Guest

Το ντιρλαντά της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας

 

 

Τώρα ξέρω ότι θα σας φανεί τουλάχιστον σουρεαλιστικό, αλλά μετά από πέντε λεπτά και ένα ποτήρι μπύρας στο χέρι – η πρώτη μου πάιντ, για να γίνουμε και λίγο εγγλέζοι, και η πρώτη μου μπίτερ, είδος μπύρας – άκουσα τον Ζορμπά σε στιλ ντίσκο και ακολούθησε το ντιρλαντά! Σας πληροφορώ ότι η πρώτη μου βραδιά στο Λονδίνο πέρασε …ελληνικότατα, με τζατζίκι και ούζο! Σε ένα παμπ γεμάτο από ανθρώπους που αγαπούν την Ελλάδα και που οι λέξεις διακοπές, φυσική ομορφιά, θάλασσα και ήλιος είναι άμεσα συνδυασμένες αν όχι συνυφασμένες με την Ελλάδα. Όχι ότι εμείς οι Έλληνες δεν τα ξέρουμε όλα αυτά, αλλά έχει άλλη δύναμη όταν το ακούς από τους άλλους, τους ξένους. Αυτούς που αγοράζουν αυτό που προσπαθεί να πουλήσει η βαριά βιομηχανία και που λέγεται τουρισμός. Αυτοί που είναι το μεγάλο κομμάτι του target group που λένε και οι πιο ειδικοί.

 

Στα επόμενα τριάντα χρόνια που έχω ζήσει στο εξωτερικό είχα πάρα πολλές φορές την ευκαιρία να νιώσω την εκτίμηση και την αγάπη που τρέφουν οι ξένοι για την Ελλάδα  και παρόλο που πολλές φορές έχει ειπωθεί ακόμα και από πολύ ειδικούς ότι είναι θέμα οικονομικό, η δική μου αίσθηση είναι ότι δεν είναι απλά θέμα οικονομικό. Έχω ένα φίλο στην Φιλανδία που πηγαίνει στην Πάργα κάθε καλοκαίρι ένα μηνά τριάντα χρόνια τώρα. Και όταν για μια χρόνια πήγε για δέκα μέρες στην Ισπανία, δεν το θεώρησε διακοπές και χρειάστηκε να πάει τις υπόλοιπες μέρες της αδείας του στη Πάργα υποσχόμενος ότι ποτέ δεν θα ξανακάνει το ίδιο λάθος. Έχω φίλο από την Ολλανδία που ονειρεύεται να αγοράσει σπίτι στην Ελλάδα και ένα Γερμανό – ναι Γερμανό – που δεν μπορεί να φανταστεί καλοκαίρι χωρίς Ελλάδα. Κι έναν ισπανό και έναν ακόμα Φιλανδό και πολλούς Εγγλέζους.

 

Αλλά τι είναι αυτό που τους μαγεύει; Μιας και βρισκόμαστε στο καράβι των αναμνήσεων μόλις θυμήθηκα τις πρώτες μου διακοπές στην Ελλάδα με παρέα. Από Λονδίνο λοιπόν και ένας από τους πρώτους σταθμούς οι Δελφοί. Δελφοί όχι γιατί το είχα προγραμματίσει αλλά γιατί ήταν η επιθυμία της συντρόφου μου. Όταν στάθηκε λοιπόν εκεί δίπλα στο βράχο, στον ομφαλό της γης, είδα δάκρυα στα μάτια της και όπως μου εξήγησε μετά, αυτή η επίσκεψη ήταν όνειρο ζωής. Χρόνια τώρα ονειρευόταν να βρεθεί σε αυτό το σημείο και για χρόνια τώρα είχε πλάσει δεκάδες μύθους γι αυτό. Και από ό,τι συμπλήρωσε μετά όλοι οι μύθοι της είχαν βγει αληθινοί απλά, δεν μπορούσε να τους εξηγήσει με λέξεις. Κάτι παρόμοιο μου έχει πει και ο Φιλανδός φίλος που έρχεται κάθε χρόνο για τριάντα χρόνια, ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει με λόγια. Και το έχω ακούσει ξανά και ξανά από γνωστούς και αγνώστους, ότι υπάρχει κάτι που τους καλεί. Είναι οι άνθρωποι, η φύση, η ιστορία, το φαγητό, η θάλασσα, οι μυρωδιές, ο αέρας, όλα μαζί!

