Μονογραμμικά, του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Τρομερός οικοδεσπότης το κρασί στη γιορτή. Θυσιάστηκε για χάρη μας.
Τι φωνακλάδικο μολύβι είναι τούτο.
Με το που το αρπάξω στο χέρι μου βάζει τις φωνές:
«ε, αφεντικό, θα γράψουμε τίποτα ή θα κοιταζόμαστε με τις ώρες;».
Όχι τίποτα άλλο, αλλά με τον καιρό κόλλησε το χούι του και στο ποντίκι.
(Άντε να το έγραφες αυτό πενήντα χρόνια πριν. Θα έβγαζε νόημα;)
Αφημένοι στον χρόνο μας αρμενίζουμε με ευθύνη του. Και μεις λοστρόμοι στημένοι στο κατάστρωμα …ανακαλύπτουμε στεριές,
κι εκεί που δεν υπάρχουν.
Μπούχτισα πια να κρίνω, να προκρίνω, να διακρίνω, να συγκρίνω, να ανακρίνω, να κατακρίνω, να λογοκρίνω, να εκκρίνω…
Οκέι. Πήρα μια ανάσα. Βυθίζομαι πάλι στη θάλασσα μου.