– Να αναζητήσουμε τον κοινό τόπο που θα μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα στα 6 από τα 7 κόμματα της Ελληνικής Βουλής και μιας γκάμας εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων σε μια τέτοια κατεύθυνση, αποσιωπώντας τις εξαιρετικά σημαντικές μεταξύ μας διαφορές στην προσέγγιση και την ανάλυση, άρα και σ’ ένα πρόγραμμα δράσης απέναντι στο νεοναζιστικό φαινόμενο. Αυτό θα έκανε ελάχιστα πειστική, άρα και αναποτελεσματική ακόμα και για τα ζητήματα που θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, οποιαδήποτε κοινή προσπάθεια.
– Να επιχειρήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε έναν τέτοιο κοινό τόπο προτάσσοντας σε κάθε βήμα, μπροστά στο φόβο της δημιουργίας ενός πολιτικού «χυλού» που θα μας παγίδευε, ό,τι μας χωρίζει σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα: Με τρόπο ώστε, τελικά, για κάθε κατάφαση να υπάρχουν πολλαπλάσιες αρνήσεις και πρακτικά η επίκληση της αναγκαιότητας και της δυνατότητας κοινής δράσης σε ένα περιορισμένο πρόγραμμα στόχων να μετατρέπεται σε προσχηματική θέση για να μην υπάρξει ένα ξεκάθαρο «όχι».
Θα ήθελα να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν ξέρω τη μεθοδολογία αποφυγής και των δύο κινδύνων, καθώς είναι η πρώτη φορά που κι εγώ συμμετέχω σε έναν τέτοιο δημόσιο διάλογο. Θα προσπαθήσω λοιπόν να εκφράσω κάποιες θέσεις για το νεοναζιστικό φαινόμενο σήμερα – ή, αν θέλετε, για το πώς η Χρυσή Αυγή (ΧΑ) μετατράπηκε από ένα περιθωριακό νεοναζιστικό γκρουπούσκουλο με εκλογική δύναμη «μηδέν κόμμα κάτι», σ’ ένα κόμμα με το οποίο με τον ένα ή άλλο τρόπο δηλώνουν ότι ταυτίζονται σχεδόν 1 στους 10 Έλληνες – όσο μπορώ πιο καθαρά. Θεωρώντας παράλληλα ότι σήμερα περισσότερο ανοίγει παρά κλείνει οποιοδήποτε ζήτημα.
Πρώτη – και πιο δύσκολη ως προς το ποιες δυνάμεις θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τα συμπεράσματα της – θέση: Η ΧΑ δεν πατάει σε στέρεο έδαφος. Ξεπροβάλλει μέσα απ’ το βάλτο που δημιούργησαν οι πολιτικές λιτότητας, «τσεκουρώματος» του κοινωνικού κράτους και ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, που κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας: Εξαθλιώνοντας ευρύτατα τμήματα της εργατικής τάξης, οδηγώντας στη βίαιη αποδόμηση των μεσαίων στρωμάτων και το 60% των νέων εκτός προοπτικής εργασίας για πολλά χρόνια.
Σήμερα ριζώνει μέσα στα απόνερα από την πειραματική εφαρμογή στην Ελλάδα με το πρώτο Μνημόνιο, για πρώτη φορά στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, της τεχνογνωσίας των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων του ΔΝΤ, που καταρτίστηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και κατά την επόμενη δεκαετία εφαρμόστηκαν επίσης στην Αφρική: Προσαρμοσμένα στη μορφή της πολιτικής της επίτευξης μιας βίαιης εσωτερικής υποτίμησης, καθώς εδώ πρωτοεφαρμόστηκαν σε χώρα με κοινό νόμισμα. Η θηριώδης ύφεση και ανεργία λειτουργούν στην πραγματικότητα ως εργαλεία επίτευξης εσωτερικής υποτίμησης του νομίσματος μέσω της βίαιης ώθησης προς τα κάτω όλων των αξιών της οικονομίας, και πριν απ’ όλα της τιμής της εργατικής δύναμης.
Ας σκεφτούμε ότι η κύρια δεξαμενή άντλησης δύναμης σήμερα της ΧΑ, οι νέοι των λαϊκών συνοικιών και των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, αλλά και οι οικογένειες τους, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα αδιέξοδο: Δεν έχουν καν την «επιλογή» της μετανάστευσης, που υπάρχει μπροστά στο περισσότερο από κάθε άλλη γενιά μορφωμένο τμήμα της νεολαίας, που σήμερα «αιμορραγεί»: 120.000 Έλληνες επιστήμονες ή το 10% του συνολικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας, όλων των ηλικιών, αλλά στην πλειοψηφία τους νέοι μετανάστευσαν αυτά τα 3 χρόνια – κάνοντας δυσκολότερη μια ουσιαστική προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Συμπέρασμα: Η αποδέσμευση από το πλέγμα των μνημονιακών πολιτικών κι ένας νέος αέρας αγωνιστικής ελπίδας, δεν θα εξάλειφε βέβαια το πρόβλημα, θα δημιουργούσε όμως ένα ουσιαστικό πλαίσιο υλικοτεχνικών όρων και κοινωνικοπολιτικής ατμόσφαιρας, που θα αποστερούσε από τη ΧΑ το βασικό έδαφος που την τροφοδοτεί και τη ριζώνει.
Θέση δεύτερη: Το εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα δημοκρατίας που υπάρχει σήμερα σε όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής ενισχύει την απονομιμοποίηση του τρόπου λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσα από διάφορες διαδρομές.
Πριν απ’ όλα, σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης των παραδοσιακών πελατειακών σχέσεων του πρώην δικομματισμού. Η χειραφέτηση απ’ τις σχέσεις αυτές οδηγεί προς τ’ αριστερά με την ευρύτερη έννοια. Στην αντίθετη κατεύθυνση οδηγεί η αναζήτηση υποκατάστατων αυτών των σχέσεων στο πλαίσιο κύκλων με αυστηρά ιεραρχικά πρότυπα συγκρότησης και με μιλιταριστική στάση απέναντι στη «χαλαρότητα» μιας ζωής χωρίς νόημα, που φαίνεται να μην οδηγεί πουθενά. Η απαιτούμενη ολοκληρωτική πειθαρχία-υποταγή στην ομάδα και στον «φύρερ», σε συνδυασμό με παροχή υλικής βοήθειας εμφανίζεται να «γεμίζει» το κοινωνικό κενό, στο οποίο βρίσκεται ένας άνθρωπος χωρίς δουλειά και μέσα διαβίωσης και ταυτόχρονα εκτός οργανωμένου πλαισίου κοινωνικής αλληλεγγύης και βοήθειας, ώστε να μείνει όρθιος.
Επιπλέον, η κατάσταση που επικρατεί στη Βουλή ενισχύει την έκπτωση των κοινοβουλευτικών θεσμών στη συνείδηση ευρύτερων λαϊκών μαζών: Η νομοθέτηση με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Τα νομοσχέδια-«κουρελούδες» ή τα νομοσχέδια εκατοντάδων σελίδων του «άρθρου μόνου» κ.λπ. Η ακύρωση ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου. Και βέβαια η απροκάλυπτη ενίσχυση, με συνεχείς ρυθμίσεις, συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων και, προπαντός, οι υπαγορευόμενοι απ’ την τρόικα νόμοι, που περνούν ως οδοστρωτήρας όχι μόνο πάνω απ’ τη ζωή των ανθρώπων, αλλά και απ’ την αξιοπρέπεια τους και θίγουν με τον αυταρχισμό και την ενδοτικότητα τους ακόμα κι αυτό που λέμε «εθνική αίσθηση» της υπόστασης της χώρας.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση επιδρά επίσης η αίσθηση αδικίας κι αγανάκτησης λόγω της ατιμωρησίας του λεγόμενου πολιτικού προσωπικού, που επιβεβαιώνεται καθημερινά και που τείνει να συσκοτίσει και να «βγάλει λάδι» τις οικονομικές ελίτ, ελληνικές κι ευρωπαϊκές, που ενορχήστρωσαν τη διαπλοκή.
Απ’ την άλλη, η αντιμετώπιση και διάλυση με χημικά και ξύλο σχεδόν κάθε ειρηνικής συγκέντρωσης και διαμαρτυρίας ως θεσμός πλέον, οδηγεί ευρύτερα τμήματα ανθρώπων στη διαμόρφωση μιας συνείδησης περί αχρηστίας των μορφών πάλης του πολιτικού κινήματος. Η άσκηση μη κρατικής ή εμφανιζόμενης ως αντικρατικής βίας γίνεται έτσι περισσότερο εύκολα αποδεκτή ως υποκατάστατο του πολιτικού κινήματος.
Και φυσικά δεν πρέπει να μας διαφεύγει η κατάσταση στις ένοπλες δυνάμεις. Η βασική αιτία που δεν γίνεται λόγος για δικτατορία είναι ότι η ιστορική εμπειρία του μεσοπολέμου σε συνδυασμό με την πρόσφατη εμπειρία των δικτατοριών της Νότιας Ευρώπης και την 7χρονη χούντα λειτουργούν σαν «αναχώματα». Με ένα στρατό, όμως, που βρίσκεται σε πρωτοφανή δυσκολία, με το 65% των στρατιωτικών οικογενειών να βυθίζονται στη φτώχεια σύμφωνα και με οικονομική μελέτη του ΣΥΣΜΕΔ που κατέθεσα στη Βουλή, και με τα μέσα άσκησης της αποστολής του, από το πετρέλαιο μέχρι τα ανταλλακτικά, ν’ αποτελούν είδη εν ανεπαρκεία την ίδια στιγμή που κυβέρνηση και Τρόικα βγάζουν στο σφυρί τις αμυντικές βιομηχανίες της χώρας, κανείς δεν πρέπει να κοιμάται ήσυχος. Και πριν απ’ όλους τα στελέχη των Ε.Δ., που θα πρέπει να εμποδίσουν αποτελεσματικά τις προσπάθειες διείσδυσης του νεοναζισμού στο στράτευμα.
Τρίτη θέση: H υιοθέτηση του δόγματος «νόμος και τάξη» και «επανακατάληψη των πόλεων μας» από μεριάς κυρίως της ΝΔ, με τις επιχειρήσεις «σκούπας» και τα διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» για μετανάστες, έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα: Αντί να δημιουργηθούν «αναχώματα», ενισχύεται η διαρροή προς τη ΧΑ, γιατί αυτοί που εμφορούνται ή παρασύρονται από τέτοιες αντιδραστικές αντιλήψεις, κατά κανόνα προτιμούν τους γνησιότερους εκφραστές απ’ τα υποκατάστατα.
Το ουσιαστικό ξαναζωντάνεμα του κέντρου της Αθήνας και των άλλων πόλεων και το «σπάσιμο» της γκετοποίησης της παράνομης μετανάστευσης, συνδέεται πρωτίστως με την αναγέννηση της οικονομικής ζωής. Με την ενίσχυση της λειτουργίας στο Κέντρο των δημοσίων υπηρεσιών, που όλη την προηγούμενη δεκαετία «αποσύρονταν» προς τα προάστια. Και φυσικά δε μπορεί να υπάρξει λύση, αν η χώρα δεν αρνηθεί το ρόλου του ανθρωποφύλακα, που εγκλωβίζει στην πύλη εισόδου της Ε.Ε. τα κύματα των απελπισμένων «προστατεύοντας» τις χώρες προορισμού τους στη Βόρεια Ευρώπη. Ας στηρίξουμε μια τέτοια ριζικά διαφορετική πολιτική απέναντι στην Ε.Ε. στο Δουβλίνο ΙΙ και στο Δουβλίνο ΙΙΙ που διαμορφώνεται σήμερα στην ίδια με το προηγούμενο κατεύθυνση, σε συνδυασμό με άμεσα μέτρα. Ας ανοίξουμε την ουσιαστικά ανύπαρκτη σήμερα πολιτική ασύλου, ώστε να επιτραπεί σε πολλούς ανθρώπους-θύματα πολέμων και καταστροφικών καθεστώτων να φύγουν με χαρτιά απ’ την Ελλάδα. Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια, αντί να επιχειρούμε να τους χειραγωγήσουμε, με τους ανθρώπους που υποφέρουν διπλά, απ’ την κρίση και απ’ τη γκετοποίηση. Και ας αποδώσουμε στην αστυνομία τον κανονικό της ρόλο για την εδραίωση της αίσθησης ασφάλειας και προστασίας απ’ την έξαρση της παραβατικότητας και, πολύ περισσότερο, της εγκληματικότητας, απ’ την οποία πάσχουν πριν απ’ όλα οι λαϊκές γειτονιές και ο κόσμος τους κι όχι τα προφυλασσόμενα από συστήματα ασφαλείας και σεκιουριτάδες πλούσια προάστια.
Έτσι θα αχρηστευόταν κι ένα μέρος των «αστικών μύθων» που καλλιεργεί η ΧΑ «κατασκευάζοντας» για τον εαυτό της το ρόλο του τιμωρού των κακών και προστάτη των αδυνάτων.
Τέταρτη θέση: Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την πρόσληψη της ιστορίας και τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης.
Στο σχολείο τα παιδιά δεν διδάσκονται τη σύγχρονη ιστορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Οι γνώσεις τους για τη δικτατορία περιορίζονται στην περίοδο ανάτασης του μαζικού φοιτητικού κινήματος ως φόντο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Σήμερα η ΧΑ εμφανίζεται να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη δημιουργία αυτόματων ξενοφοβικών και σοβινιστικών αντανακλαστικών σε παιδάκια προσχολικής ή πρώτης σχολικής ηλικίας με τη διαφήμιση των περιβόητων «μαθημάτων ιστορίας» σε συνδυασμό με την αναζήτηση αγοράς ιδιωτικών παιδικών σταθμών. Και, προπαντός, σε μια οργανωμένη παρέμβαση καταγγελίας και εκφοβισμού των εκπαιδευτικών που διακρίνονται στη δουλειά τους, και που στο σημερινό τροϊκανικό κλίμα μπορούν ευκολότατα από τη μια μέρα στην άλλη να βρεθούν στην κατηγορία του «επίορκου» και εκτός εργασίας.
Βέβαια το πρόβλημα με την ιστορική μνήμη και την πρόσληψή της απ’ τις νεότερες γενιές είναι πολύ βαθύτερο. Η επιχείρηση αναθεώρησης της ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, που εργολαβικά έχουν αναλάβει δυο-τρεις πανεπιστημιακοί με ευρύτατη πρόσβαση στα ΜΜΕ, αθωώνει ιστορικά τους δοσίλογους μεταλλάσσοντας τους από προδότες και συνεργάτες του εχθρού σε αγνούς μαχητές της «αντικομμουνιστικής ευρωπαϊκής σταυροφορίας». Ευτυχώς που απέναντι σε αυτές τις απόψεις έχουν σηκώσει μέτωπο οι σημαντικότεροι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί. Ωστόσο φωτίζεται έτσι διαφορετικά από ιστορική άποψη η πρόσφατη αποστροφή της ΧΑ: «Είμαστε τα παιδιά των νικητών του Εμφυλίου».
Η συνεχιζόμενη ατιμωρησία κατά τη μεταπολίτευση, με το «στιγμιαίο», που έβγαλε λάδι το σύνολο του πολιτικού προσωπικού που υπηρέτησε στις κυβερνήσεις της δικτατορίας και τους μηχανισμούς της χούντας, με την έλλειψη οποιασδήποτε διερεύνησης των οικονομικών σκανδάλων της επταετίας, με την ατιμωρησία των βασανιστών της Ασφάλειας σε αντίθεση με τους βασανιστές της ΕΣΑ – που οδήγησε στη Δίκη των βασανιστών στη Χαλκίδα στη βασική υπερασπιστική γραμμή «δεν υπηρετήσαμε τη χούντα, αλλά διαχρονικά το αστικό καθεστώς, του οποίου αποτελούμε την ασπίδα έναντι του κομμουνισμού» – παράγουν σήμερα συγκεκριμένους «καρπούς»: Περί των «εντίμων συνταγματαρχών», που πέθαναν πένητες μέσα κι έξω από τη φυλακή έναντι της «φαυλότητας» του πριν και μετά πολιτικού κόσμου. Για το πόσο καλά δήθεν περνούσε ο κόσμος επί χούντας, που σύμφωνα με σημερινή δημοσίευση δημοσκόπησης φαίνεται να αποδέχεται το 30% των ερωτώμενων. Αλλά και στη συνεχή αναπαραγωγή φαινομένων στυλ «ζαρντινιέρας» από μεριάς θυλάκων της αστυνομίας, που καλύπτονται από την επίσημη κρατική και αστυνομική ηγεσία και γραμμή, όταν δεν προκαλεί και η ίδια τέτοια εκτεταμένα φαινόμενα: Συνήθως για να υπερασπιστεί συγκεκριμένα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ακόμα και απέναντι σε ολόκληρους πληθυσμούς, όπως στην Κερατέα και στην Ιερισσό. Αλλά και η Μανωλάδα, με τις 200 δικογραφίες των τελευταίων χρόνων, τι άλλο συνομολογεί;
Ας πάρουμε επιπρόσθετα υπόψη μας ότι οι σχετικοί θύλακοι στα σώματα ασφαλείας και στις Ένοπλες Δυνάμεις σήμερα είναι κυρίως οργανωμένοι θύλακοι της ΧΑ κι ας βγάλουμε τα αντίστοιχα συμπεράσματα για το τι πρέπει να γίνει.
Θέση πέμπτη: Το μίγμα κρίσης, σύγχυσης, δημαγωγίας και οργής τροφοδοτεί πλάι στον «κλασσικό» κοινωνικό αυτοματισμό, που έχει ως στόχο να στρέφει τμήματα ελλήνων εργαζόμενων ενάντια σε άλλα τμήματα, παρεμποδίζοντας τις μεταξύ τους μετωπικές συγκλίσεις, ένα ιδιόμορφο «μέτωπο μίσους»: «Όλων των Ελλήνων», ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη. Ο μεγαλοεργοδότης πλάι στον εργάτη, ενάντια σε οτιδήποτε «ξένο» και διαφορετικό. Με τη ΧΑ να «προεδρεύει» σε αυτό το μέτωπο ως «αντισυστημική» δύναμη και ταυτόχρονα ως «δύναμη που λύνει κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα» αλά Χεζμπολάχ. Αυτό επιτρέπει σήμερα στη ΧΑ σε επιδείξεις δύναμης με σημαία την απαίτηση να πεταχτούν έξω από βιοτεχνίες κι εργοστάσια ξένοι εργάτες για να προσληφθούν στη θέση τους Έλληνες με το ίδιο μεροκάματο – 18 ευρώ…
Η αποτροπή μετατροπής όλης της χώρας σε ΕΟΖ είναι η καλύτερη προστασία σήμερα απέναντι σε αυτές τις θέσεις, που φυσική τους επέκταση είναι να πετάξουμε τους ξένους ασθενείς απ’ τα νοσοκομεία και τα παιδάκια των μεταναστών απ’ τους παιδικούς σταθμούς. Ενώ η παρεμπόδιση παιδιών μεταναστών που γεννήθηκαν εδώ και δε γνωρίζουν άλλη πατρίδα απ’ το ν’ αποκτήσουν ιθαγένεια δρα ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση.
Έκτη και τελευταία θέση: Η ΧΑ έχει πρότυπο το Ναζιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Κι αν έσπευσε να εξαφανίσει τα σχετικά βιντεάκια και τα παλιά φύλα των εντύπων της, αυτό δεν κρύβεται. Ωστόσο η πιο αποτελεσματική απομίμηση του NSDAP δεν είναι η υιοθέτηση του «Ο αγών μου», αλλά οι τύπου Ταγμάτων Εφόδου νυχτερινές επιδρομές μπρατσωμένων αντρών ενάντια σε απομονωμένους μελαψούς λιπόσαρκους ανθρώπους. Ό,τι κατάσταση κι αν επικρατούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη Μανωλάδα, είναι αμφίβολο αν θα είχε συμβεί αυτή η πρωτοφανής δολοφονική επίθεση ενάντια σε απλήρωτους ξένους εργάτες, αν δεν είχε προηγηθεί η πρόσφατη εξαχρείωση της πολιτικής ζωής.
Και βέβαια η προπαγάνδιση μιας παντελώς ανιστόρητης θεωρίας περί των δύο άκρων – ανιστόρητη τόσο στη Γερμανία της Βαϊμάρης τότε, όσο και στην Ελλάδα σήμερα – δε λειτουργεί παρά για να δημιουργεί άλλοθι πριν απ’ όλα στη νεοναζιστική δράση.
Είναι φανερό ότι η μάχη ενάντια σ’ αυτά τα φαινόμενα δε μπορεί να δοθεί και να κερδηθεί αναπτύσσοντας αντίπαλα στρατιωτικού τύπου σώματα. Πρέπει να δοθεί από τη μια με τον αποφασιστικό τερματισμό του καθεστώτος της ατιμωρησίας κι από την άλλη με τη μάχη στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών: Στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση απ’ αυτά που έλεγε ο Μάκης Βορίδης σε συνέντευξη του στο «Βήμα» στις 17.2.2013, ότι πρέπει να καταλάβουμε ότι «οι ψευδοαξίες της γενιάς του Πολυτεχνείου ενταφιάστηκαν».
Σήμερα χρειάζεται η συνάντηση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με την τέχνη, τον πολιτισμό και τις αξίες μιας αγωνιζόμενης και αλληλέγγυας κοινωνίας και ανθρωπότητας, για να περιθωριοποιηθεί ο αγριανθρωπισμός, που στις μέρες μας απλώνεται σαν κηλίδα στην ελληνική κοινωνία. Κι αυτό, ανεξάρτητα απ’ τις βαθιές πολιτικές διαφορές μας, είναι στο χέρι όλων μας να επιδιώξουμε και να το πετύχουμε».