γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Στο δημόσιο διάλογο ενίοτε οι τόνοι ανεβαίνουν. Ο βηματισμός ωστόσο των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο μετακυβερνητικό τους μετερίζι, επανέρχεται στις συνήθειες του παλιού, σε ένα περιβάλλον που αλλάζει ταχύτατα.
Κανέναν αναστοχασμό και καμία διανοητική αναζήτηση δεν διαπιστώνουμε σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτισμικό πεδίο. Από τις ανήθικες υπογραφές για τα δήθεν δικαιώματα του Κουφοντίνα, την αλγεινή στάση τους απέναντι στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα της υγειονομικής κρίσης, μέχρι τη λυσσαλέα επίθεση στις επιβεβλημένες αλλαγές στην παιδεία.
Ξεδιάντροπα και αφού εφάρμοσαν την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική με απίστευτους φόρους, ιδιωτικοποιήσεις, αστυνομοκρατία, εκπαιδευτικό εκμαυλισμό και εξοντωτική λιτότητα, προσπαθούν να πείσουν για τις αγνές πλέον προθέσεις στα πλαίσια μιας φαντασιακής αριστερής ταυτότητας.
Επιδιώκουν να προσεταιριστούν τους κουρασμένους από την υγειονομική κρίση πολίτες και μικρομεσαίους, μεταχειριζόμενοι νέα αριστερά θαύματα, με πλειοδοσία ανεδαφικών προτάσεων υποτιθέμενης ηθικής υπεροχής και αλληλεγγύης, ωφέλιμα για τους θαυματοποιούς. Με δωρεάν χρήμα, διαγραφές, επιδοματικές κορώνες και έκτακτα κοινωνικά παροχολόγια, αποκρύπτοντας επιμελώς τα υφιστάμενα κόκκινα δάνεια. Αρκεί να είναι προοδευτικά έναντι μελλοντικών μνημονίων και με παράλληλο πρόγραμμα ελέγχου των αρμών. Άλλωστε, η συνταγή της ταξικής αφαίμαξης είναι δοκιμασμένη. Αξιοσημείωτο το πώς τους διέφυγαν τα μαγκάλια, οι σόμπες και οι αυτοκτονίες.
Το κοινωνικό άγχος και η ενοχική καταναγκαστική συμπεριφορά τους επιτείνεται από την απώλεια ελέγχου των πολιτών, καθώς η προοδευτική αγαπολογία αδυνατεί πλέον να διατηρήσει την πρότερη “πελατεία” και εκδηλώνεται με λαϊκισμούς, ευσεβείς πόθους και ωραιοποιήσεις φαντασιακών καταστάσεων που αναπαράγουν νέες αυταπάτες. Αλλά όταν όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν συντριπτική αποδοχή των κυβερνητικών χειρισμών στην υγεία, την παιδεία, την οικονομία και την κοινωνία, η διαχρονική κοινοτυπία της Αριστεράς, η διαμαρτυρία και η απέχθεια σε κάθε σύγχρονο, της στερεί την επαφή με την κοινωνία και την καταδικάζει στο περιθώριο. Με γυρολόγους, διακονιάρηδες και άεργους αναρχομαρξιστές τζιτζικάδες η παρακμή είναι εξασφαλισμένη.
Το ξεπέρασμα του “τραύματος” αυτού απαιτεί την εγκατάλειψη ιδεοληψιών και αναρχομαρξιστικών κατάλοιπων καθώς οι δοξασίες τους σκοντάφτουν στα μαθηματικά της ευθύνης και του ρεαλισμού. Η παθολογική αμφιθυμία τους αδυνατεί μπροστά στην πολυδιάστατη κατανόηση του σύγχρονου. Αυτό που προσδιορίζει τον πολίτη ελεύθερα σκεπτόμενο και όχι ανδράποδο τυραννούμενο υπό τις σειρήνες του αριστερού φενακισμού και της εγγενούς δυσανεξίας των στην ευπρέπεια, στην κακοποίηση της κοινής λογικής και της πραγματικότητας.