γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Η δημόσια συζήτηση που διεξάγεται με αφορμή την παραίτηση του υπουργού εξωτερικών περιστρέφεται περισσότερο γύρω από την αριθμητική και ελάχιστα γύρω από την σημειολογία και την αξιολόγηση των πεπραγμένων του υπουργού και του πρωθυπουργού. Ο κ. Καμμένος με 7 βουλευτές υπερισχύει του κ. Κοτζιά που δεν διαθέτει περισσότερους από 3 «δικούς του» στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Όπερ έδει δείξαι. Ο κ. Τσίπρας έπραξε με βάση τη λογική των αριθμών. Τέλος ανάλυσης. Βεβαίως, υπάρχουν και εκείνοι που στιγματίζουν τον κατά συρροή οπορτουνιστή που κυβερνά μαζί μ’ εκείνον που αρνείται την πολιτική του στα μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής και όχι μόνο. Ελάχιστοι, όμως, επισημαίνουν ότι η επιλογή του κ. Τσίπρα πλήττει τον αξιακό πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας. Με την ενέργειά του δείχνει ότι η κατάληψη της εξουσίας είναι αυτοσκοπός και κάθε μέσον που βοηθά σ’ αυτό αγιάζεται. Αυτό μπορεί να ήταν ο κανόνας σε άλλες εποχές αλλά, σήμερα δεν είναι ούτε επιτρέπεται να είναι. Ο εμπαιγμός των ψηφοφόρων και ο αμοραλισμός κατά την άσκηση της διακυβέρνησης δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι επιλογές που βάλλουν κατά της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Κι αυτό είναι πιο σημαντικό από τον ανορθολογισμό του ντουέτου των κυβερνητικών εταίρων.
Αλλά και η στάση των σχολιαστών έναντι του κ. Κοτζιά συνοδεύεται από την εύνοια που συνηθίζουμε να δείχνουμε στους ηττημένους. Γίνονται, δηλαδή, ευμενείς αναφορές προς αυτόν για την σθεναρή στάση του (!) απέναντι στο σκοπιανό. Τα σχόλια, όμως, για την αντίληψη και το ήθος άσκησης της εξουσίας είναι περιορισμένα (βλ. την εμμονή του στη δίωξη του «Athens Review of Books»). Ποιές είναι οι ουσιαστικές διαφορές του από τους κ. Τσίπρα και Καμμένο; Ο κ. Κοτζιάς απεπέμφθη από κάποιον με τον οποίο όχι μόνο ομονοεί στις θέσεις του για το σκοπιανό αλλά έχει συναντίληψη για το ήθος στην ενάσκηση της εξουσίας.
Κάμψη της κριτικής μας απέναντι στους ιδεοληπτικούς δικαιωματιστές και ακτιβιστές που πλαγιοκοπούν την φιλελεύθερη πολιτεία μας, εδώ και 4 χρόνια, δεν επιτρέπεται. Κανένα πεδίο συγχώρεσης ή εύνοιας δεν χωρεί απέναντι σ’ εκείνους που κάνουν πολιτική με βρώμικα δημοσιεύματα, με αυταρχισμούς που στρέφονται κατά της ελευθερίας έκφρασης και με εργασιακό bullying που ασκείται από δοτούς στους χώρους της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης.
Η επικινδυνότητά τους δεν μειώνεται από τις όποιες διαφορές έχουν στο εσωτερικό τους όσον αφορά την αντίληψή τους απέναντι στην διακυβέρνηση και τις πρακτικές ενάσκησής της.
Οι δημοκρατικοί πολίτες που εξακολουθούν, ακόμη, να δείχνουν εύνοια απέναντί τους, με το επιχείρημα του «μη χείρονος» πρέπει να αντιληφθούν ότι τα λάθη μιας κυβέρνησης που λειτουργεί στο πλαίσιο των αρχών της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι μικρότερης αξίας σε σχέση με εκείνα μιας άλλης που αγωνίζεται, συστηματικά, για την αποδυνάμωσή της. Τα προσωρινά οφέλη που προσπορίζονται έχουν πολλαπλάσιο τίμημα που θα το καταβάλλουν οι ίδιοι.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε και στον Φιλελεύθερο