γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Να ‘μαστε πάλι στο έτος 46 μ.μ. (μετά μεταπολίτευσης), στην ίδια άκρη της Μεσογείου και στο μικρό χωριό των υστερικών που αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: τον ρατσιστή και τον χρυσαυγήτη όσο κι αν τον νεοδημοκρατικοπλένεις το σαπούνι σου χαλάς.
Ο Δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης χαϊδεύοντας το ανύπαρκτο ανδροπρεπές σαγόνι του κοιτάζει αυτοθαυμαζόμενος σαν καρχαρίας ενυδρείου τις δημοσκοπήσεις που μόλις του έφερε ο Πέτσας με τον Πίπη. “ΑφεντιΚούλη μου σε αγαπάνε, μ’ ακούς;” Ακούγεται ανάμεσα σε τεμενάδες και ποδοφιλήματα ο Πίπης. “Ω, Κούλη μου εσύ σούπερσταρ,” συμπληρώνει αυθόρμητα ο Πέτσας.
Αλλά κάτι δεν πάει καλά, ξαφνικά μια λάμψη ανησυχίας πέρασε από την ματιά βοδινής σπάλας του Κούλη Γαλοπουλάκη. “Το 0.5% που πήγε; Γιατί 39.5% κι όχι 40%;” Ρωτάει ανήσυχος τον Πέτσα. “Σίγουρα είναι αυτοί που ξέχασες να βάλεις στην πετσολίστα, ανίκανο πρόβατο,” πετάγεται κουνώντας το δάχτυλο ο Πίπης το παπαγαλάκι με τον Πέτσα να μαζεύεται ντροπιασμένος σαν γυμνοσάλιαγκας σε πρωτοβρόχι.
“Όχι, όχι. Δεν φταίει αυτό. Τους βάλαμε όλους στη πετσολίστα που έρχεται, αυτήν με τις μάσκες για τα σχολεία.” Μουρμουρίζει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης. “Ακόμα και τον κουμπάρο του κουμπάρου βάλαμε.” Συμπληρώνει ο Πέτσας σε ύφος μαριδάκι με άνηθο στο φούρνο.
“Δεν μπορεί, κάτι έχουμε ξεχάσει,” συνεχίζει απελπισμένα ο δήμαρχος Κούλης. “Το κοτόπουλο με τις μπάμιες στο φούρνο;” Ρωτάει ανήσυχος ο Πίπης. “Γιατί; Ποιος μαγειρεύει;” Ρωτάει ο Γαλοπουλάκης. “Η Μανέστρα Φασονούλα;” Κάνει ο Πέτσας και βάζουν όλοι μαζί τα γέλια.
“Να ‘ναι καλά η Μανέστρα, γελάσαμε πάλι,” λέει ο Κούλης αλλά η ανησυχία που έχει φωλιάσει μαύρη μαυρίλα σαν καλιακούδα μέσα του δεν λέει να φύγει. “Τι άλλο θέλουν από μένα; Αρρώστιες, σεισμούς, χρεοκοπίες, αρπαχτές και καταποντισμούς έφερα. Τι άλλες πληγές να φέρω ο Μωυσής;” Κράζει σαν αγγουράκι τουρσί ο απελπισμένος δήμαρχος.
Και πάνω που ο Πίπης το παπαγαλάκι έχει χωθεί κάτω από τον καναπέ ψάχνοντας το χαμένο 0.5% ανοίγει η πόρτα του δημαρχιακού γραφείου και μπαίνει πάντα φουριόζος ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης. “Το Παναρπαχτρικό Κούνημα είναι εδώ, διασπαρμένο και λειψό,” κραυγάζει ανεμίζοντας τα χέρια του σαν πιγκουίνος έτοιμος να πετάξει.
“Αμάν ρε Νυφίτσα, που είναι η μάσκα σου;” Κάνει έντρομος και ενοχλημένος ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης. “Γιατί; Υπάρχει κανένας Αφγανός πρόσφυγας εδώ μέσα; Να στείλω τα ΜΑΤ στη Μόρια;”
“Κάηκε,” λέει δήθεν στεναχωρημένα και δήθεν ψιθυριστά ο Πέτσας. “Τι; Μαγείρεψε η Μανέστρα;” Κάνει με πονηρό χαμόγελο ο Νυφίτσας και σκάνε πάλι όλοι στα γέλια.
“Η Μόρια κάηκε, Νυφίτσα.” Ξαναλέει ο Πέτσας. “Να στείλουμε τα ΜΑΤ.” Επαναλαμβάνει ο Νυφίτσας. “Γιατί ρε Καρβουνοχοΐδη να στείλουμε τα ΜΑΤ; Ε;” Ρωτάει ο δήμαρχος Κούλης αυτή τη φορά. “Γιατί δεν φοράγανε μάσκες.” Απαντάει με σταθερή φωνή ο Νυφίτσας και για λίγο μένουν όλοι πάλι σκεφτικοί.
“Γιατί δεν φοράγανε μάσκες;” Ξαναρωτάει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης. “Γιατί η Γη είναι επίπεδη κι’ όταν φυσάει δυτικά μπορούν να μας ψεκάσουν το τσιπάκι του Μπίλι δε Γέιτς και να γίνουμε όλοι ψηφοφόροι του Σφύριζα.” Απαντάει ο Καρβουνοχοΐδης. “Και να βιάσουν.” Συμπληρώνει ο Πέτσας. “Όχι, αυτό το έχουν αναλάβει τα Μικροτσούτσουνα ξαδέρφια στον Σκάϊσε.” Πετάγεται ο Πίπης.
“Τι ‘ναι αυτά που λέτε;” Φωνάζει ο δήμαρχος Κούλης. “Αυτά είναι θεωρίες συνομοταξίας, μα τον Αρπάχτρη. Μόνο εγώ ξέρω την καλύτερη συνωμοσία. Την είδε στα ταρώ του Παναμά η Μανέστρα. Ο γείτονας Μεμέτης το οργάνωσε…” λέει σκεφτικά ο δήμαρχος. “Τι έγινες εδώ;” Ρωτάει έκπληκτος και όλο αγωνία ο Πίπης, “μετά το μαγείρεμα η Μανέστρα έμαθε και τα ταρώ;” Και ξαναγελάνε όλοι μαζί αλλά ο δήμαρχος Κούλης επιμένει, “τους οργάνωσε ο Μεμέτης να μην φοράνε μάσκες ώστε να κολλήσει το ούζο ιό και μετά πίνοντας το να αναγκαστούμε να αλλάξουμε υφαλοκρηπίδα.” Και πέφτει πάλι σιωπή.
“Τώρα που λέμε συνωμοσία, τι να κάνει αυτό τον καιρό ο Τώνης ο Αρουραίος;” Λέει ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης και παγώνει το δωμάτιο κι όλο το δημαρχιακό μέγαρο αλλά ο πάντα ετοιμόλογος Πίπης βρίσκει τον τρόπο να ξεπαγώσει το δωμάτιο, “και τι είπαμε ότι μαγείρεψε σήμερα η Μανέστρα;”
Τέλος ΙΑ’ επεισοδίου