γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Γυρνάμε πάλι στο 46 μ.μ. (μετά μεταπολίτευσης) και πάντα στο χωριό των ανυπότακτων υστερικών που συνεχίζει να αντιστέκεται στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: …Ευχαριστώ τους Γάλλους.
Στο δημαρχείο υπάρχει μια περίεργη ταραχή. Ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης έχει κλειδωθεί στο γραφείο του, ολομόναχος και φωνάζει στο ανοιχτό παράθυρο: “ευχαριστώ, μερσί, μερσί μπουρού, φχαριστώ…” Κι ενώ απ΄ έξω κάτι στυλογράφοι του Στυλογραφικού Οχετού Μαριδάκι και του Σκάϊσε τον χειροκροτούν έτσι από κεκτημένη ταχύτητα, μέσα ο Πίπης το παπαγαλάκι με τον Λουδοβίκο χιονοδρομικών και περιπάτων και την Μανέστρα Φασονούλα αλληλοκοιτάζονται ανήσυχοι.
“Τι κάνει; Τι είναι αυτά που λέει; Ποιον ευχαριστεί;” Ρωτάει ο Λουδοβίκος χιονοδρομικών και περιπάτων. “Τον τέως δήμαρχο Ελίτσα κάνει αλλά όχι στο αμερικάνικο, στο πιο Γαλλικό.” Απαντά ο Πίπης. “Να δεις που τον πείραξε η μακαρονάδα που έφαγε χτες. Και του το ‘πα, Κούλη μπανάλ φαγητό. Κοίτα το χρώμα, κοίτα το στιλ. Θα έτρωγε ποτέ η Γιάννα Φαρίνα-Ψιλομύτα …μακαρονάδα;” λέει όλο ελεγχόμενη αγωνία – μη φανούν και τίποτα ρυτίδες – η Μανέστρα Φασονούλα στρώνοντας κάτι ζάρες από την εξαιρετικού γούστου κίτρινη λινή κελεμπία στιλ Ντέμης Ρούσσος τότε που τραγούδαγε το: ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου.
“Να φωνάξω την μαμά μου;” Ρωτάει ανήσυχος ο Λουδοβίκος εμπνευσμένος από την εικόνα, “να τον πάμε έναν περίπατο αν χρειάζεται. Για το καλό του.” “Άλλο που δεν θέλει η μαμά σου, να τον πάει περίπατο.” Ψιθυρίζει η Μανέστρα. “Παρακαλώ πολύ, προσωπικά ζητήματα, συζήτηση κομμένη.” Απαντάει ο Λουδοβίκος σε ύφος Σάκης ο υδραυλικός.
Την ίδια στιγμή σε άλλο δωμάτιο του δημαρχείου επικρατεί πένθιμη σιωπή σε ρυθμούς “Δεν ήταν νησί, ήταν υφαλοκρηπίδα που κείτουνταν στη θάλασσα.”
“Υπάρχει σχέδιο,” αναμασά μέσα στη σιωπή ο Δέντρος από το γραφείο εξωτερικών υποχωρήσεων. “Υπάρχει σχέδιο αλλά δεν μας το λέει για να μην το μαρτυρήσουμε. Είναι μυστικό.”
“Τι μυστικό ρε Δέντρο, μα το γιλέκο που φοράω. Έχει βγάλει ο γείτονας Μεμέτης την χλοοκοπτική και κουρεύει το γκαζόν στον κήπο μας.” Κάνει δήθεν αγανακτισμένος ο Άδης ο γελωτοποιός. “Εσύ τι κάνεις εδώ; Εδώ δεν είναι παίξε επένδυσε, εδώ μιλάμε σοβαρά. ” Φωνάζει εκνευρισμένος ο Δέντρος.
“Από τότε που έχασα την επένδυση νιώθω μόνος, έτσι πήρα το κουβαδάκι μου κι ήρθα στη δική σας παραλία.” Ανταπάντα ήρεμα ο Άδης. “Εσείς γιλέκο πήρατε; Κανέναν αρχαίο; Έναν Σοφοκλή, έναν Αισχύλο σε έκπτωση;”
Ο Δέντρος κούνησε εκνευρισμένα το κεφάλι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. “Τουλάχιστον έχουμε κανένα νέο από την Αρχαγγέλα της Ντόιτσε Βέλε;” Ρώτησε σιωπηλά. “Θα τραγουδήσει αύριο και η Ντόιτσε Βέλε μας έστειλε ήδη τον τίτλο του τραγουδιού.” Έκανε κάποιος μέσα στο σκοτάδι. “Αυτό είναι καλό,” αναθάρρησε ο Δέντρος, “και ποιος είναι ο τίτλος;”
“Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι…”
Και μ’ αυτά ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνει μέσα μασκοφόρος. “Αμάν, ο Ζορρό,” αναφωνούν όλοι τρομαγμένοι. “Ήρθε να κλέψει από τους αστούς πολιτικούς και να τα δώσει στους αριστερούς εργάτες;”
“Όχι μα τον Αρπάχτρη, ο Λύκος Παπαριάς είναι που μόλις γύρισε από τα μπουζούκια.”
“Πήγε κι όλας δυο τα ξημερώματα;”
“Όχι μωρέ, δυο το μεσημέρι είναι, αλλά ο ιός χτυπάει την οικονομία μετά τις οκτώ…” Και πάνω που ο Άδης εξηγούσε στον Δέντρο ξανανοίγει η πόρτα κι ορμάει μέσα ο Πίπης αναστατωμένος. “Γρήγορα στο γραφείο του δημάρχου, ο Κούλης Γαλοπουλάκης θα κάνει διάγγελμα.”
Στο γραφείο είναι ήδη η Μανέστρα Φασονούλα – σε πουκαμίσα κόκκινα πουά με σαλβάρι σε χρώμα χακί, μαντήλα μαύρης χήρας και πρασινόχρυσα σανδάλια – ο Λουδοβίκος χιονοδρομικών και περιπάτων και η Μυαλά Κεραμιδίως σε στάση σαλιγκάρια με σκόρδο.
Και με το που μπαίνουν όλοι και κλείνει η πόρτα ζωντανεύει η οθόνη της τηλεόρασης κι εμφανίζεται ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης με φόντο το φαράγγι της Σαμαριάς. “Ρε συ δίπλα δεν είναι ο δήμαρχος;” Ρωτάει ο Δέντρος. “Δίπλα είναι αλλά δοκιμάζουμε διαφορετικά μπακράουντ! Τι; Μόνο Καστελλόριζο θα παίζουμε όταν βαράμε διάλυση;”
Κι επιτόπου πέφτει μουσική με τον δήμαρχο στην οθόνη σε τραγουδάει σε στιλ και πόνο Πάριου:
“Σ’ ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου
ήρθες την πιο κατάλληλη στιγμή
η αγκαλιά σου είν’ η δύναμή μου
κι ο έρωτάς σου λόγος για να ζω
Μερσί μπουρού, μερσί μπουρού…”
“Ρε συ όλα καλά, αλλά αυτό το μερσί …μπουρού, σωστά το λέει; Δε μου ακούγεται για Γαλλικό.” Ρωτάει σιγά για να μην τον ακούσουν οι άλλοι ο Λύκος Παπαριάς. “Σωστά το λέει, είναι το μπουρού που βγαίνει από το μπουκάρετε σκύλοι κι αλέστε.” Εξηγεί με χαμόγελο ο Πίπης το παπαγαλάκι.
Τέλος Ζ’ επεισοδίου