντζελες, στο δεύτερο σταθμό μου. Μια άλλη εξήγηση, και πιο λογική που την καταλαβαίνω καλύτερα τώρα που μεγάλωσα, είναι ότι είχαν προηγηθεί η γνωριμία μου με Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο που είχα πραγματικά μαγευτεί και δεν μπορούσα – τουλάχιστον υποσυνείδητα – να μην συγκρίνω.

Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι η Αμερική δεν κρυφοέθρεφε και μια μόνιμη έλξη για μένα κι έτσι όταν στις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 μου δόθηκε η ευκαιρία να περάσω ένα πεντάμηνο στη χώρα σχεδόν ήπειρο, με την ελευθερία να ταξιδέψω όπως εγώ ήθελα και, βασικό, τα έξοδα όλα πληρωμένα, από ό,τι καταλαβαίνετε πιάστηκα με χέρια και με πόδια ετοιμάζοντας βαλίτσες και μπαγκάζια μέσα σε ώρες.

Πέντε μήνες, σχεδόν εκατό-πενήντα μέρες, δεκαεπτά πολιτείες από τις πενήντα με αεροπλάνα, τραίνα και το μεγαλύτερο μέρος με μηχανή. Οι διαπολιτειακοί δρόμοι των ΗΠΑ είναι ο παράδεισος του easy rider, αυτό για τους λίγους που θα το καταλάβουν. Από τη Βικτοριανή και ακαδημαϊκή Βοστόνη – που πραγματικά αγάπησα – σε συναυλία των Public Enemy στο Χάρλεμ – που κατάλαβα γιατί η ραπ είναι συνέχεια του μπλουζ, και μετά πιο πολύ μπλουζ δίπλα στη λίμνη Μίσιγκαν στο Σικάγο. Η άλλη πόλη των ΗΠΑ που πραγματικά λάτρεψα και φρόντισα να επισκεφτώ και ξαναεπισκεφτώ.

Αλλά μετά ήταν που άρχισε η μαγεία. Μισούρι, Τένεσση, Αλαμπάμα, Μισισίπι, Λουιζιάνα. Ό,τι έχετε διαβάσει, ότι έχετε ακούσει κι ότι έχετε δει σε ταινίες, καλό ή κακό ισχύει. Υπήρξαν μέρες που δεν ήξερα να ήμουν στον 20ο αιώνα, στον 19ο ή σε κάποια καουμπόικη ταινία.

Εδώ όμως πρέπει να σημειώσω κάτι. Ένας περιηγητής στην Ελλάδα του 18ου αιώνα, θα με συγχωρήσετε που δεν θυμάμαι το όνομά του, είχε γράψει ότι τα ιστορικά μνημεία και τη φυσική ομορφιά τα θαυμάζεις αλλά αυτό που μένει για πάντα στη μνήμη σου είναι οι απλοί άνθρωποι και το …φαγητό! Πόσο μα πόσο αλήθεια!

Τηγανητό κοτόπουλο με γλυκοπατάτες και μηλόπιτα με σπιτική κρέμα σε οικογενειακό ταβερνείο κοντά στο Springfield του Μισούρι που σαράντα χρόνια μετά νιώθω να τρέχουν σάλια στην θύμηση. Χοιρινό με τηγανητές πίκλες στο Αρκάνσας, ποταμίσιες τηγανητές γαρίδες με τσίλι στο Μισισίπι και μετά φτάνεις στην Λουιζιάνα και στη Νέα Ορλεάνη και μέσα σε τέσσερεις μέρες παίρνεις άνετα τέσσερα κιλά. Να χαζεύεις τα ποταμόπλοια στο Μισισίπι ποταμό και να νιώθεις ότι δίπλα σου κάθονται ο Χάκμπερι Φιν και ο Τομ Σώγιερ μασουλώντας άχυρα.