 

Και ναι, υπάρχουν πολλοί που έρχονται στην Ελλάδα για να κάνουν οικονομικές διακοπές, δίπλα στη θάλασσα και σε μια χώρα που προσφέρει παράλληλα με την διασκέδαση και κάτι εκπαιδευτικό. Και είναι οι ίδιοι που αν η Ισπανία τους προσφέρει πιο δελεαστικές τιμές θα μεταφερθούν στην Ισπανία ή στη Τουρκία. Αλλά η Ελλάδα αυτή τη στιγμή – ειδικά αυτή τη στιγμή – όσο τρελό και να φαίνεται μετρά τους φίλους της κυρίως στον τουρισμό. Και πρέπει να έχει πολλούς φίλους. Γιατί καμία φήμη ή δημοσίευμα δεν άλλαξε την προγραμματισμένη επίσκεψη του Φιλανδού φίλου μου στη Πάργα, η του Γερμανού φίλου μου στη Κρήτη. Γιατί αυτοί όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι δεν πάνε στην Ελλάδα για το φθηνό ξενοδοχείο και τη φθηνή μπίρα σε σχέση με τη χώρα τους αλλά γιατί έχουν αυτό τον ομφάλιο λώρο που τους συνδέει με την Ελλάδα και δεν θέλουν να τον χάσουν. Αυτοί λοιπόν είναι …πελάτες. Πιστοί πελάτες που δεν τους τρομάζει καμιά Μέρκελ και ΔΝΤ. Και αυτούς του πελάτες θα τους δούμε φέτος και μπορούν να γίνουν το ζυμάρι για μια μεγάλη παραγωγή, ένα νέο ξεκίνημα μιας και μιλάμε με όρους βιομηχανίας.

 

Αλλά πριν αναλύσουμε τους όρους ας περάσουμε σε ένα άλλο δείγμα αναμνήσεων. Με την τέως γυναίκα μου βρισκόμαστε σε ένα εστιατόριο σε νησί κοντά στην Αθήνα και την αφήνω να παραγγέλλει πρώτη, αφού παραγγέλλει στα αγγλικά μετά λέω κι εγώ τι θέλουμε από ορεκτικά και τι θα ήθελα για κυρίως πιάτο φυσικά στα Ελληνικά. Όποτε ο σερβιτόρος με κοιτάζει έκπληκτος και με ερωτάει «είσαι Έλληνας;» Μετά την θετική απάντηση κάτι άλλαξε. Ξαφνικά μας συμβούλευσε να παραγγείλουμε κάτι άλλο από αυτό που ήθελε η γυναίκα μου και εμένα με προέτρεψε να αλλάξω κάποιο από τα ορεκτικά. Δεν είπα τίποτα αλλά από ότι φάνηκε δεν είχαμε τελειώσει ακόμα. Όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού με συμβούλεψε ότι θα ήταν καλύτερα να παραγγέλνω πάντα εγώ για να μην χρεωνόμαστε τιμές για …ξένους! Ένιωσα ναυτία.

 

Σε επόμενο ταξίδι μας σε άλλο νησί στα Δωδεκάνησα ο άλλος εστιάτορας αυτή τη φορά τσαντίστηκε γιατί ήμουν Έλληνας και πολύ χοντρά όταν του είπα ότι για μια καλαμαράκια, ένα χταπόδι, μια κολοκυθάκια, μια πατάτες, μια σαλάτα, μια τυροκαφτερή, ένα σαγανάκι και ένα καραφάκι ούζο – μου έμεινε αξέχαστη η παραγγελία – δεν θα πλήρωνα ογδόντα ευρώ. Μου είπε την άλλη φορά να πήγαινα στο καφενείο της γειτονιάς μου και να αφήσω τη ξένη να πληρώσει γιατί αυτές είναι οι τιμές στη πατρίδα της! Αρνήθηκα να πληρώσω μέχρι να έρθει η αστυνομία. Κατά τύχη ένας αστυνομικός ήταν στο ίδιο εστιατόριο, σαφώς γνωστός του ιδιοκτήτη, που αφού με άκουσε με συμβούλευσε να μην κάνω σκηνή γιατί το μόνο που κατάφερνα ήταν να φάνω …φτηνός – αυτή ακριβώς τη λέξη χρησιμοποίησε – στη Φιλανδή, να δώσω εξήντα ευρώ στο ταβερνιάρη που είναι καλός οικογενειάρχης και να φύγω ήσυχα γιατί μπορεί στο τέλος εγώ να έβρισκα τον μπελά μου!

 

Πριν από δυο χρόνια ήμουν Ελλάδα και ο ταξιτζής με άκουσε να μιλώ στο τηλέφωνο για την Φιλανδία και την ολιγοήμερη επίσκεψη μου στην Ελλάδα μετά από χρόνια. Αυτομάτως χάλασε ο μετρητής και όταν φτάσαμε στην Ηλιούπολη που με φιλοξενούσαν ερχόμενοι από το Νέο Παγκράτι μου ζήτησε σαράντα πέντε ευρώ. Όταν του είπα να πάμε στο αστυνομικό τμήμα έβγαλε ένα λοστό κάτω από το κάθισμα του και με απείλησε ότι θα με χτυπήσει. Εγώ απλά άνοιξα την πόρτα και έφυγα χωρίς να πω τίποτα.

 

Στο ίδιο μου ταξίδι στην Ελλάδα πήγα στη πλατεία της Καισαριανής με τον ανιψιό μου που τόσο μου λείπει για να πιούμε ένα ουζάκι και να τα πούμε ήρεμα. Μισή ώρα μετά είχα εκνευριστεί από την αναμονή και τους τρόπους του σερβιτόρου, αλλά έγινα έξαλλος όταν ήρθε ο λογαριασμός. Ζω στο Ελσίνκι, πιθανώς την ακριβότερη πόλη της Ευρώπης και τέτοιο λογαριασμό για δυο άτομα δεν έχω δει ούτε στα πιο ακριβά εστιατόρια συμπεριλαμβανόμενου του γαλλικού κρασιού. Παρόμοιες ιστορίες τα τριάντα χρόνια που επισκέπτομαι την Ελλάδα με παρέα η μόνος έχω πάρα πολλές. Από ταξιτζήδες που με άφησαν στη μέση της Ποσειδώνος με όλες μου τις βαλίτσες γιατί δεν ήρθαν στο αεροδρόμιο (στο παλιό αεροδρόμιο) να πάρουν έναν …Έλληνα μέχρι την Ηλιούπολη, μέχρι ταβερνιάρηδες σε νησιά που άλλαξαν την σαλάτα μόλις κατάλαβαν ότι ήμουν Έλληνας. Και πολύ φυσικά θα μου πείτε ότι δεν είναι όλοι οι ταξιτζήδες έτσι ούτε όλοι οι ταβερνιάρηδες. Αλλά έλα που μετά από τριάντα χρόνια μόνο αυτούς θυμάμαι! Και το ίδιο συμβαίνει και για τον ξένο ακόμα και όταν έχει αυτόν το ομφάλιο λώρο που λέγαμε προηγουμένως. Και που να δείτε ιστορίες που μου έχουν διηγηθεί αυτοί! Αλλά γι αυτούς είναι μέσα στο πρόγραμμα, μέσα στη περιπέτεια και την μαγεία και τις περισσότερες φορές γελάνε με την γραφικότητα της περιπέτειας για μένα όμως είναι πληγές που πονάνε γιατί έτσι δημιουργούνται τα στερεότυπα που πληρώνουμε αυτή τη στιγμή! Και αυτό με όρους βιομηχανίας λέγεται κακό service και απαράδεκτη προώθηση του προϊόντος και η αιτία να χάσεις πελάτες.

