Guest, slideshow-3

Το κατοικίδιο του Κούλη Γαλοπουλάκη

galopoulakis-humor-xrysi-avgi-koylis-kalamidas

γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.

Ημέρα 2 μ.κ. (μετά καταδίκης), στην γνώριμη πια άκρη της Μεσογείου και το μικρό χωριό των υστερικών που αντιστέκεται για πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία με το σύνθημα: ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι εχθροί και των δύο άκρων.

Ο Δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης μόλις έχει ξυπνήσει και ετοιμάζεται να σηκωθεί από το κρεβάτι να πάει προς λουτρού του όταν μια κομψά υστερική κραυγή από την άλλη μεριά του δωματίου τον κάνει να αναπηδήσει. “Ω, μοντιέ.” Η Μανέστρα Φασονούλα σε κομψή ρόμπα με απαλά καφέ της διάρροιας χρώματα και παντούφλες τσοκαρέ στέκεται μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα με ύφος ρέγγας που βελάζει.

Ο δήμαρχος Κούλης χωρίς να χάσει την πολύ γνωστή του ψυχρότητα ρωτάει με δήθεν ενδιαφέρον, “συμβαίνει κάτι Μανέστρα; Δεν έχεις τι να φορέσεις, ξέβαψε το μαλλί πάλι, δεν έπιασε το χθεσινό μπότοξ; Τι συμβαίνει;”

“Κούλης, καποιος κρύβεται στην ντουλάπα μου.” Κάνει με προφορά υστερίας Μπάκιγχαμ η Μανέστρα. “Άσε μας ρε Μανέστρα, ότι ήταν να κρύψεις στην ντουλάπα σου το πήγαμε στον Παναμά.” Απαντάει ο δήμαρχος.
“Όχι, όχι Κούλης, δεν μιλάω για πενηντόευρα και εκατόευρα, ΚΑΠΟΙΟΣ κρύβεται στη ντουλάπα μου.” Ξαναλέει πιο υστερικά και λιγότερα κομψά η Μανέστρα.

Ξαφνικά ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης νιώθει μια περίεργη ανατριχίλα σαν από κλιματιστικό Siemens και μια ανησυχία σαν να τον κλώτσησε ο σαμαράς Τώνης Αρουραίος έτσι δίνει ένα σάλτο ρουφιενάλε από το κρεβάτι μέχρι την ντουλάπα και σε στάση καράτε-ψιτ ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το τέλος της δημαρχίας του.

“Πες μου ότι είναι αράχνη ή κατσαρίδα,” ψιθυρίζει στην Μανέστρα. “Εσένα το μυαλό σου συνέχεια στην Τώνη, Κούλης. Όχι, κάτι άλλο είναι. ΚΟΙΤΑ.” Και με το που το λέει μια περίεργη κατάμαυρη σκιά μετακινείται κάτω από ένα πάντα κομψό λαχανί εμαγιέ προς εμετέ φουλάρι. Κάνει μια ο δήμαρχος Κούλης, αρπάζει το φουλάρι και σηκώνοντας το εμφανίζεται από κάτω  ένας …ξεμαλλιασμένος αρουραίος με αυτιά κασιδιάρη λαγού, μάτια παππά και βρώμα σαπισμένου ραπανιού.

“Αμάν ρε Μανέστρα και με τρόμαξες,” λέει ήρεμος τώρα ο δήμαρχος Κούλης. “Αυτό είναι το καινούργιο μας κατοικίδιο, ένας λαγοαρουραίος.”
“Κατοικίδιο;” Ψελλίζει η Μανέστρα κοιτώντας τον κασιδιάρη λαγοαρουραίο που της κλείνει το μάτι πονηρά.
“Τι; Θα προτιμούσες ένα φιδάκι; Έχουμε και γουρουνοκαρχαρίες αν θέλεις. Έκλεισε το εκτροφείο κασιδιασμένων και δηλητηριωδών υποζυγίων, το Χρυσό Αβγό και πήραμε στο δημαρχείο τα ορφανά.”
“Και χάθηκε οι κόσμος να πάρεις ένα κανίς, άντε ένα τσιουάουα;” Ουρλιάζει κομψά η Μανέστρα.
“Μπορείς να βάλλεις ένα κανίς ή ένα τσιουάουα στον κόρφο σου; Ενώ ένας λαγοαρουραίος χωράει παντού.”
“Καλά βρε Κούλη, εσύ δεν έλεγες ότι αυτά είναι τα αγαπημένα ζώα του σαμαρά Τώνη;”
“Αγαπημένα του, αγαπημένα μου, μια οικογένεια είμαστε ρε Μανέστρα.”
“Εγώ οικογένεια με  λαγοαρουραίο δεν θα γίνω.
“Μα γιατί; Δικό μας παιδί είναι. Να τον στείλω φαντάρο στον Έβρο;”

Μετά από λίγο και την Μανέστρα πιο ήρεμη να προσπαθεί να μπανιάρει τον λαγοαρουραίο και να του βάλλει κομψό εμπριμέ περιδέραιο, στολισμένο με μικρούς καγκελωτούς σταυρούς από την προσωπική της Πολωνική συλλογή, ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης συζητάει σοβαρά στο γραφείο του με τον Πίπη το παπαγαλάκι.

“Ρε συ Πίπη, ήταν ανάγκη να μαζέψουμε μέσα στο δημαρχιακό μέγαρο όλα τα ορφανά του Χρυσού Αβγού; Δεν μπορούσε να πάρει μερικά και σαμαράς Τώνης στο σπίτι του; Άλλωστε δικά του είναι τα περισσότερα.” Κάνει ελαφρά αγχωμένος ο δήμαρχος και σε ύφος τσαρλατάνου ντούτσε.
“Τι λες ΔημαρχιΚούλη μου τώρα; Να πάρει τα ορφανά του Χρυσού Αβγού, μετά να πάρει τα νανογιλέκα του Άδη και το τσεκούρι του Βαρίδι και θα μείνουμε εμείς με τι; Με τον Νυφίτσα Καρβουνοχοΐδη; Όχι, οι  λαγοαρουραίοι, οι γουρουνοκαρχαρίες και τα φίδια γενικά, είναι δικά μας παιδιά. Παιδιά της Νέας Αρπαχτής.” Απαντάει με στόμφο λυράτης σαλαμάντρας ο Πίπης.
“Σωστά, σωστά,” λέει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης. “Εδώ είναι δικό μας παιδί ο Ανήμερος, μερικά φίδια παραπάνω θα μας χαλάσουν;”

“Και στον κόσμο πως θα το περάσουμε ρε Πίπη;” Ξαναρωτάει ο δήμαρχος Κούλης.
“Αυτό είναι το πιο εύκολο αφεντιΚούλη μου, θα κάνουμε κόλπο Ανήμερο, θα βάλλουμε όλα τα παπαγαλάκια μας, τον Σκάϊσε, τον Στυλογραφικό Οχετό Μαριδάκι και τους με ‘άποψη’ δορυφόρους, να μιλάνε για τα δύο άκρα: τους αριστερούς και τον Σφύριζα.”
“Και θα πιάσει;” Ρωτάει με πονηρό χαμόγελο ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης.
“Φυσικά και θα πιάσει γιατί σαν συμπλήρωμα θα πούμε ότι τώρα ψάχνουμε και τους ενόχους της Μαρφίν.”
“Που ρε Πίπη;”
“Μα στα δυο άκρα αφεντιΚούλη μου, στην αριστερά και τον Σφύριζα!”

Τέλος ΙΕ’ επεισοδίου

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Το κατοικίδιο του Κούλη Γαλοπουλάκη

γράφει ο Θάνος Καλαμίδας. Ημέρα 2 μ.κ. (μετά καταδίκης), στην γνώριμη πια άκρη της Μεσογείου και το μικρό χωριό των

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο