Ο Πρωθυπουργός για αρκετό διάστημα είχε καταφέρει να μη παίρνει θέση σε θέματα που μπορεί να προκαλούσαν πολιτική ζημιά, όπως η ανοιχτή αμφισβήτηση του Γιάννη Πανούση από στελέχη του κόμματός του ή οι καβγάδες της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Ταυτόχρονα, είχε την ευτυχία να βρει απέναντί του την πιο αντιπαραγωγική επικοινωνιακή ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, οπότε η φυσιολογική κυβερνητική φθορά περιορίστηκε μόνο στους Υπουργούς και τα πρωτοκλασσάτα στελέχη. (Παρεμπιπτόντως, η πρώτη φορά που αχνοφάνηκε κάτι από επικοινωνιακή στρατηγική στην ΝΔ ήταν μετά την παραίτηση Σαμαρά, με το παρατσούκλι «χαρούμενος» που έδωσε ο Μεϊμαράκης στον Τσίπρα. Η πρώτη φορά που υπήρξε επικοινωνιακή πρωτοβουλία και καθορίστηκε η ατζέντα της ημέρας από τη ΝΔ ήταν και πάλι επί Μεϊμαράκη, με την απόφαση να ακυρωθεί το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών και τα υπονοούμενα με τα μαγνητοφωνάκια.)
Πλέον η εικόνα του Πρωθυπουργού έχει τσαλακωθεί. Σε αυτό συνέβαλε σε έναν βαθμό το δημοψήφισμα και η ερμηνεία του αποτελέσματος. Υπήρξαν άτομα που υποστήριξαν τον τερματισμό της λιτότητας ή ακόμα και την επιστροφή στη δραχμή και ένιωσαν προδομένοι από την ερμηνεία που δόθηκε στο 62% του Όχι. Δεν είναι όμως ο Αλέξης Τσίπρας ο μόνος που παρερμήνευσε σκοπίμως το αποτέλεσμα μιας εθνικής ψηφοφορίας. Το ίδιο έχουν κάνει και πολλοί άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, όπως για παράδειγμα ο Αντώνης Σαμαράς τον Ιανουάριο του 2015. Η παρερμηνεία του δημοψηφίσματος όμως δεν είναι ο κυριότερος λόγος που μουτζουρώθηκε η εικόνα του Πρωθυπουργού.
Ούτε οι διορισμοί είναι κάτι το καινούριο. Το ότι επέστρεψαν μερικές χιλιάδες άτομα στο δημόσιο -και μαζί τους και επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται- μπορεί να επιβαρύνει το κράτος οικονομικά σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή του, αλλά ταυτόχρονα δίνει φαγητό και σε χιλιάδες οικογένειες. Άλλωστε όσους και να πρόλαβε να διορίσει η κυβέρνηση στην σύντομη θητεία της δεν συγκρίνονται με αυτούς που διόρισαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Για όσους μάλιστα κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για νεποτισμό επειδή διόρισε συγγενείς, υποστηρικτές και φίλους σε σημαντικότατες θέσεις (γενικοί γραμματείς σε Υπουργεία, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, διευθυντές σε όλα τα νοσοκομεία κλπ), η απάντηση και πάλι είναι ότι τόσα χρόνια η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τις περισσότερες φορές έκαναν χειρότερα.
Στην πραγματικότητα, ούτε η παταγώδης αποτυχία των διαπραγματεύσεων είναι αυτή που απομυθοποιεί τον Πρωθυπουργό. Σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, κάθε φορά που πλησίαζαν σε συμφωνία με τους δανειστές, εκείνοι έθεταν κάποιους νέους όρους τους οποίους δεν μπορούσε εύκολα να αποδεχτεί η ελληνική κυβέρνηση. Όταν, μετά από εντονότατες διαπραγματεύσεις, ξαναπλησίαζαν σε μια κάποια λύση, οι δανειστές έθεταν και πάλι νέους όρους. Το ότι οι τελικές δικές μας προτάσεις είναι σαφώς χειρότερες από τις αρχικές των δανειστών δείχνει πόσα λάθη έγιναν εκ μέρους μας στις διαπραγματεύσεις. Ίσως οι προηγούμενες κυβερνήσεις να ήταν το ίδιο ανίκανες και να αποδέχτηκαν ότι, αν διαπραγματεύονταν, θα κατέληγαν σε παρόμοια τραγικά λάθη.
Ούτε το μεταναστευτικό, στο οποίο είχε επενδύσει πολλά ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η κύρια αιτία που τσαλακώθηκε η εικόνα του Πρωθυπουργού. Μπορεί η αρμόδια Υπουργός να ισχυρίστηκε ότι «λιάζονται» οι μετανάστες, μπορεί οι συνθήκες διαβίωσής τους να μην έχουν βελτιωθεί στο ελάχιστο, μπορεί υπερήφανοι και σπουδαγμένοι άνθρωποι που μετά πόνου ψυχής άφησαν την πατρίδα τους για να ξεφύγουν από την βαρβαρότητα του Ισλαμικού Κράτους να κυνηγάνε σαν αρπακτικά το φορτηγάκι που τους φέρνει φαγητό, αλλά τι περισσότερο θα είχαν κάνει οι προηγούμενοι; Θα τους είχαν στοιβάξει στην Αμυγδαλέζα, μικρή η διαφορά.
Τελικά, αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί κανείς να πει για τον Πρωθυπουργό: μικρή η διαφορά. Όταν μπήκε στη ζωή μας ο Αλέξης Τσίπρας ήταν κάτι το διαφορετικό, κάτι νέο και ελπιδοφόρο. Σιγά-σιγά άρχισε από μόνος του να αλλάζει. Προσπάθησε να μοιάσει στον Ανδρέα Παπανδρέου (μη ξεχνάτε την φράση του «Εγώ είμαι το ΠΑΣΟΚ σας» το 2012 στην Πάτρα), μιμούμενος ακόμα και τον τρόπο ομιλίας του. Σε ένα βαθμό τα κατάφερε. Το «όχι» στο δημοψήφισμα είναι κάτι σαν το «όχι» στις «βάσεις του θανάτου».
Ο Πρωθυπουργός της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης» έχει φτάσει στο σημείο να φαίνεται σχεδόν ίδιος με τους υπόλοιπους: ένας αρχηγός κόμματος που κοιτάζει πρώτα το συμφέρον του, μετά αυτό του κόμματός του και τέλος του λαού. Ένας Πρωθυπουργός που κέρδισε τη θέση του μέσα από σκληρή αντιπολίτευση, μηδενική συναίνεση και προεκλογικές υποσχέσεις τύπου «λεφτά υπάρχουν» και που γνώριζε ότι αργότερα θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει την δικαιολογία της «καμμένης γης». Το μόνο που λείπει είναι να βρει κάποιον τρόπο για να χαλάσει την ξεχωριστή αυτή πολυφωνία μέσα στο κόμμα του, μετατρέποντάς το σε κάτι καθαρά αρχηγικό. Ίσως να το κάνει άμεσα, με κάποιες διαγραφές, ίσως έμμεσα, με εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, πλέον ο Πρωθυπουργός αρχίζει και φαίνεται ως ένας μέσος αρχηγός κόμματος, από αυτούς που είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια και που το όνομά τους δεν πρόκειται ποτέ να μπει σε καμία πλατεία και κανέναν δρόμο. Πλέον, ακόμα και ασυναίσθητα, στα μάτια των περισσότερων είναι απλά μία από τα ίδια.