γράφει ο Χρήστος Γραμμένος.
Το δημογραφικό ζήτημα ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ως πρόβλημα του μέλλοντος φαίνεται ότι απασχολεί λίγο ή καθόλου τους πολιτικούς μας. Αποκτά όμως ολοένα πιο εκρηκτικές διαστάσεις σε μια οικονομία που βγαίνει βαθιά τραυματισμένη από την πολυετή ύφεση, την υψηλή ανεργία και τη μετανάστευση των νέων της στο εξωτερικό. Ας δούμε αναλυτικότερα κάποια στοιχεία. Σύμφωνα με αναλογιστικές μελέτες, το 2050 οι Έλληνες θα είμαστε 9 εκατομμύρια περίπου, με έναν στους τρεις να είναι 65 ετών και άνω, εκ των οποίων μάλιστα 300.000 θα είναι άνω των 90 ετών! Αυτό σημαίνει αυξημένες δαπάνες υγείας και συντάξεων που θα πρέπει να καταβάλλονται από όλο και λιγότερους εργαζομένους.
Οπως είναι γνωστό, το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση εισφορών σε ατομικές μερίδες του κάθε εργαζομένου, συνεπώς είναι απολύτως κρίσιμο οι εργαζόμενοι να υπερτερούν αριθμητικά των συνταξιούχων. Ήδη η δραματική ύφεση των τελευταίων χρόνων μάς δίνει μια πρόγευση του τι μπορεί να ακολουθήσει. Σήμερα όσοι δεν εργάζονται (μητέρες, παιδιά, συνταξιούχοι, άνεργοι) είναι περίπου 7 εκατομμύρια συμπολίτες μας, δηλαδή διπλάσιοι από αυτούς που εργάζονται. Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν υπολογίσουμε ότι από τον πληθυσμό που εργάζεται 800.000 μισθοδοτούνται από το κράτος, ενώ οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα είναι μόλις 1,6 εκατομμύρια και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες κ.λπ. 1,3 εκατομμύρια.
Συνολικά, λιγότερο από το 1/3 του πληθυσμού, μόλις 2,9 εκατομμύρια εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα καλούνται να συντηρήσουν με τους φόρους τους έναν πληθυσμό 10,8 εκατομμυρίων πολιτών! Την ίδια ώρα ένα δυναμικό κομμάτι του ενεργού πληθυσμού, με αυξημένα τυπικά προσόντα και εργασιακή εμπειρία, εγκαταλείπει τη χώρα μας, είτε λόγω της ανεργίας, είτε λόγω της υπερφορολόγησης της εργασίας, που αφήνει ελάχιστο διαθέσιμο εισόδημα στην τσέπη. Η αιμορραγία αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων που βλέπουν καλά στελέχη τους ή μελλοντικούς εργαζομένους να φεύγουν στο εξωτερικό όσο και στα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα.
Η εξίσωση απλά δεν βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε μηδενικούς ή αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία. Κινδυνεύουμε να γίνουμε σταδιακά μια χώρα γερόντων χωρίς οικονομικό δυναμισμό. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε άμεσα πρωτοβουλίες για μαζικές επενδύσεις που θα δημιουργήσουν πολλές νέες δουλειές, αλλά και τις προϋποθέσεις για βελτίωση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας και επιστροφή άξιων νέων Ελλήνων από το εξωτερικό. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να διώχνουμε σοβαρές επενδύσεις, είτε λόγω της ανικανότητας του ελληνικού κράτους να τις διαχειριστεί, είτε λόγω των ιδεοληψιών και αγκυλώσεων του περασμένου ή και προπερασμένου αιώνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης για όλους μας, πολιτικά κόμματα και κοινωνικούς εταίρους, να προβληματιστούμε γύρω από τρεις άξονες αναγκαίων πρωτοβουλιών για: (α) τον επαναπατρισμό Ελλήνων της Διασποράς και την υποδοχή μεταναστών με εξειδικευμένες δεξιότητες, (β) τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας και την αύξηση του ρυθμού των γεννήσεων, και (γ) την ενεργό γήρανση. Θα πρέπει να γίνει εθνικός στόχος μέσα από ένα πλέγμα πολιτικών πρωτοβουλιών ο πληθυσμός της χώρας να αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2030 ώστε να αναστραφεί υπέρ των νέων η κατανομή του πληθυσμού. Όταν αντιληφθούμε τη συνθετότητα αυτών των προβλημάτων, τις αιτίες που τα παράγουν, αλλά και τις εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να έχουν για το μέλλον της χώρας μας, τότε μόνο θα κατανοήσουμε πόσο σημαντική είναι η στροφή προς τις μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις για την εθνική μας επιβίωση.