γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Παρακολούθησα πρόσφατα την παλιά βουβή ταινία του πρωτοπόρου Σοβιετικού σκηνοθέτη Sergei Eisenstein, “Απεργία” (1925). Η συγκεκριμένη ταινία, η πρώτη μεγάλη δημιουργία του Eisenstein και χαρακτηριστικό δημιούργημα προπαγανδιστικής τέχνης, με έντονη τρομακτική μουσική και γρήγορα εναλλασσόμενα πλάνα, παρουσιάζει όχι πρόσωπα αλλά ανθρώπινους τύπους: από τη μια μεριά οι τίμιοι και οικονομικά εξαθλιωμένοι εργάτες και από την άλλη οι τετράπαχοι καπιταλιστές που κάπνιζαν μανιωδώς πούρα, φορούσαν κοστούμι, ημίψηλα καπέλα και χαμογελούσαν μοχθηρά ώστε να φαίνονται τα σαπισμένα τους δόντια. Δε μπόρεσα να μη φέρω στο νου μου το κομουνιστικό κόμμα της χώρας μας, με όλη του την ιστορία. Συμπτωματικά, έγινε πάλι επίκαιρο ως θέμα.
Συγκεκριμένα, αφού το ανακοίνωσε από πριν, και παρά την πανδημία αλλά και το γνωστό πλέον σε όλους γεγονός ότι η εργατική πρωτομαγιά θεσπίστηκε επίσημα το 1936 με νόμο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, τελικά το ΚΚΕ έκανε την καθιερωμένη συγκέντρωσή του στο Σύνταγμα. Παρεμπιπτόντως, είναι επίσης γνωστό ότι στη Σοβιετική Ένωση οι απεργίες ήταν γενικά απαγορευμένες: αφού υποτίθεται ότι δεν υπήρχε εδραιωμένη αστική τάξη, οι κινητοποιήσεις του λαού δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης.
Αυτό βέβαια είναι μονάχα το αποκορύφωμα. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδος έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη. Η Λιάνα Κανέλλη να αρνείται να προσφέρει μέρος του βουλευτικού μισθού της όπως οι υπόλοιποι βουλευτές, οι αρχές του κόμματος να υπερασπίζονται τον διαδηλωτή που έριξε πισώπλατη κλωτσιά σε αστυνομικό, το χύσιμο καφέ στον Τζήμερο από τον Πρωτούλη, κατά καιρούς δημοσιεύματα για αντίστοιχες εκφράσεις βίας, καθώς και διάφορες ατυχείς δηλώσεις στελεχών του συγκεκριμένου κόμματος, το ερώτημα που τελικά προκύπτει από όλα αυτά, είναι: άραγε στην Ελλάδα του 21ου αιώνα το ΚΚΕ έχει κάποιον λόγο ύπαρξης; Ξέρω ότι θα δυσαρεστήσω μερικούς, αλλά δε νομίζω πως είναι κάτι που μπορεί πια να αποφευχθεί.
Κατά τη γνώμη μου, το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδος είναι ένας απολυταρχικός, απολιθωμένος και εντελώς απροσάρμοστος κομματικός σχηματισμός που δεν έχει πλέον κανένα σοβαρό λόγο ύπαρξης. Τότε όμως γιατί έχει τόσα μέλη και βρίσκεται στη Βουλή με σχετικά σταθερά ποσοστά της τάξης 5%;
Εδώ δεν πρόκειται να καταφύγω στις γνωστές εικασίες του τι θα είχε συμβεί αν ο ελληνικός Εμφύλιος είχε λήξει με νίκη του ΕΑΜ, ούτε θα επαναλάβω τις γνωστές και χιλιοειπωμένες διατυπώσεις του τύπου «ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι». Αντίθετα, αυτό που με απασχολεί και νομίζω πως είναι το σημαντικότερο, είναι το εξής: ποιοι άνθρωποι στηρίζουν το ΚΚΕ σήμερα; Αρχικά, στις ευρωεκλογές του 2019, το ΚΚΕ κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό και τον μικρότερο αριθμό ψήφων σε ευρωπαϊκές εκλογές από το 1994, ενώ από τις τελευταίες εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 δεν έχει ούτε κέρδη ούτε απώλειες. Αντίθετα, παρουσιάζει ένα προφίλ αδιάλλακτης ιδεολογικής καθαρότητας.
Το ΚΚΕ «φαίνεται σαν να μένει αγκιστρωμένο στα δεδομένα του 20ού αιώνα, και μάλιστα σε εκείνα που ανάγονται στις δεκαετίες πριν την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μ’ άλλα λόγια υπερασπίζεται ένα κοινωνικο-πολιτικό μοντέλο που κατέρρευσε το 1989 και το οποίο δεν φαίνεται σήμερα ικανό να διεισδύσει στα λαϊκά στρώματα ως μια ρεαλιστική και ελπιδοφόρα πρόταση για τον αναγκαίο κοινωνικό μετασχηματισμό, στις κοινωνίες που πλήττονται από ακραία φαινόμενα κοινωνικής ανισότητας, έντασης της εκμετάλλευσης και συρρίκνωσης των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Έχω την αίσθηση ότι το ΚΚΕ αρνείται συνειδητά να επανεπεξεργαστεί τον λόγο που απευθύνει προς τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που δηλώνει ότι θέλει να εκπροσωπήσει, έτσι ώστε προοπτικά να εξασφαλίσει την ιδεολογική ηγεμονία στις κυριαρχούμενες κατηγορίες του πληθυσμού» σύμφωνα με τον Νίκο Σερντεδάκη, καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ένα μεγάλο μέρος όσων ανήκουν στο ΚΚΕ είτε είναι από πολύ μικρή ηλικία λόγω επιρροής κάποιου ηλικιακά μεγαλύτερου μέντορα, είτε (το συνηθέστερο) ως οικογενειακή παράδοση. Συνήθως, η αφοσίωση στο κόμμα είναι κάτι που περνά ως κληρονομική διαδοχή και έχει αναφορά σε γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου ή της Χούντας. Πιο απλά, πολλά άτομα που είναι σήμερα πιστά μέλη του ΚΚΕ, είναι συνήθως επειδή έχουν συγγενή ή συγγενείς που πήραν μέρος σε κάτι από τα παραπάνω και επιθυμούν να τιμήσουν τον ρόλο τους. Τέτοιες μνήμες περνούν άλλωστε από γενιά σε γενιά και ο συναισθηματικός αντίκτυπος που προκαλούν δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάται. Ακόμη θυμάμαι εκείνη την κοπέλα στο Λύκειο που μου έλεγε πως θα ψηφίζει ισόβια το Κομουνιστικό Κόμμα, για χάρη του αγαπημένου της παππού, που δεν είναι πια στη ζωή. Φυσικά, είναι ένα αρκετά ακραίο ως παράδειγμα αλλά και πάλι, δεν έχω γνωρίσει ή έστω ακούσει ποτέ κάποιον να γίνεται σήμερα μέλος στο ΚΚΕ μετά από κάποια ηλικία.
Τώρα, ας υποθέσουμε πως διαφωνείς με κάποιον από τους υποστηρικτές του. Το πρώτο πράγμα που θα επιχειρήσει, είναι να εξετάσει την κοινωνικοοικονομική σου προέλευση. Αν ανήκεις στην αστική τάξη, η απάντησή του είναι εύκολη: πιθανότατα θα σε αγνοήσει, λέγοντας πως εκφράζεις συνειδητά ή ασύνειδα ένα συγκεκριμένο στρατόπεδο και, ως εκ τούτου, οτιδήποτε πεις είναι αντιδραστικό και στρέφεται ενάντια στην πορεία της ιστορίας (ό,τι και αν σημαίνει αυτό). Δεν έχει σημασία που πολλοί κομματικοί οπαδοί ή και θεωρητικοί (ακόμη και ο ίδιος ο Marx) ήταν αστοί, το ΚΚΕ φαίνεται να αγαπάει τα παράδοξα. Είσαι ταξικός εχθρός. Αν είσαι μέρος της εργατικής τάξης, η απάντηση θα είναι λίγο διαφορετική. Θα σε χαρακτηρίσουν lumpenproletariat, δηλαδή προλετάριο που βρίσκεται σε σύγχυση και αγνοεί τα πραγματικά συμφέροντα της τάξης του που (για κάποιον λόγο πρέπει να) ταυτίζονται με το σύνολο της ανθρωπότητας πέραν εθνών, φύλων και άλλων τινών κατηγοριοποιήσεων. Χρειάζεσαι «διαφώτιση». Αν μάλιστα τολμήσει κάποιος και αντιπαραβάλλει τα εγκλήματα του Stalin με τη ναζιστική φρίκη, αμέσως τον κατηγορούν ότι ισοπεδώνει τα πράγματα, ότι είναι αστός και φασίστας (όροι που οι ίδιοι εκλαμβάνουν ισοπεδωτικά ωςσυνώνυμους, αν όχι ταυτόσημους). Με λίγα λόγια, αν συγκρίνεις έναν σκληρό και απάνθρωπο δικτάτορα με έναν άλλο, είσαι άδικος και ισοπεδωτικός. Άσχετα αν εκείνοι δε σταματούν να ταυτίζουν ασταμάτητα κάθε Δεξιά (ή και σοσιαλδημοκρατική) πολιτική με φασισμό.
Επίσης, ενώ δηλώνουν πως πιστεύουν στην επιστήμη, φαίνονται πεπεισμένοι πως ο μόνος κατάλληλος να εξετάσει και να αποφανθεί για όσα συνέβησαν επί Stalin, είναι οι ίδιοι οι οπαδοί του Stalin. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως αγνοούν πλήρως την επιστημονική ιστορία. Αυτό είναι το πλέον ενδιαφέρον: ενώ μελετούν και επικαλούνται ακόμη και «αστούς» ιστορικούς κάνοντας χρήση των επιστημονικών τους πορισμάτων, θυμούνται το γεγονός ότι είναι αστοί μονάχα όταν συμβαίνει να διαφωνούν μαζί τους. Δηλαδή όσο μας βολεύει κάτι, το κρατάμε. Αν πάψει να μας ευνοεί, τότε ξαφνικά ο συγγραφέας του αποδεικνύεται αστός (αλλά και πάλι κρατάμε τα όποια ευνοϊκά συμπεράσματα εκφράζει). Αυτό φαίνεται και στον παράξενο και ad hoc χαρακτήρα που έχει η βασική τους ιδεολογία, που δεν είναι άλλη από τον διαλεκτικό υλισμό στην πλέον αποστεωμένη μορφή του (“Diamat”), που περιλαμβάνει μια αιτιοκρατική φιλοσοφία βάσης-εποικοδομήματος (γεμάτη με ad hoc παρατηρήσεις), μια παρωχημένη πολιτική οικονομία που στηρίζεται στη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας και το τόσο αμφισβητούμενο δόγμα σήμερα, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όσον αφορά μάλιστα αυτό το τελευταίο, υπάρχουν υποψίες ότι και τα ίδια τα στελέχη του έχουν αρκετές αμφιβολίες σχετικά με το πόσο πραγματοποιήσιμο είναι. Όταν ρώτησαν την Αλέκα Παπαρήγα τι θα κάνει το ΚΚΕ αν εκλεγεί κυβέρνηση, απάντησε περίπου το εξής: «Θα λέγαμε στον λαό ότι αφού έκανες αυτό το βήμα (ενν. να δώσει στο ΚΚΕ 40%) με μπροστάρηδες εμάς τους κομουνιστές, πάρε την εξουσία στα χέρια σου. Πάρε όλα τα μεγάλα εργοστάσια, τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια». Όταν ερωτήθηκε από τον δημοσιογράφο αν έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, απάντησε αρνητικά.
Επιστρέφοντας στο Diamat, πρέπει να πούμε πως είναι ένα σκληροπυρηνικό δόγμα που αγνοεί σχεδόν οποιαδήποτε αναθεωρητική προσπάθεια και τροποποίηση έχει γίνει στον χώρο του μαρξισμού από την εποχή του Althousser και έπειτα. Ενώ σήμερα υπάρχουν περισσότερες και πιο πολυποίκιλες σύγχρονες ερμηνείες στην Αριστερά από όσες φαντάζεται κανείς, συνδυάζοντας ψυχανάλυση, φεμινιστική και αντιαποικιοκρατική θεωρία (βλ. ενδεικτικά το περιεκτικό βιβλίο του Razmig Keucheyan), το ΚΚΕ επιμένει στην επίσημη σοβιετική ιδεολογία που αγνοεί πλήρως τη μεταβιομηχανική εποχή και τον ρόλο της πληροφορικής στην εργασία σήμερα. Διότι το ΚΚΕ δεν είναι ένα αυτόνομο κόμμα. Είναι δορυφόρος. Στην ουσία δεν εκφράζει τίποτε άλλο από την ιδεολογία και τα συμφέροντα της πάλαι ποτέ κραταιά Ε.Σ.Δ.Δ., μετά τη διάλυση της οποίας το ΚΚΕ μετατράπηκε από ενεργός πολιτική δύναμη σε δορυφόρος που έχει χάσει το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται. Αυτός είναι ο λόγος που το κόμμα τηρεί μια τόσο αδιάλλακτη και αρνητική στάση απέναντι σε οποιαδήποτε πρόταση δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον σοβιετικό κομουνισμό του περασμένου αιώνα. Συνήθως οι απαντήσεις τους ποικίλουν ελαφρώς και κινούνται στο φάσμα ανάμεσα στον πολιτικό ιδεαλισμό και τον μακιαβελισμό. Συγκεκριμένα, τείνουν να εγκωμιάζουν άκριτα τον Stalin ως απελευθερωτή των λαών από το «φασιστικό τέρας», όταν όμως τους υπενθυμίζεται ότι ο τελευταίος ήταν σύμμαχος του Hitler (και πρόσφατα αρχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα, δείχνουν πως αν ο τελευταίος δεν είχε επιτεθεί, δεν υπήρχε πρόθεση άμεσης σύγκρουσης εκ μέρους της σοβιετικής πλευράς) και μαζί εισέβαλαν στην Πολωνία, τότε οι οπαδοί τους αλλάζουν ύφος και εξηγούν με πλήθος λεπτομερειών πόσο στρατηγικά αναγκαία ήταν μια τέτοια συμμαχία τη δεδομένη στιγμή, ποιοι ήταν οι κίνδυνοι και πόσο αμείλικτη είναι η ιστορία. Το ερώτημα με μια τέτοια λογική είναι: πού φτάνουν τα όριά της; Πόσα πράγματα μπορούν να δικαιολογηθούν στο όνομα της σκληρότητας της ιστορίας;
Αν είναι πάντως κανείς οπαδός του σοβιετικού κομουνισμού, η απάντηση είναι σαφής: αν είναι να φτάσουμε στην τέλεια αταξική κοινωνία και στην κατάργηση της αδικίας, σχεδόν τα πάντα δικαιολογούνται. Κοινώς, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Οι Δίκες της Μόσχας, τα gulag (που πρώτο το τσαρικό καθεστώς είχε δημιουργήσει) με σκοπό να διασωθούν από ορισμένους προδότες όσα είχε πετύχει με κόπο η επανάσταση. Το βάρβαρο έγκλημα στο Κατύν συνήθως το αρνούνται εντελώς, σε πείσμα όλης της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Σε συζήτηση με ένα τέτοιο άτομο μάλιστα, θυμάμαι να μου λέει ότι τα ξερά φύλλα στον τάφο αποδεικνύουν ότι ήταν δουλειά των Γερμανών ναζί, ότι για κάποιον λόγο η γραπτή διαταγή του Stalin που βρέθηκε είναι και αυτή πλαστή κλπ. Πρωτοπόρος σε αυτή την προσπάθεια είναι ο Μπογιόπουλος. Όσο για το τείχος του Βερολίνου, αυτό ήταν «προστατευτικό» και «αντιφασιστικό», παρόλο που αφενός χτίστηκε δεκαετίες μετά τη συντριβή των φασιστικών καθεστώτων και αφετέρου εμπόδιζε τους μέσα να βγουν και όχι το αντίστροφο.
Σήμερα, ιδιαίτερα μετά την όλο και μεγαλύτερη αρνητική αποτίμηση της Αριστεράς στο κοινό αίσθημα, εμφανίζονται ορισμένες φωνές που υποστηρίζουν την απαγόρευση του Κομουνιστικού Κόμματος. Αυτό όμως είναι κάτι που το βρίσκω απαράδεκτο και παράλογο. Είναι απαράδεκτο διότι ζούμε σε μια Φιλελεύθερη Δημοκρατία και από τη στιγμή που το ΚΚΕ δείχνει να αποδέχεται τους κανόνες της, η κατάργησή του θα έδειχνε όχι απλώς σοβαρότατο κυβερνητικό αυταρχισμό αλλά και θα αναζωπύρωνε τις εμφυλιοπολεμικές μνήμες. Παράλογο είναι διότι αν κάποτε το συγκεκριμένο κόμμα σηματοδοτούσε κάποια απειλή ως φορέας κατασκοπείας εκ μέρους ενός εχθρικού κράτους μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει σήμερα. Μάλιστα, και μόνο το γεγονός ότι υπάρχουν στις μέρες μας φωνές που επιθυμούν να δουν το παροπλισμένο και αδύναμο ΚΚΕ να δέχεται ξανά διώξεις, δείχνει πως για την ώρα το εμφυλιοπολεμικό κλίμα καλά κρατεί. Δυστυχώς λοιπόν, η εθνική ομοψυχία δεν προβλέπεται στο άμεσο μέλλον. Έχουμε ακόμη πολλή δουλειά μπροστά μας.