Ας αρχίσουμε από το πιο πρόσφατο παρελθόν. Προφανώς, αν είχε κλείσει η πέμπτη αξιολόγηση, τότε θα είχαμε βγει από την έλλειψη ρευστότητας που οδήγησε στην οικονομική ασφυξία του τελευταίου έτους. Άρα ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος για πολλούς συνεχόμενους μήνες απέτυχε να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, είναι υπαίτιος για την έλλειψη ρευστότητας και, κατά προέκταση, και για την κρίση των τελευταίων ημερών. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, ενώ μπορούσε να ορίσει την ημερομηνία των εκλογών μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την Τρόικα και να παραδώσει μία χώρα σαφώς πιο οργανωμένη και αρκετά πιο ανεξάρτητη από τους δανειστές, προτίμησε να προκαλέσει πρόωρες εκλογές για μικροκομματικά οφέλη. Έβαλε δηλαδή την χώρα σε κίνδυνο για να διατηρήσει την θέση του μέσα στο κόμμα και για να έχει ο Αλέξης Τσίπρας δυσκολότερο έργο στην διακυβέρνηση της χώρας.
Το ίδιο όμως ισχύει και για τον τωρινό Πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα. Αν πριν από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε συμφωνήσει σε προκαθορισμένη ημερομηνία εκλογών, έστω και αν αυτή ήταν στα μέσα Μαρτίου, τότε θα μπορούσε να κυβερνήσει έχοντας τα χρήματα από την πέμπτη αξιολόγηση, έχοντας βγει από το πρόγραμμα στήριξης και, το σημαντικότερο όλων, έχοντας ξεκλειδώσει το πολυπόθητο πακέτο Ντράγκι των πολλών δισεκατομμυρίων (το οποίο από την ΕΕ μόνο η Ελλάδα δεν έχει πάρει). Κατάφερε να σπαταλήσει τις πρώτες πολύτιμες ημέρες με άσκοπες διαπραγματεύσεις περί τρόικας-θεσμών και μνημονίου-συμφωνίας, με αποτέλεσμα οι δανειστές να θεωρούν ότι το μόνο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ και οι διαπραγματευτές του είναι η δημοτικότητα και η απήχηση που έχουν στους Έλληνες ψηφοφόρους.
Αμφότεροι, ο νυν και ο πρώην Πρωθυπουργός, έταξαν λαγούς με πετραχήλια, ο ένας στο Ζάππειο και ο άλλος στην Θεσσαλονίκη, δημιούργησαν λανθασμένες προσδοκίες στον ελληνικό λαό και, την κρίσιμη στιγμή, τορπίλισαν κάθε προσπάθεια εθνικής συνεννόησης για χάρη της επικοινωνιακής πολιτικής τους. Όσο και αν είναι το μίσος ανάμεσά τους, όταν υπάρχουν εθνικά ζητήματα ο εαυτός μας έπρεπε να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Την ώρα που οι πολίτες χρειαστήκαμε ηγέτες, το μόνο που βρήκαμε ήταν ιδιοτελείς εγωιστές. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί που μπορούσαν με τις πράξεις τους να ενώσουν την Ελλάδα, να σχηματίσουν ένα κοινό μέτωπο απέναντι στους δανειστές και να πολεμήσουμε όλοι μαζί και οργανωμένα την κρίση και την λιτότητα.
Ας πάμε μερικά χρόνια πίσω, όταν ψηφιζόταν το πρώτο μνημόνιο. Τι θα γινόταν άραγε αν στο κοινοβούλιο αντί για απλή πλειοψηφία είχε ζητηθεί αυξημένη πλειοψηφία 180+1 ψήφων; Όλος αυτός ο εθνικός διχασμός με τα διάφορα ψευδοδιλήμματα που δημιουργήθηκαν θα είχε εξαφανιστεί και θα αναγκαζόμασταν να γίνουμε ρεαλιστές τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Σαφώς λοιπόν 100% την ευθύνη φέρει και ο τότε Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου (ας μην αρχίσουμε να αναλύουμε τα λάθη του, δεν θα τελειώσουμε ποτέ), αλλά και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας. Αν ήθελε, ο Κάρολος Παπούλιας μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να απαιτήσει και να δημιουργήσει εθνική ενότητα. Αντ’ αυτού, επέλεξε την πεπατημένη, όπως άλλωστε και όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας: σαν τα διακοσμητικά σκυλάκια στο αμάξι, γνέφει καταφατικά πάνω-κάτω το κεφάλι στους ρυθμούς της εκάστοτε κυβέρνησης.
Υπάρχει όμως και ένα άτομο το οποίο, όπως και οι προαναφερθέντες, φέρει επίσης ακέραια την ευθύνη για την κρίση την οποία διανύουμε, παρά το ότι τα τελευταία χρόνια δεν είχε κάποιο θεσμικό ρόλο: ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Το ότι διαπίστωσε και προειδοποίησε για την επερχόμενη κρίση πρώτος από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και το ότι προσπάθησε όσο ήταν ακόμα Πρωθυπουργός να δημιουργήσει κλίμα εθνικής συνεννόησης δεν δικαιολογεί την απραξία του τα τελευταία έξι χρόνια. Είναι από τους λίγους ανθρώπους που θα μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι όλους τους αρχηγούς των κομμάτων και να τους αναγκάσουν να προχωρήσουν σε κοινές αποφάσεις. Είναι τέτοια η σημασία που έχει στην πολιτική ζωή της χώρας, που η επί σειρά ετών σιωπή του σε θέματα εθνικής σημασίας είναι απλά αδικαιολόγητη. Το ότι έκανε μία δήλωση το επόμενο πρωί από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος και ο αντίκτυπος που προκάλεσε δείχνει ότι, αν ήθελε, μπορούσε πάρα πολύ εύκολα να μας απομακρύνει από τον εθνικό διχασμό και την οικονομική αποσταθεροποίηση.
Είναι πολύ εύκολο αυτό που κάνω τόση ώρα, να δείχνεις με το δάχτυλο και να λες ότι «αυτός, αυτός και αυτός φταίνε». Μπορούμε όμως να αποφύγουμε τα λάθη που έκαναν οι ηγέτες μας όταν απέτυχαν στο έργο τους; Μπορούμε να σεβαστούμε την διαφορετική άποψη του διπλανού μας, χωρίς να τον χαρακτηρίζουμε προδότη ή ανθέλληνα ή δοσίλογο ή εντολοδόχο; Μπορούμε να αποδεχτούμε ότι, λιγότερο ή περισσότερο, όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης και δεν υπάρχει επιλογή χωρίς κόστος; Μπορούμε, παρά το διχαστικό κλίμα που επικρατεί και θα συνεχίσει να υπάρχει για αρκετό καιρό, να δείξουμε ανωτερότητα και να κοιτάξουμε κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό μας; Την εποχή των μικρών εγωιστών ηγετών, μπορούμε εμείς, ο ίδιος ο λαός, να ηγηθούμε και να δημιουργήσουμε μια καινούρια νοοτροπία και παιδεία, ως παρακαταθήκη για την επόμενη γενιά από εκείνους που απέτυχαν στις κρίσιμες στιγμές; Την απάντηση την ξέρεις μόνο εσύ αναγνώστη, και μην την περιμένεις από κανένα κόμμα και κανέναν πρόεδρο.