 

Όπως είπα και στην αρχή ο ελληνικός τουρισμός ονομάστηκε βαριά βιομηχανία πριν από δυο δεκαετίες και έγινε πολύ σωστά για να πάρει και την ανάλογη αξία, υπόβαθρο και σημασία. Στη θεωρία. Γιατί στην πράξη ονομάστηκε έτσι σαν αντίδραση σε αυτό που ήταν πολύ διαδομένο ειδικά την δεκαετία του 80 στην Ελλάδα – εποχή που λέγαμε ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο – ότι οι έλληνες θα γίνουμε οι σερβιτόροι της Ευρώπης με μοναδική μας συμβολή στη σύγχρονη Ευρώπη η πρόσφορα τόπων αναψυχής. Και δυστυχώς αυτό έγινε συνείδηση για πολύ κόσμο υποβιβάζοντας ουσιαστικά το ρόλο του τουρισμού στην ελληνική κοινωνία και φυσικά στην ελληνική οικονομία.

 

Αλλά ακόμα κι αν είμαστε οι σερβιτόροι της Ευρώπης ας το κάναμε και σωστά για να γίνει και προσοδοφόρο όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό. Γιατί βλέπετε το καρκίνωμα του ελληνικού τουρισμού είναι ότι έγινε για δεκαετίες πεδίο αρπαχτής και διαφθοράς που άγγιζε όλες τις πλευρές της ελληνικής κοινωνίας τουλάχιστον στα μέρη που αναπτύσσονταν ο τουρισμός. Ολόκληρες τοπικές κοινωνίες συνωμότησαν – λυπάμαι για τις σκληρές λέξεις αλλά είναι η πραγματικότητα – για να γίνουν αυτές οι αρπαχτές. Και αντί να κτίζουμε μια βιομηχανία που μπορούσε να προσφέρει και στον κρατικό κουβανά κάναμε σαν εκείνη την ελληνική ταινία του 60 με τον τίτλο «Έρχεται το δολάριο» που έτρεχαν τα καμάκια να καμακώσουν και να γδύσουν τον αμερικανό φαντάρο. Και τότε όλοι γελάσαμε με τον Κωνσταντίνου και τον αείμνηστο Ηλιόπουλο αλλά αν κάνεις μια βόλτα σε μερικά νησιά και ακούσεις μερικές καταγγελίες δεν θα έχεις καμιά διάθεση να γελάσεις.

 

Σαπιοκάραβα που ποτέ δεν ήταν στην ώρα τους και όταν ερχόντουσαν ήταν υπερπλήρη με τον χαμό που όλοι θυμόμαστε. Δωμάτια που κάποτε ήταν στάβλοι και ξαφνικά έγιναν δωμάτια προς ενοικίαση, με θέα τη θάλασσα και χρειαζόσουν μια ώρα και το κάθε άχρηστο λεωφορείο για να φτάσεις τη θάλασσα. Παραλίες γεμάτες σκουπίδια και τενεκεδάκια και να μην πιάσω τα καμάκια που φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε μαγκιά τον κάθε γελοίο που εκπορνευόταν για να περάσει μια εβδομάδα «καλά» με έξοδα της τουρίστριας. Και αυτό το λέει κάποιος που μόνο πουριτανός δεν θεωρείται. Αλλά το καμάκι έγινε σύμβολο του ελληνικού τουρισμού και άρχισε να έλκει και τους ανάλογους τουρίστες!

 

Η Φιλανδία δεν έχει καμιά Ακρόπολη, κανένα Σούνιο και κανένα ηλιοβασίλεμα σε καμιά Σαντορίνη αλλά αντιμετωπίζει αυτόν τον ελάχιστο τουρισμό της με σοβαρότητα όπως αξίζει σε μια ανάλογη βιομηχανία και μάλιστα σε μια βιομηχανία που με πολύ δυσκολία αναπτύσσεται στην αρκτική χώρα. Υπάρχουν δυο άξονες, τον χειμώνα είναι το Ροβανιέμι και το χωριό του Άγιου Βασίλη και το καλοκαίρι τα κρουαζιερόπλοια που κάνουν το γύρο της Βαλτικής. Κάθε ξενοδοχείο, κάθε πανσιόν, κάθε καφενείο που ανοίγει παιρνάει από προσεκτικό έλεγχο γιατί εκτός από το να εξυπηρετεί είναι και πρέσβης της χώρας. Ένας κακός μάγειρας είναι κακό μαντάτο για όλη την περιοχή! Τα κρουαζιερόπλοια απλά σταματάνε στο Ελσίνκι και τα περισσότερα δεν διανυκτερεύουν. Κι όμως τα πάντα γύρω από την περιοχή που θα κινηθούν οι τουρίστες είναι άψογα. Και δεν υπάρχουν διαφορετικές τιμές, ούτε διαφορετικά μενού. Γιατί ο Φιλανδός θέλει να δημιουργήσει πελάτες! Και ξέρετε ποιο είναι το τρομακτικό; Ότι τα καταφέρνει και όπως λένε οι ίδιοι οι πράκτορες ένα ποσοστό που πια αγγίζει το 15% θέλει να ξαναέρθει στο Ελσίνκι και να περάσει μια εβδομάδα σε μια πόλη που το μόνο που προσφέρει είναι καθαρό περιβάλλον και καλή εξυπηρέτηση γιατί τα υπόλοιπα δυο μέρες αρκούν για να τα δεις όλα.

 

Κατά περιόδους διδάσκω στα κρατικά σχολεία που βοηθούν  τους νέο-αφιχθέντες μετανάστες να μάθουν την γλώσσα και να προσαρμοστούν στην φιλανδική πραγματικότητα. Πολλοί ονειρεύονται να ανοίξουν εστιατόρια με φαγητό της πατρίδας τους. Πάντα τους κατευθύνουμε σε σχολές μαγειρικής. Όχι γιατί θα τους μάθουν να μαγειρεύουν αλλά πώς να μαγειρεύουν. Τι σημαίνει καθαριότητα, τι σημαίνει εξυπηρέτηση και τι σημαίνει τον πελάτη το προσέχουμε. Το ίδιο ισχύει για τους σερβιτόρους, ναι υπάρχουν σχόλες ακόμα και γι αυτό, τους ξενοδοχειακούς υπαλλήλους και όλους όσους παρέχουν υπηρεσίες.

 

Και ναι, στη Φιλανδία προσπαθούν αυτή τη περίοδο να αναπτύξουν προγράμματα αθλητικού η αγροτικού τουρισμού. Και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα γιατί φροντίζουν πριν περάσουν στην πώληση να φτιάξουν και να ορίσουν τις υποδομές. Οι εγκαταστάσεις για αθλητικό τουρισμό είναι επιπέδου ολυμπιακών αγώνων και ο αγροτουρισμός γίνεται σε πολύ επιλεγμένες περιοχές και με τη συνεχή παρακολούθηση ειδικών. Είπαμε, η τουριστική βιομηχανία είναι παράλληλα και πρεσβευτής και ένας παραπονεμένος πελάτης μπορεί να κάνει πιο πολύ ζημία από κάθε γελοίο άρθρο της κάθε γερμανικής φυλλάδας. Και κανένας Φιλανδός αστυνόμος όταν καταγγείλεις αισχροκέρδεια δεν θα σε αποκαλέσει φτηνό γκόμενο και ο Φιλανδός ταξιτζής θα σου ανοίξει την πόρτα για να μπεις στο αυτοκίνητο.

 

Βλέπετε η διαφθορά δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των πολιτικών όπως αρεσκόμαστε να καταγγέλλουμε τελευταία και αυτό δεν έχει σχέση ούτε με το «μαζί τα φάγαμε» ούτε με την οικονομική κρίση. Η διαφθορά στην Ελλάδα, η διαφθορά της αρπαχτής έγινε κοινωνικά αποδεκτή και η κρίση είναι απλά ένα από τα αποτελέσματα της.

 

Τώρα έχω πάρει φόρα και θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα αλλά θα περιοριστώ σε κάτι που συνηθίζει να γράφει καλός φίλος, καθηγητής φιλοσοφίας σε αμερικανικό πανεπιστήμιο όταν τελειώνει τα άρθρα του. Αφού έχει γεμίσει σελίδες με ερωτήματα χωρίς απαντήσεις στο τέλος πάντα γράφει, τροφή για σκέψη! Απλά σκεφτείτε τα παραδείγματα που έχω γράψει, συνδέσετε τα με δικά σας η αυτά που έχετε διαβάσει και μετά θα καταλάβετε τι πρέπει να αλλάξει για να γίνει ο ντιρλαντά ελληνικός τουρισμός βαριά βιομηχανία!


Διαβάστε το άρθρο του Θάνου Καλαμίδα στο περιοδικό apopseis με θέμα την τουριστική βιομηχανία

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Το ντιρλαντά της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας

Η λέξη βιομηχανία και μάλιστα βαριά βιομηχανία άρχισε να συνοδεύει τον τουρισμό και ειδικά τον ελληνικό τουρισμό πριν από μια εικοσαετία και ήρθε περισσότερο από ανάγκη για να αντιμετωπίσει μια σειρά από άλλες έννοιες και για να δώσει πνοή ανανέωσης σε μια βιομηχανία που άσθμαινε παρά για να δώσει τις πραγματικές διαστάσεις που οι λέξεις βαριά βιομηχανία αξίζουν.

 

Την πρώτη φορά που ένιωσα τι σημαίνει για πολλούς ανθρώπους Ελλάδα και το να περάσουν έστω και λίγες μέρες στην Ελλάδα ήταν η πρώτη μέρα, την πρώτη φορά που έφτασα στο Λονδίνο. Μόλις είχα πάρει μια υποτροφία και επρόκειτο να φοιτήσω σε ένα από τα πιο γνωστά πανεπιστήμια στον κόσμο – εκείνη την εποχή ακόμα έδιναν υποτροφίες κάποια πανεπιστήμια – και πριν καταλήξω στο τελικό μου προορισμό και στο δωμάτιο, σε μια φοιτητική λέσχη που είχα δει μόνο σε φωτογραφίες - φυσικά μιλάμε για την προ-ιντερνετ εποχή - αποφάσισα ότι έπρεπε να έχω και την πρώτη μου εμπειρία από τα αγγλικά παμπ που τόσα είχα διαβάσει και γεύση από αγγλική μπύρα. Έτσι σαν καλός τουρίστας πήγα στο πιο τουριστικό μέρος του Λονδίνου, στο Covent Garden για να βρω ένα καλό παμπ. Στην Ελλάδα τότε κυκλοφορούσε ένα μουσικό και λίγο ροκ lifestyle περιοδικό, το «ποπ και ροκ» του Γιάννη Πετρίδη που είχε κάνει το Λονδίνο τον πιο επιθυμητό ροκ προορισμό και το Covent Garden υποχρέωση.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο