Ο επίκουρος Καθηγητής Αναστάσιος Χάρδας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΔΠΘ μιλάει στον Δημήτρη Τζελέπη και το apopseis για τα ελληνοτουρκικά και πως αυτά επηρεάζουν την Ευρώπη ως σύνολο. Ο κύριος Χάρδας προσεγγίζει και εξηγεί τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ανατολική Μεσόγειο και ρίχνει φως στον ρόλο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και συνάμα της Ευρωπαϊκής.
Ελληνοτουρκικά
- Από τον Ιούλιο η Τουρκία έχει αυξήσει την ρητορική της, αλλά και την επιθετικότητα της. Βλέπετε η Ένωση να έχει ένα έμπρακτο σχέδιο για να αντιμετωπίσει την Τουρκία;
- Γιατί υπάρχει αυτή η ατολμία της Ένωσης προς την Τουρκία;
Είναι γνωστό ότι η ΕΕ δεν διαθέτει ουσιαστική Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας. Η ΚΕΠΠΑ η οποία υποτίθεται ότι θα διαδραμάτιζε αυτό τον ρόλο, παρόλες τις μεταρρυθμίσεις που επήλθαν με τη Συνθήκη της Λισαβόνας συνεχίζει να λειτουργεί σε διακυβερνητικά πλαίσια. Είναι δηλαδή μια κατ’ όνομα και μόνο ‘Κοινή’ πολιτική. Δεν υπάρχει κοινή πολιτική με την έννοια που υπάρχει σε άλλες πολιτικές της ΕΕ, δηλαδή λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, υιοθέτηση κοινής νομοθεσίας για όλα τα κράτη μέλη, κτλ.
Η ‘ατολμία’ λοιπόν αυτή της ΕΕ οφείλεται σε μια σειρά από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα τα οποία διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Πρώτον, η ατολμία σε ό,τι αφορά τη θεσμική και πολιτική ατροφία της ΚΕΠΠΑ οφείλεται στην δεδηλωμένη σε όλους τους τόνους άρνηση των ισχυρότερων κρατών μελών της ΕΕ να υπερεθνικοποιήσουν τις εξωτερικές τους πολιτικές. Παρότι κάτι τέτοιο φαίνεται συμβατό με μια πορεία συνολικότερης ισχυροποίησης της πολιτικής διάστασης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, θεωρώ ότι δεδομένων των πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων 30 χρόνων, δηλαδή μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αλλά και των εξελίξεων των τελευταίων 10 χρόνων, με την επιβολή συγκεκριμένων -κυρίως διακυβερνητικών ή οιωνεί διακυβερνητικών- λύσεων πολιτικής στην οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης και της ΕΕ, η πορεία προς την κοινοτικοποίηση των εξωτερικών πολιτικών των κρατώ μελών φαντάζει απίθανη.
Στην κρίση στις σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία φάνηκε ξεκάθαρα ότι δεν υπήρξε κάποιο σχέδιο συνολικής αντιμετώπισης της Τουρκίας από την ΕΕ ούτε ενεργοποιήθηκε κάποιος μηχανισμός στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ. Ακόμη και για το ζήτημα των λεγόμενων κυρώσεων που θα επιβάλλονταν ή θα επιβληθούν στην Τουρκία δεν υπάρχει ενιαία γραμμή. Κάποια κράτη μέλη θεωρούν ότι η επιβολή τέτοιων μέτρων είναι απαραίτητη, άλλα κράτη μέλη δεν υιοθετούν αυτή την άποψη. Τα Συμπεράσματα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την οποία η Ελλάδα ευελπιστούσε τη λήψη σαφών και αυστηρών κυρώσεων της ΕΕ προς την Τουρκία είναι ενδεικτική αυτής της κατάστασης. Στα πλαίσια αυτά ασφαλώς δεν γίνεται λόγος για τη δημιουργία Ευρωστρατού.
Η στάση της Γαλλίας και της Γερμανίας στην Ανατολική Μεσόγειο
Η διαφοροποίηση στη στάση που ακολούθησαν η Γαλλία και η Γερμανία εξηγείται από τα διαφορετικά γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα του κάθε ενός από τα δύο κράτη μέλη πυλώνες της ΕΕ αλλά και από τη στάση της ΕΕ συνολικά στο μεταναστευτικό ζήτημα. Κάθε κράτος μέλος ενήργησε με βάση τις δικές του προτεραιότητες στο ζήτημα των σχέσεων τους με την Τουρκία. Η Γαλλία έστειλε κάποια στρατιωτική ενίσχυση η οποία δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι συνέβαλλε θετικά στην αποκλιμάκωση της κρίσης. Από την άλλη η Γερμανία κράτησε μια πιο ήπια στάση, προχωρώντας σε ορισμένες διαμεσολαβητικές προσπάθειες πάντα όμως σε διακυβερνητικά πλαίσια και εκτός κάθε μηχανισμού της ΕΕ. Η Γερμανία αντιμετωπίζει την Τουρκία υπό την οπτική του ισχυρού οικονομικού εταίρου, το οποίο φαντάζει λογικό -από την οπτική της Γερμανίας- αν κοιτάξει κάποιος τα οικονομικά δεδομένα που αφορούν τις εξαγωγές της Γερμανίας προς την Τουρκία. Με λίγα λόγια η Τουρκία είναι μια τεράστια αγορά στην οποία εξάγονται βιομηχανικά προϊόντα που παράγονται στη Γερμανία σε πολύ μεγάλες ποσότητες ενώ υπάρχει και σημαντική δραστηριοποίηση Γερμανικού πολυεθνικού κεφαλαίου στην γείτονα. Επιπλέον, στην Γερμανία κατοικεί σημαντικός μουσουλμανικός πληθυσμός ο οποίος ψηφίζει και τα κόμματα που συγκυβερνούν στη Γερμανία ευελπιστούν σε αυτές τις ψήφους. Τέλος, έχει καταστεί σαφές θεωρώ τα τελευταία δέκα χρόνια ότι η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα θετικά την Ελλάδα κυρίως στον οικονομικό τομέα αλλά θεωρώ αυτό επηρεάζει και την στάση της στην εξωτερική πολιτική. Από το 2010 και μετά έχουν ληφθεί μια σειρά από μέτρα οικονομικής πολιτικής τα οποία υποτίθεται θα αντιμετώπιζαν τις ασσυμετρίες που καταγράφονται στην οικονομική ανάπτυξη ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της Ευρωζώνης. Το αποτέλεσμα τους είναι -όχι τυχαία- η απίστευτη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, η αποτυχία αντιμετώπισης των προβλημάτων τα οποία υποτίθεται θα έλυνε -το δημόσιο χρέος της χώρας έχει εκτιναχθεί- και η παράλληλη ισχυροποίηση της οικονομικής θέσης της Γερμανίας, η οποία απορροφά συνεχώς τα εμπορικά ελλείματα που παράγονται στα κράτη μέλη της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Παρότι θεωρητικά οι αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής λαμβάνονται ξέχωρα από τις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής, θεωρώ ότι η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας- Γερμανίας επηρέασε και επηρεάζει την στάση της Γερμανίας στα ελληνοτουρκικά.
Από την άλλη, στο εσωτερικό της Γαλλίας καταγράφονται σημαντικά ποσοστά ισλαμοφοβίας, τα οποία αδιαμφισβήτητα επιδεινώθηκαν από το πρόσφατο τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γάλλου καθηγητή από φανατικό ισλαμιστή. Θεωρώ ότι οι σχέσεις της Γαλλίας με την Τουρκία καθορίζονται από αυτό το γεγονός αλλά και από το -συνδεδεμένο με αυτό- γεγονός ότι η Γαλλία είχε υπό την κατοχή της πολλές χώρες που ανήκουν στον μουσουλμανικό κόσμο (Αλγερία, Τυνησία, κτλ.) όταν ήταν αποικιοκρατική δύναμη. Γενικότερα ο ρόλος της αποικιοκρατίας στις σχέσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τον μουσουλμανικό κόσμο δεν αποτελεί συχνά θέμα συζήτησης, παρότι πιστεύω ότι μπορεί να εξηγήσει πολλά τόσο σε ότι αφορά τη στάση των πρώην αποικιοκρατικών χωρών απέναντι στις πρώην αποικίες όσο και το αντίστροφο. Τέλος, η Γαλλία δεν έχει τα οικονομικά συμφέροντα που έχει η Γερμανία στην Τουρκία. Παρόλα αυτά, αδιαμφισβήτητα στην στάση της Γαλλίας στην κρίση στα ελληνοτουρκικά ενυπάρχει και η οικονομική διάσταση καθότι όπως είδαμε η ναυτιλιακή παρέμβαση των Γάλλων στη Μεσόγειο ήταν μάλλον μια ενέργεια τύπου μάρκετινγκ του ναυτικού πολεμικού εξοπλισμού της χώρας στην Ελλάδα. Ήδη έχει συμφωνηθεί σύμφωνα με δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού η αγορά σημαντικού πολεμικού εξοπλισμού από τη Γαλλία. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ το κατά πόσο αυτή η κίνηση αποτελεί μια σώφρονα επιλογή δημόσιας πολιτικής στα πλαίσια της ασφυκτικής δημοσιονομικής λιτότητας που καλείται η Ελλάδα να υλοποιήσει στα πλαίσια της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης (δημοσιονομικά πλεονάσματα, κτλ.) αλλά και της προϊούσας υγειονομικής κρίσης που αφορά τον covid-19, η αντιμετώπιση της οποίας μπορεί να γίνει αποτελεσματικά μόνο μέσα από μαζικές προσλήψεις προσωπικού στη δημόσια υγεία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η σχέση της με την Τουρκία
Τέλος, σε ό,τι αφορά την ΕΕ συνολικά, η έλλειψη διάθεσης για σύγκρουση με την Τουρκία σχετίζεται και με το μεταναστευτικό ζήτημα. Αντίθετα από αυτά που πολλές φορές ακούμε, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων από τις εμπόλεμες περιοχές στη Μέση Ανατολή μετέβησαν στην Τουρκία και παραμένουν εκεί. Περίπου 4 εκατομμύρια πρόσφυγες διέμεναν στην γείτονα χώρα το 2019. Η ΕΕ έχει προχωρήσει σε επίσημη Συμφωνία με την Τουρκία το 2016 η οποία αφορά την παροχή χρηματοδοτήσεων από την πρώτη στη δεύτερη για να κρατήσει πρόσφυγες στο έδαφος της. Αυτή η συμφωνία αντανακλά προφανώς και την έλλειψη σεβασμού στο κράτος δικαίου από πολλά κράτη μέλη που αρνούνται να δεχτούν πρόσφυγες στο έδαφος τους όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία αλλά και την πολιτική βούληση της ΕΕ να κρατήσει τη μεταναστευτική πολιτική σε διακυβερνητικά πλαίσια.
Παρόλα τα παραπάνω, βλέπουμε ότι υπάρχει μια διάθεση αποκλιμάκωσης της κατάστασης και η πρόταξη διπλωματικών λύσεων που σίγουρα είναι προς το συμφέρον των κατοίκων και της Ελλάδας και της Τουρκίας. Σε αυτό το σημείο θεωρώ ότι αξίζει να γίνουν κάποιες επισημάνσεις που αφορούν τον τρόπο πλαισίωσης και παρουσίασης της ελληνοτουρκικής κρίσης στο εσωτερικό της Ελλάδας, ο οποίος επηρεάζει και την όποια στρατηγική ακολουθεί η χώρα στις σχέσεις της με τη γείτονα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία του Ερντογάν παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις για την γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή στην οποία κινείται. Έχει ανοιχτά πολλά μέτωπα, συμμετέχοντας ανοιχτά σε πολεμικές διενέξεις ή συμμετέχοντας σε οιωνεί πολεμικές διενέξεις. Το παραδοσιακό ζήτημα της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι το Κουρδικό. Είναι δεδηλωμένη η διάθεση της Τουρκίας να εξαφανίσει ή να μειώσει όσο το δυνατόν την όποια δυναμική αντίδρασης έχουν οι Κούρδοι, οι οποίοι επιθυμούν τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους το οποίο μοιραία θα περιλαμβάνει και εδάφη της Τουρκίας. Στα πλαίσια αυτά συμμετέχει σε πολεμικές δράσεις στο εσωτερικό της Συρίας αλλά και του Ιράκ. Επίσης είναι γνωστό ότι έχει πολύ κακές σχέσεις με την Αίγυπτο αλλά και τη Σαουδική Αραβία. Επιπλέον υποστηρίζει ενεργά την παράνομη κυβέρνηση στη Λιβύη ενώ φαίνεται να έχει συμφέροντα και στον Καύκασο τα οποία την φέρνουν αντιμέτωπη με τη Ρωσία. Στο εσωτερικό της καταγράφονται συνεχώς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ειδικά μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2016, τα οποία ακολούθησαν μαζικές διώξεις στον δημόσιο, τα Πανεπιστήμια και τον στρατό. Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020 με την εργαλειοποίηση ανθρώπων σε ευάλωτες θέσεις (μετανάστες και πρόσφυγες) για την άσκηση πρόσκαιρης πίεσης προς την Ελλάδα και την ΕΕ αποτελεί κατά τη γνώμη μου όνειδος για την Τουρκία. Τέλος ο ίδιος ο Ερντογάν είναι δεδομένα ένας ηγέτης που απευθύνεται στο θυμικό των ψηφοφόρων του αν και η στρατηγική του φαίνεται να αποδίδει εκλογικά για τον ίδιο.
Ελλάδα και εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας
Παίρνοντας αυτά ως δεδομένα, παρόλα αυτά έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να εξετάσουμε και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα ελληνοτουρκικά ειδικότερα αλλά και γενικότερα την εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα. Πολύ συχνά βλέπουμε να υιοθετούνται μαξιμαλιστικές θέσεις, με πιο πρόσφατη αυτή του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος αντίθετα με το πνεύμα που διέπει την Συμφωνία των Πρεσπών που υπέγραψε η κυβέρνηση του, πρόσφατα υποστήριξε ότι η Ελλάδα πρέπει να προβεί σε μονομερείς ενέργειες επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που είναι γνωστό ότι αποτελεί casus belli (αιτία πολέμου) για την Τουρκία. Ασφαλώς αυτή η ρητορική ακολουθεί τη ρητορική εθνικού μαξιμαλισμού που υιοθετούν όλα τα κόμματα που βρίσκονται στην αντιπολίτευση στην Ελλάδα. Είναι πρόσφατα τα συλλαλητήρια ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, στα οποία συμμετείχαν τότε βουλευτές και νυν υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης οι οποίοι ασφαλώς σήμερα αναφέρονται στη Βόρεια Μακεδονία με το όνομα που συμφωνήθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτές οι πολιτικές εκδηλώσεις ανταποκρίνονται σε μια κοινή γνώμη η οποία είναι το λιγότερο παραπλανημένη σχετικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Από όταν ξεκίνησε η προϊούσα ελληνοτουρκική κρίση παρακολουθούμε στα δελτία ειδήσεων και σε ειδησεογραφικά δίκτυα, ακραίες και εκτός κάθε πλαισίου που τίθεται από τα πραγματολογικά δεδομένα, περιγραφές της πορείας που ακολουθεί το τουρκικό ερευνητικό πλοίο. Οι χαρτολογικές απεικονίσεις της πορείας του Oruc reis δίνουν την εντύπωση, αν δεν το εκφράζουν ανοιχτά μέσω δημοσιογραφικών περιγραφών, ότι η θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ουσιαστικά συμπίπτει με το Αιγαίο. Ακούμε αναλύσεις του τύπου το τουρκικό πλοίο προκλητικά κάνει βόλτες στο Αιγαίο. Όμως, παρόλη την σαφή προκλητική φύση της πορείας του τουρκικού πλοίου δεν έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής σε κάποια έκνομη ενέργεια. Πλέει σε διεθνή ύδατα, δεν έχει προβεί σε υποθαλάσσιες έρευνες και δεν έχει προκαλέσει με κάποια ξεκάθαρα έκνομη ενέργεια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ χρειάζεται να είναι πιο ξεκάθαροι και ειλικρινείς σχετικά με έννοιες όπως εθνικά χωρικά ύδατα, διεθνή ύδατα, υφαλοκρηπίδα, Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες κτλ. Το χειρότερο είναι ότι θεωρώ δεδομένο ότι αυτά τα ζητήματα είναι απόλυτα ξεκάθαρα για τις πολιτικές και δημοσιογραφικές ελίτ της Ελλάδας, αλλά εκφράζουν μια ακραία ρητορική προς άγρα βραχυχρόνιων ωφελημάτων. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι η Ελλάδα κινείται 100% στα πλαίσια ενός πλαισίου Διεθνούς Δικαίου, κάτι που αν ίσχυε θα είχε οδηγήσει τη χώρα στην προσπάθεια επίτευξης διεθνούς διαιτησίας για αυτά τα ζητήματα. Το γεγονός ότι δεν το έχει πράξει, δείχνει ότι οι μαξιμαλιστικές ελληνικές θέσεις μάλλον δεν έχουν το έρεισμα που κάποιοι παρουσιάζουν ότι έχει στο επίπεδο της διεθνούς διαιτησίας.
Τέλος ένα στοιχείο που αφορά την Ελλάδα είναι ότι δεν υπάρχει διαρθρωμένη εξωτερική πολιτική που να είναι υπερκομματική και να μην εργαλειοποείται για την επίτευξη βραχυχρόνιων ωφελημάτων. Παρότι υπήρξε μια περίοδος που αυτό φάνηκε να συμβαίνει, η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, οι ακατανόητες αντιδράσεις ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών και η κομματική εργαλειοποίηση των ελληνοτουρκικών δεν προμηνύουν πολύ θετικά αποτελέσματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Έτσι, έχω την αίσθηση, φτάνουμε σε σημεία εσωτερικής πολιτικής παρακμής όπου προσβλέπουμε για άλλη μια φορά στην παρέμβαση του ισχυρού παράγοντα των ΗΠΑ υπέρ μας, αν εκλεγεί ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις Προεδρικές εκλογές Τζο Μπάιντεν. Βασίζουμε δε αυτή την πεποίθηση ότι η αλλαγή Προέδρου στις ΗΠΑ θα έχει θετικά αποτελέσματα για τις θέσεις μας σε κάποιες δηλώσεις που έκανε σε ανύποπτο χρόνο ο υποψήφιος των Δημοκρατικών σε φόρουμ της ελληνικής ομογένειας αλλά και σε φήμες και διαδόσεις ότι αν εκλεγεί ο Μπάιντεν θα είναι σαφώς υπέρ των ελληνικών θέσεων. Παρόλη τη δόση αλήθειας που ενδέχεται να εμπεριέχουν αυτές οι θεωρίες δεν παύουν να παραπέμπουν σε πολύ παλαιότερες εποχές στις οποίες η Ελλάδα πολιτικά και σε μεγάλο βαθμό οικονομικά εξαρτιόταν από τις ΗΠΑ με αντάλλαγμα την συμμετοχή της χώρας ως ανάχωμα στην επέκταση του κομμουνισμού στην περιοχή. Αυτές οι εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, η Ελλάδα δεν διαθέτει πλέον αυτό το συγκριτικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα, είναι πλήρες κράτος μέλος της ΕΕ και χρειάζεται να αναπτύξει μια εθνική στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη τα πραγματολογικά δεδομένα των ελληνοτουρκικών και ότι ίσως σε κάποια ζητήματα η Τουρκία να έχει κάποιο λόγο να δρα όπως δρα. Μόνο μέσω της κατανόησης του αντιπάλου μπορεί να αναπτυχθεί συνεκτική, ρεαλιστική και προσανατολισμένη σε απτά αποτελέσματα εξωτερική πολιτική από την Ελλάδα.