Σκέψεις, από τον Μάνο Μαυρομουστακάκη:
Ένιωθε δυνατός στην άσφαλτο. Η εξάτμιση της μηχανής του …μούγκριζε τα απωθημένα του.
Ρώτησαν το κόκκινο ποιο χρώμα είναι το καλύτερο, κι εκείνο απάντησε «φυσικά, το κόκκινο». Ναρκισισμός στο …κόκκινο.
Σκιερή η παρουσία του. Σαν τον πλάτανο τους ερμήνευε τον ήλιο που μάζευε.
«Εδώ δεν υπάρχουν ξένοι» είπε, και εκεί σταμάτησε. Η πρόποση αυτή του φάνηκε ως η πιο σπουδαία.
Στην κονσέρβα βρήκε τα συντηρητικά που διαφέντευαν τον περίκλειστο κόσμο της.
Δεν είχε τσιγάρο να καπνίσει. Ούτως ή άλλως δεν κάπνιζε.
Δεν είχε τίποτα να πει. Καμιά δροσιά να δρόσιζε τα αποξηραμένα αυτιά.
Πες αυτό που θες στεγνό. Οι κουβέντες οι λιπαρές, μου ανεβάζουν τη χοληστερίνη.
«Χλομό το βλέπω», είπε και δυνάμωσε τον φωτισμό.
Δεν είχε άλλα σπόρια. Τα περιστέρια κούρνιασαν στην αναμονή του ανύπαρκτου. Η ψυχή της ελπίδας δεν έλεγε να βγει.
Η τελευταία του ταυτότητα, αυτή που πλέον επεδείκνυε δια …πάντα ενδιαφερόμενο, ήταν μια μαρμάρινη επιθανάτια πλάκα. Αναπαράσταση της ακαμψίας του.