Τον Χάκμπερι Φιν και ο Τομ Σώγιερ, τους ήρωες του Μαρκ Τουέιν τους ανέφερα επίτηδες επειδή τους συνάντησα. Σε διαφορετικές ηλικίες και σε διαφορετικά χρώματα αλλά ήταν εκεί. Εκεί ήταν και τα μπλουζ. Και η Τζαζ. Φυσικά το μπέρμπον. Κι από ό,τι καταλαβαίνουν όλοι όσοι με ξέρουν …δεν ήθελα να φύγω. Ο κόσμος, όσο πιο απλός και φτωχός, τόσο πιο φιλόξενος και ανοιχτός. Στην αρχή κάνανε το αναμενόμενο χάζι με την ελαφρά αγγλοπροφορά μου αλλά όταν εξηγούσα ότι ειμαι Έλληνας όλα τα κάστρα …πέφτανε.

Αν αντιμετώπισα δυσκολίες, ξενόφοβους ή ρατσιστές. Ναι, αλλά ήταν πολύ λίγες οι φορές, τόσο λίγες που δεν αξίζουν ούτε καν να μνημονευτούν και στην Φινλανδία, για παράδειγμα, τους πρώτους πέντε μήνες αντιμετώπισα πολύ πιο πολλά και πολύ πιο σοβαρά προβλήματα. Αν είδα ρατσισμό; Ναι. Αλλά ήταν μουλωχτός και τις περισσότερες φορές κρυβόταν όπως ακριβώς συνέβαινε και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ήταν εκεί αλλά δεν ήταν απειλητικός στην καθημερινότητα. Φτώχεια, ναι. Είδα πολύ φτώχεια, ειδικά ανάμεσα στις μειονότητες. Και εκεί ήταν που ο ρατσισμός που δεν έβλεπα έπαιζε το ρόλο του. Το έβλεπες ότι ο διευθυντής ήταν πάντα λευκός και μόνο ο κλητήρας μαύρος κι ας μάθαινες ότι είχε πολύ καλύτερη μόρφωση από όλους τους λευκούς της εταιρίας μαζεμένους. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε συστηματικός ρατσισμός ήταν ορατός σε μένα σαράντα χρόνια πριν, όταν ο απλός λευκός Αμερικάνος στην καθημερινότητα του δεν ήταν ρατσιστής αλλά ένα ολόκληρο σύστημα με το ίδιο το επίσημο κράτος στο κέντρο του, τον έκανε να δρα και να υπάρχει ρατσιστικά.

Δυστυχώς μια διαδικτυακή στήλη δεν φτάνει για να σας περιγράψω όσα έζησα και τους ανθρώπους που γνώρισα αυτούς του πέντε μήνες. Ή τα όσα έμαθα, που συμπεριλαμβάνουν από το να μαγειρεύω Τζαμπαλάγια μέχρι το να παίζω παλιά ορίτζιναλ γουέστερν στην κιθάρα, ‘δώρο’ της Αμυ στην Ατλάντα της Γεωργίας και να εκτελώ -στην κυριολεξία- το: “sixteen died by Johnny Radow’s gun”. Αυτό που έμεινε για μένα όμως είναι ότι ενώ κατά περιόδους νιώθω έντονη απέχθεια γι’ αυτούς που κυβερνούν την υπερατλαντική υπερδύναμη, να αγαπήσω τους ανθρώπους της, τους απλούς Αμερικάνους.

Έτσι φτάσαμε και στο δυο χρόνια πριν. Είμαι σε εστιατόριο λίγο έξω από το Ρίτσμοντ της πολιτείας της Βιρτζίνια κοντά στην Ουάσιγκτον με παρέα κυρίως ξένων, διαφορετικών εθνικοτήτων -και έχω λόγο που το σημειώνω γιατί διαφορετικές εθνικότητες συμπεριλαμβάνει διαφορετικά ‘χρώματα’ δέρματος και διαφορετική προφορά των αγγλικών που ήταν η κοινή γλώσσα επικοινωνίας στο τραπέζι. Είμαστε έντεκα άτομα, τυχαία όλοι άντρες.

Πέντε λεπτά αφού κάτσαμε και έχουμε τακτοποιηθεί με τα μενού μπροστά μας αντιλαμβανόμαστε ότι δυο διαφορετικές παρέες σε δυο διαφορετικά τραπέζια στα δεξιά μας και πίσω μας έχουν σταματήσει να τρώνε και μας παρατηρούν. Αν και ενοχλητικό, δικαίωμα τους και εμείς απλά αλληλοκοιταχτήκαμε με νόημα. Το εστιατόριο άλλωστε ήταν οικογενειακό και στα τραπέζια γύρω μας υπήρχαν οικογένειες με παιδιά που ενέπνεε μιας μορφής ασφάλεια. Όταν ήρθε η κοπέλα να πάρει τις παραγγελιές μας αντιληφθήκαμε άμεσα ότι επαναλάμβαναν ό,τι λέγαμε τονίζοντας και διακωμωδώντας με στερεότυπα τις προφορές και μάλιστα το έκαναν και τα δυο τραπέζια σε μια ανταλλαγή ποιος είναι ο καλύτερος …κωμικός. Αφού έφυγε η κοπέλα κι εμείς ξεπεράσαμε την πρώτη βουβαμάρα και αρχίσαμε να μιλάμε μεταξύ μας, το “αστείο” συνεχίστηκε στολισμένο τώρα με κραυγές πιθήκων (ευνόητος ο στόχος) ή ανακλήσεις του Αλλάχ και του Μπιν Λάντεν σίγουρα στοχεύοντας τους δυο άραβες συναδέρφους. Το πρώτο σοκ για μας ήρθε όταν συνειδητοποιήσαμε ότι εκτός από ένα νεαρό ζευγάρι οι υπόλοιποι θαμώνες είχαν γυρίσει και μας κοίταζαν χαζογελώντας και ψιθυρίζοντας. Το δεύτερο σοκ ήρθε όταν επίσης συνειδητοποιήσαμε ότι ανάμεσα σε αυτούς που χαζογελούσαν και χάζευαν την όλη κατάσταση ήταν και μια σχετικά μεγάλη παρέα αφροαμερικάνων.

Όταν πια το αστείο έπαψε να είναι αστείο, Βρετανός συνάδερφος που χαίρει διεθνή σεβασμό αποφάσισε να μιλήσει και πολύ ευγενικά να ζητήσει από τις δυο παρέες να δείξουν πολιτισμό και ευπρέπεια στους φιλοξενουμένους τους. Η απάντηση ήρθε σε διπλή μορφή. Κάποιος από την παρέα δεξιά μας είπε: γιατί αλλιώς …τι θα κάνεις; Και ταυτόχρονα δυο από την ίδια παρέα και τρεις από την άλλη, συμπεριλαμβανομένης μιας γυναίκας, μισοσηκωθήκαν δείχνοντάς μας προκλητικά τα περίστροφα που είχαν στη μέση τους. Οι υπόλοιποι θαμώνες συνέχισαν να χαζογελάν.

Είκοσι λεπτά αργότερα και αφού είχαμε πληρώσει έναν προκλητικά υπερτιμολογημένο λογαριασμό χωρίς να μας δοθεί απόδειξη παρ’ όλο ότι την ζητήσαμε, φύγαμε πριν καν δούμε τα πιάτα που …ακριβοπληρώσαμε και καταλήξαμε να φάμε σε ένα Μακντόναλντ βουβοί.

Δυστυχώς αυτή είναι μια από τις πολλές παρόμοιες ιστορίες που ζήσαμε όλοι μας κι αν εγώ μπορώ να αναμετρήσω πέντε ή δέκα φορές που φοβήθηκα ή ένιωσα απειλούμενος, μαύροι ή με εμφανή αραβική καταγωγή συνάδερφοι το νιώθανε συνέχεια σε σημείο κάποιοι να συντομεύσουν την παραμονή τους δραματικά. Και όσο τρομακτικό κι αν ακουστεί ένιωσα πιο πολύ και πιο συχνά φόβο στην Ουάσιγκτον, ανάμεσα στους οπλοφόρους τύπους με τα κόκκινα καπελάκια του Τραμπ, παρά στο Νταρφούρ και στο Κογκό.

Προσέξτε, θέλω να πιστεύω ότι η Αμερική που αγάπησα είναι ακόμα εκεί, απλά είναι κριμένη και φοβισμένη από τους διχαστικούς τρουμπικούς ψευτοπολιτικούς απατεώνες και τον συρφετό ρατσιστών, ξενοφοβικών, ψευτοθρησκόληπτων ακροδεξιών με την συνοδεία αρκετών ποινικών απατεώνων που έβγαλε από το κοινωνικό περιθώριο ο Τραμπ και το δηλητήριο διχασμού και μίσους που πότισε την Αμερικανική κοινωνία. Απόδειξη οι πανηγυρισμοί το σαββατοκύριακο που μας πέρασε. Οι Αμερικάνοι ΔΕΝ πανηγυρίζανε την νίκη του Μπάιντεν – που στην ουσία είναι ένας συντηρητικός με κουκούλα δημοκρατικού και λογική δεκαετίας του ‘80 – αλλά για την ήττα του Τραμπ και των Τραμπούκων του. Για την ήττα του διχασμού που θέλει κόκκινες και μπλε πολιτείες με κόκκινους και μπλε, λευκούς και μη πολίτες.

Αυτά κάτι πρέπει να σας θυμίζουν, έτσι δεν είναι; Όταν επ’ ευκαιρία μιας πανδημίας, της παντελούς αποτυχίας της κυβέρνησης, μπροστά σε ένα κυκεώνα αρπαχτών και διαφθοράς αλλά κυρίως στην αποτυχία αντιμετώπισης της κρίσης και της άρνησης μερικών να φορέσουν την μάσκα – που δεν ξέρεις σε ποιο χώρο ανήκουν – χαρακτηρίζεις το 62% του πληθυσμού που ψήφισε στο δημοψήφισμα ‘ΟΧΙ” …ψεκασμένους και επιφυλάσσεις για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ εμφυλοπολεμικές ύβρεις όπως …συμμορίτες, τότε γίνεσαι φορέας του καρκινώματος του διχασμού. Συν ότι σύμφωνα με το αξίωμα: η βια φέρνει τη βια, δεν πρέπει να σε εκπλήσσει το γεγονός ότι το γερμανοτσολιάς, ρουφιάνος και παπαγαλάκι σε περιμένει στη γωνία.

Τέλος μια και μιλάμε για βια θα επιστρέψω στην Αμερική με κάτι που συχνά παραβλέπουν όλοι. Η εικόνα του λευκού νόμιμα οπλοφόρου με το κόκκινο καπελάκι που ουρλιάζει ότι οι αριστεροί κλέψανε τις εκλογές από τον Τραμπ εξελίσσεται σε στερεότυπο αλλά δεν είναι μόνο οι λευκοί με το κόκκινο καπελάκι νόμιμα οπλοφόροι και μάλιστα δεν είναι οι μόνοι που είναι και μέλη της περιβόητης NRA, της Αμερικανικής ένωσης οπλοχρηστών και οπλοφόρων. Προς το παρόν οι της άλλης πλευράς εμφανίζονται σπάνια αλλά …αλλά πόσο θα αντέξουν την τόση βια; Και αυτό, για μένα, είναι που θα έπρεπε να τρομάζει και να ανησυχεί όλες τις πλευρές.

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Αμέρικα, σήμερα και προχτές

γράφει ο Θάνος Καλαμίδας. Από παιδί η Αμερική – όπως όλοι μας συνηθίζουμε να αποκαλούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες – δεν

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο