Τελευταία φορά που έγραψα κάτι απευθείας στα ελληνικά, ήταν στα τέλη του ’70 – 40 χρόνια σχεδόν – και είμαι σίγουρος, ότι κάποια… τούβλα το θυμούνται. Στη συνέχεια, και για δεκαετίες ολόκληρες, ταλαιπώρησα αναγνώστες και ακροατές σε διαφορετικές γλώσσες και πολυάριθμους διορθωτές.
Στη δεκαετία του ’90, είδα γραπτά μου μεταφρασμένα στα ελληνικά. Η μετάφραση δεν με ικανοποίησε, αλλά νομίζω πως τα κείμενα ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα, απ’ ότι αν τα είχα γράψει εγώ. Κάπου στα μέσα του 2000 με έπιασε ένας πανικός ότι είχα ξεχάσει να γράφω στα ελληνικά κι ότι θα καταντούσα σαν τους θείους μου τους «Αμερικάνους», που… «μουβάρουν το κάρο τους». Έτσι ξεκίνησα να ξαναγράφω απευθείας στα ελληνικά, σε ένα πολύ προσωπικό μπλογκ.
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, πήρα θάρρος. Κατ’ άλλους θράσος. Άρχισα πια να αρθρογραφώ στα ελληνικά – προς εμφανή πόνο όσων έβλεπαν τα λάθη μου – και τώρα πλέον, μετά από εκατοντάδες άρθρα σε διάφορες γλώσσες και 12 βιβλία (τα δυο μεταφρασμένα σε τέσσερεις γλώσσες, δυστυχώς κανένα στα ελληνικά), αποφάσισα να τυραννήσω μέχρις εσχάτων την ελληνική γλώσσα, ξεκινώντας με αυτή τη μικρή ιστορία που ακολουθεί. Ίσως την αρχή μιας σειράς ιστοριών από τη γειτονιά που μεγάλωσα.
Έτσι λοιπόν, όπως ακριβώς το είπε και ο Φιλανδός Όλι Ρεν όταν ανακοίνωναν τα μνημόνια, «καλό γκουράγκιο» και καλή ανάγνωση.
Ευχαριστώ,
Θάνος Καλαμίδας