Ο λόγος; Οι υποχρεώσεις που έχουμε για καταβολή δόσης χρεών ύψους 7 δις ευρώ. Τα χρήματα πρέπει να δοθούν τον Ιούνιο και αν δεν τα έχουμε, τότε, δυστυχώς, αυτό που απεφεύχθη τρεις φορές στο παρελθόν (2010, 2012 και 2015) με δυσβάσταχτο κόστος για του Έλληνες, δεν πρόκειται να το αποφύγουμε τώρα.
Η β΄ αξιολόγηση, με βάση τα χρονοδιαγράμματα του προγράμματος, έπρεπε να έχει κλείσει από πέρυσι τον Φεβρουάριο. Αν είχε τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα (η ευθύνη για τη μη τήρησή του βαραίνει αποκλειστικά την ελληνική κυβέρνηση), κανένα από τα μέτρα που σήμερα συζητούμε δεν θα ήταν αναγκαίο να ληφθεί. Με την πάροδο όμως του χρόνου και λόγω της απραξίας και των παλινωδιών της ελληνικής κυβέρνησης, οι δανειστές επέβαλαν συνεχώς και περισσότερες απαιτήσεις για πρόσθετα μέτρα.
Έτσι φτάσαμε στον Φεβρουάριο του 2017 έχοντας μπροστά μας ένα πακέτο μέτρων που πρέπει να ληφθούν με στόχο να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι δανειστές. Κι αμέσως μετά , μόλις λάβουμε τα μέτρα και ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση, θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα, δημοσιονομικού χαρακτήρα, μέτρα για να κλείσει η β΄ αξιολόγηση.
Πόσο χρόνο απαιτεί όλη αυτή η διαδικασία; Αν η κυβέρνηση ξέρει τι θέλει, αν υπάρχει πολιτική βούληση, τότε όλα μπορούν να έχουν τελειώσει μέχρι το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου.
Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση δείχνει ότι δεν διαθέτει την πολιτική βούληση για να προχωρήσει σε επίλυση του ζητήματος, έχοντας περιπέσει σε ένα απίστευτα καταστροφικό τέλμα.
Αν η κυβέρνηση επιλέξει να αποδεχθεί τα μέτρα και να τα ψηφίσει στη Βουλή, παρότι πρόκειται για μέτρα που όμοιά τους στη σκληρότητά τους δεν έχει αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία, θεωρητικά θα είναι μια πρόοδος. Κάτι θα κινηθεί. Θα πάρουμε τη δόση του δανείου, θα ενταχθούμε στο καθεστώς ποσοτικής χαλάρωσης και θεωρητικά υπάρχει ελπίδα να αποφύγουμε την καταστροφή και τη χρεοκοπία.
Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να μη κλείσει την αξιολόγηση και οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, θα είναι επίσης μια θετική εξέλιξη, γιατί η νέα κυβέρνηση της ΝΔ θα έχει πρόσφατη την εμπιστοσύνη του λαού και με την στήριξή του ή έστω την ανοχή του θα μπορέσει να διαπραγματευθεί σε άλλη βάση, και πάντως πριν η Ευρώπη μπει στον εκλογικό κύκλο που ξεκινά Μάρτη με τις Ολλανδικές εκλογές και κλείνει Φθινόπωρο με τις Γερμανικές. Και πάντως θα έχουμε μια νέα κυβέρνηση που κομίζει μια νέα πολιτική, η οποία υπάρχει ελπίδα να προχωρήσει σε ανόρθωση και αναγέννηση της Ελλάδος.
Όποια και από τις αποφάσεις κι αν λάβει η κυβέρνηση θα υπάρξει κινητικότητα. Και αυτό θα δημιουργήσει κάποιες προοπτικές, με θετικότερες, βέβαια, αυτή των εκλογών.
Η κυβέρνηση, όμως, επιλέγει την τακτική της στασιμότητας που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επανάληψη του καλοκαιριού του 2015 και στην καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.
Ακούγοντας τα στελέχη της κυβέρνησης και ιδιαίτερα υπουργούς όπως ο κ. Φλαμπουράρης που βρίσκεται στο Μαξίμου και συνομιλεί καθημερινά με τον Πρωθυπουργό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι «ζουν στον κόσμο τους» και μη έχοντας συναίσθηση της πραγματικότητας κάνουν αυτό το τραγικό λάθος.
Δυστυχώς, όμως, έχουν πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας. Γνωρίζουν καλά πόσο δυσβάστακτη είναι για τον λαό η πολιτική της υπερφορολόγησης που έχουν επιλέξει. Δεν τους νοιάζει όμως, γιατί εκείνο που προέχει για τους ίδιους είναι η παραμονή τους στην εξουσία και οι business τους. Γνωρίζουν λοιπόν ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάνοντας χρήση των πλεονασμάτων, θα καταφέρουν να τα «κουτσοβγάλουν» μέχρι το τέλος Μαΐου. Όταν μπει όμως ο Ιούνιος γνωρίζουν ότι πρέπει να βρεθούν 7,5 δις για καταβολή δόσης για το χρέος. Και η μη πληρωμή τους συνιστά πιστωτικό γεγονός που οδηγεί στη χρεοκοπία. Τι σημαίνει αυτό για τη χώρα δεν το έχουμε ζήσει. Αυτά που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2015 με τα capital controls είναι παρωνυχίδες μπροστά σε αυτά που θα συμβούν με την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας και την επιστροφή σε ένα βαριά υποτιμημένο εθνικό νόμισμα. Το μόνο σίγουρο που μπορεί να προβλέψει κανείς είναι η καταστροφή. Και φυσικά, σε αυτές τις περιπτώσεις εκείνος που την πληρώνει πάντα είναι ο λαός.
Θα μπορούσε να πει κανείς με βεβαιότητα λοιπόν, ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες, η πιο σπουδαία εθνική υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει ο κ. Τσίπρας είναι η προσφυγή στις κάλπες, ώστε μια νέα κυβέρνηση με πρόσφατη τη λαϊκή εντολή, να μπορέσει να διαπραγματευθεί τις τύχες της Ελλάδος.
Δυστυχώς, όμως, ο κ. Τσίπρας αποδεικνύεται- όσο σκληρό και ακραίο κι αν ακούγεται αυτό- ότι ως πρώτη προτεραιότητά του δεν έχει το συμφέρον της χώρας αλλά την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών και πιθανών κάποιων άλλων σκοτεινών επιδιώξεων. Κάτι που ακόμα και αυτός ο Γιώργος Παπανδρέου παραμέρισε όταν έφτασε στο μη περαιτέρω. Τώρα ο κ. Τσίπρας ξεπερνά και αυτό το όριο. Πέρα όμως από αυτό το όριο υπάρχει ορθάνοιχτο το πεδίο των εθνικών – και όχι μόνο- ευθυνών. Άραγε νιώθει τόσο δυνατές τις πλάτες του ώστε να τις αναλάβει; Νιώθει τόσο ισχυρούς τους ώμους του για να σηκώσει το βάρος μιας εθνικής οικονομικής καταστροφής και όσων την συνοδεύουν; Αν ναι, τότε θα πρέπει να είναι έτοιμος να αποδεχθεί και τα επίχειρα αυτής της τακτικής, πολιτικά και νομικά.