Guest

Τι ιστορία θέλουμε;

γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

Ξεκινώντας αυτό το γραπτό νιώθω μια ενδόμυχη ανάγκη να απολογηθώ. Το θέμα με το οποίο θα καταπιαστώ αρμόζει ίσως σε επαγγελματίες πολύ πιο έμπειρους και πολυγραφότερους από εμένα. Τέτοιοι στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί. Μια ματιά στην κοντινή βιβλιοθήκη είναι αρκετή για να αποδείξει πως ο σημερινός κλάδος της ιστορίας είναι σαφέστατα πλουσιότερος σε σχέση με άλλες εποχές. Τα πανεπιστήμια, με όλες τους τις παθογένειες, αποτελούν φορείς ελεύθερης έκφρασης, οι οποίοι παρέχουν σχετικά ικανοποιητικές συνθήκες για τη διαπαιδαγώγηση ενός νέου ερευνητή. Παράλληλα, κάθε χρόνο λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα τουλάχιστον δύο τοπικά και ένα διεθνές συνέδριο, όπου κάθε λογής επιστήμονες ανταλλάζουν απόψεις και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Πέρα λοιπόν από τις διάφορες τελεολογικού χαρακτήρα θεωρίες, ο κλάδος της ιστορίας ανθίζει τα τελευταία χρόνια.

 

Μια τέτοια ανάπτυξη οδηγεί σχεδόν ταυτόχρονα στο ερώτημα: σε ποια ιστορία όμως αναφερόμαστε; Η πληθώρα των έργων τοπικού χαρακτήρα συναντά συχνά την απαξίωση του ακαδημαϊκού κόσμου, ενώ ο ελιτισμός των πανεπιστημιακών χώρων προκαλεί την αδιαφορία μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Το χάσμα μεγαλώνει καθημερινά, μέσα από παρεξηγήσεις και αμοιβαία έλλειψη κατανόησης. Εξάλλου καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι εύκολο να προσεγγίσει την άλλη. Η δυσκολίας της εκλαΐκευσης και η έκθεση σε μαζικό κοινό δίχως πάντα την κατάλληλη παιδεία αποτελούν σοβαρούς ανασχετικούς παράγοντες για όσους ακαδημαϊκούς ιστορικούς προσπαθούν να κοινωνήσουν τις απόψεις τους. Από την άλλη πλευρά, είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο ένας μη επαγγελματίας ιστορικός να καταφέρει να κινηθεί στα στενά μεθοδολογικά πλαίσια που επιβάλει ένας εκπαιδευτικός φορέας. Άμεση συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η μεγέθυνση της απόστασης μεταξύ της ακαδημαϊκής ελίτ και της κάθε τοπικής διανοητικής ηγεσίας.

Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης όμως είναι εξαιρετικά αρνητικά. Την ίδια στιγμή που η παραγωγή ιστορικών έργων πληθαίνει, το κοινό μειώνεται. Το πρόβλημα καταντά ευρύτερο αν αναλογιστούμε την ιστορία ως φορέα πολιτικής αντίληψης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αποτυχία για όσους ασχολούμαστε με την ανάλυση του παρελθόντος από το να βλέπουμε να ψηφίζονται νεοναζί στα Καλάβρυτα. Σε μια γη που βάφτηκε με αίμα από τις θηριωδίες του Άξονα, άτομα σημαδεμένα με τη σβάστικα βρίσκονται στο κοινοβούλιο. Και δεν είναι η μόνη μας αποτυχία αυτή δυστυχώς. Ο σεξισμός στις καθημερινές συμπεριφορές για παράδειγμα, δείχνει πως δεν προσπαθήσαμε αρκετά ώστε να κάνουμε γνωστό το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης. Ένας λαός που δεν γνωρίζει το παρελθόν του δεν μπορεί να ευαισθητοποιηθεί και να αντιδράσει στην όποια μορφή ανισότητας ή να αξιολογήσει πράξεις όπως οι βεβηλώσεις μνημείων του Ολοκαυτώματος από τον κάθε ρασοφόρο τραμπούκο. Εξίσου επονείδιστη είναι η αποτυχία μας να μιλήσουμε για το προσφυγικό. Αρκετοί συμπατριώτες μας θεωρούν πως “φύτρωσαν”, τη στιγμή που κατάγονται από προσφυγικές οικογένειες. Και είναι οι ίδιοι που θα καταγγείλουν τους “μετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές”, οι ίδιοι που θα ασελγήσουν έναντι μια γυναίκας στο λεωφορείο, οι ίδιοι που θα ψηφίσουν τους Χρυσαυγίτες για “να ξεβρομίσει ο τόπος”. Μάλιστα. Κι εμείς όμως είμαστε οι ίδιοι που δεν κάναμε αρκετά ώστε να τους μάθουμε ποιοι είναι. Κλεινόμαστε στα καβούκια μας και αφήνουμε τύπους σαν τον Θέμο να προσβάλουν συναδέλφους μας, κρατάμε την ιστορία εγκλωβισμένη στα έδρανά μας. Αποφεύγουμε να αναλάβουμε τον πολιτικό μας ρόλο, με λίγα λόγια. Και αυτό ας το αναλογιστούμε την επόμενη φορά που θα μιλήσουμε για μάζες και άλλα τέτοια παρόμοια.

Όπως σημείωσα παραπάνω, πιθανότατα δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να αναλύσω ένα τέτοιο θέμα, πόσο μάλλον να προτείνω λύσεις. Στα 22 μου χρόνια μάλιστα, θα προτιμούσα αυτή τη στιγμή να διάβαζα για τις δράσεις ή τουλάχιστον τις απόψεις επιφανών συναδέλφων μου απ΄ το να γράφω αυτές εδώ τις γραμμές. Ωστόσο, ζώντας από αυτό το επάγγελμα από τα 18 μου χρόνια, νιώθω την ανάγκη να διατυπώσω την άποψη πως έχουμε απομακρυνθεί πολύ από την κοινωνία μας. Όσο μάλιστα η επαγγελματική μας θέση αναβαθμίζεται, τόσο η αποξένωσή μας μεγαλώνει. Μπορούμε να κάνουμε πολλά για να αλλάξει η κατάσταση: να διοργανώσουμε περισσότερες ομιλίες για το ευρύ κοινό, να εκδώσουμε εκλαϊκευμένα έντυπα, να βγούμε στο δρόμο και να κάνουμε το καθήκον μας. Δεν θα είμαστε εξάλλου οι μοναδικοί που θα το κάνουν. Οι Αμερικανοί public historians για παράδειγμα θεωρούνται εξίσου άξιοι σεβασμού με τους ακαδημαϊκούς οποιουδήποτε άλλου τομέα. Το πανεπιστήμιο μόνο να κερδίσει έχει από την όσμωσή του με την κοινωνία που το περιβάλει, η δε ιστορία είναι ένα πολιτισμικό αγαθό απαραίτητο για κάθε άτομο ή συλλογικότητα.

Η ιστορία την οποία θέλουμε -τουλάχιστον οι περισσότεροι συμφωνούν σε αυτό- είναι η ιστορία του ανθρώπου, γραμμένη από ανθρώπους για να διαβαστεί από ανθρώπους. Κι αν δεν φροντίσουμε να γράψουμε μια τέτοια, ας αποδεχθούμε πως αφήσαμε τον κάθε πατριδοκάπηλο να δημιουργήσει συνειδήσεις.

 

 

Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Μανώλη Πέπονα «Ήρωες και Φιλοκτήτες» πατήστε εδώ!

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μανώλης Πέπονας είναι ιστορικός, με εξειδίκευση στην πολεμική ιστορία. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1995 και από την ηλικία των 17 ετών αρθρογραφεί επαγγελματικά. Σήμερα, συνεργάζεται -μεταξύ άλλων- με τα περιοδικά "Στρατιωτική Ιστορία", "Ιστορικά Θέματα" και "Ancient History Magazine" (Ολλανδία), ενώ δεκάδες άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο και τρία βιβλία του έχουν εκδοθεί. 

Τι ιστορία θέλουμε;

γράφει ο Μανώλης Πέπονας.

Ξεκινώντας αυτό το γραπτό νιώθω μια ενδόμυχη ανάγκη να απολογηθώ. Το θέμα με το οποίο θα καταπιαστώ αρμόζει ίσως σε επαγγελματίες πολύ πιο έμπειρους και πολυγραφότερους από εμένα. Τέτοιοι στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί. Μια ματιά στην κοντινή βιβλιοθήκη είναι αρκετή για να αποδείξει πως ο σημερινός κλάδος της ιστορίας είναι σαφέστατα πλουσιότερος σε σχέση με άλλες εποχές. Τα πανεπιστήμια, με όλες τους τις παθογένειες, αποτελούν φορείς ελεύθερης έκφρασης, οι οποίοι παρέχουν σχετικά ικανοποιητικές συνθήκες για τη διαπαιδαγώγηση ενός νέου ερευνητή. Παράλληλα, κάθε χρόνο λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα τουλάχιστον δύο τοπικά και ένα διεθνές συνέδριο, όπου κάθε λογής επιστήμονες ανταλλάζουν απόψεις και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Πέρα λοιπόν από τις διάφορες τελεολογικού χαρακτήρα θεωρίες, ο κλάδος της ιστορίας ανθίζει τα τελευταία χρόνια.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο