γράφει ο Γ. Κοντογιάννης
Η υπόθεση του βιασμού του ανηλίκου στο Ίλιον από, επίσης ανήλικους συμμαθητές του, λαμβάνει κάθε μέρα, όλο και πιο τραγικές διαστάσεις.
Η πράξη από μόνη της, σε κάθε υγιή ψυχικά άνθρωπο, βγάζει μια απέχθεια. Ωστόσο οι λεπτομέρειές της, στην κυριολεξία, σοκάρουν.
Διαβάσαμε ότι οι θύτες βιντεοσκοπούσαν τις αποτρόπαιες πράξεις τους και τις ανέβαζαν στο διαδίκτυο. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν δε, και ορισμένες κοπέλες, συμμαθήτριές τους, χωρίς να υπάρχει καμία αντίδραση από μέρους τους. Τελευταίο αποκρουστικό στοιχείο, το γεγονός ότι οι βιαστές ηχογραφούσαν τις σπαρακτικές κραυγές του θύματός τους γιατί, όπως είπαν, ήθελαν να εμπλουτίσουν κάποιο κομμάτι τραπ μουσικής που ήθελαν να συνθέσουν.
Και όλα αυτά διανθίζονται από την απίστευτη αρχική δήλωση των θυτών «σιγά… τι κάναμε;»!!! Αλλά και τη δήλωση ενός εκ των βιαστών στον Ανακριτή ότι «δεν ήξερα ότι αυτό που κάναμε ήταν πορνογραφία».
Όλα, λοιπόν, ξεκινούν από αυτήν την αντίληψη. Είναι εμφανές ότι οι βιαστές δεν έχουν επίγνωση των πράξεών τους, άρα και όσα ακολουθούσαν τον βιασμό του συμμαθητή τους, έμοιαζε στα μάτια τους ως φυσικό επακόλουθο.
Είναι προφανές ότι στη λογική αυτών των παιδιών, κανείς τους δεν ξεπέρασε τα όρια, γιατί δεν γνώριζαν πού βρίσκονταν τα όρια. Δεν θέλει να παρουσιάσει κανείς και τους θύτες ως θύματα. Όμως όταν κάποια παιδιά στα 15 τους χρόνια δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό, γιατί δεν ξέρουν τα μεταξύ τους όρια, τότε αυτά τα άτομα μεγαλώνοντας σε τι θα εξελιχθούν; Και πόσο εύκολο είναι να αντιληφθούν τα όρια μέσα σε ένα αναμορφωτήριο ή σε μια φυλακή;
Σίγουρα η μεγάλη ευθύνη για όλα αυτά βρίσκεται στην οικογένεια κάθε παιδιού. Τα ρεπορτάζ συναδέλφων θα έπρεπε να επικεντρωθούν στο σημείο αυτό. Να δούμε ποιοι γονείς τα ανέθρεψαν ( δεν ζητάμε να δοθούν τα ονόματά τους αλλά να γίνουν γνωστές οι προσωπικότητες του καθενός εξ αυτών) και υπό ποιες συνθήκες μεγάλωσαν τα συγκεκριμένα παιδιά. Γιατί όλο και περισσότερο αναπτύσσεται η αμερικανική πρακτική κάποιοι να φέρνουν τον κόσμο παιδιά και στη συνέχεια να τα εγκαταλείπουν στην τύχη τους, χωρίς καμία προσπάθεια για τη σωστή διαπαιδαγώγησή τους.
Εδώ, όμως, υπεισέρχεται το χρέος της πολιτείας. Αν θέλουμε να μιλάμε για κράτος πρόνοιας πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην καταβολή επιδομάτων στους μη έχοντες. Ένα πραγματικό κράτος πρόνοιας δρα και προληπτικά. Φροντίζει οι υπηρεσίες του να επιβλέπουν πώς μεγαλώνουν τα παιδιά που ζουν στην επικράτειά του. Αν τους παρέχεται σωστή τροφή και περίθαλψη, επαρκής παιδεία και εκπαίδευση, αν γενικώς ανατρέφονται σε συνθήκες από τις οποίες θα προκύψουν σωστοί πολίτες με γνώση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους. Αν γνωρίζουν τον απλό κανόνα ότι τα δικά τους δικαιώματα σταματούν εκεί που θίγονται τα δικαιώματα του συνανθρώπου τους. Ότι δεν πρέπει να κάνεις σε κάποιον άλλον αυτό που δεν θες να κάνουν σε εσένα.
Δυστυχώς, αυτούς τους απλούς κανόνες με βάση τους οποίους έχει καταφέρει να επιβιώσει η κοινωνία χιλιάδες χρόνια, φαίνεται ότι τα συγκεκριμένα παιδιά τους αγνοούσαν. Δεν τους έμαθαν ούτε στα σπίτια τους από τους ανεύθυνους γονείς τους, αλλά δεν τους έμαθαν ούτε από τους δασκάλους τους, οι οποίοι πλέον δεν είναι Δάσκαλοι με την έννοια που βιώσαμε οι παλιότεροι, αλλά απλοί δημόσιοι υπάλληλοι, με την έννοια που διαμορφώθηκε από την κομματοκρατία της δεκαετίας του ’80 και η οποία βασανίζει επί δεκαετίες την ελληνική κοινωνία.
Πρέπει λοιπόν το ελληνικό κράτος να αναθεωρήσει πολλά στην αντίληψή του. Να ενδυναμώσει δομές και υπηρεσίες που μέχρι χθες θεωρούσαμε… «πολυτέλεια». Να επανέλθει ο έλεγχος της πρόνοιας στα νοικοκυριά, για το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Να μπουν ψυχολόγοι σε κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια. Να κάνουν τακτικές επισκέψεις στα σχολεία. Να συζητούν με παιδιά που δείχνουν παραβατικές τάσεις. Να τους εξηγούν τι είναι καλό και τι είναι κακό. Να τους εξηγούν σε τι διαφέρει ο άνθρωπος από τα ζώα.
Να προλάβουν, να μη ξαναζήσουμε φαινόμενα, σαν αυτά με τα οποία ασχολείται τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κοινωνία. Φαινόμενα ντροπής που καταστρέφουν ζωές. Και των θυμάτων και των θυτών.