Ευρωεκλογές. Αναζητώντας τους ανθρώπους εκείνους, που διακατέχονται από ένα ευρύ φάσμα γνώσεων, ιδεών και ικανοτήτων, που δύνανται να προάγουν τη θέση της χώρας και των πολιτών της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, να προβάλουν τα ζητήματα εκείνα των οποίων η αντιμετώπιση ξεπερνά την εθνική πρωτοβουλία, προστατεύοντας τα συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών, στοχεύοντας στην ταύτιση των τελευταίων με την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα. Σε μια εκλογική διαδικασία που οραματίζεται την υπερεθνική ένωση όχι πια των ευρωπαϊκών κρατών αλλά των λαών, στο μείζονα θεσμό που καλείται να εξασφαλίσει τη δική τους άμεση αντιπροσώπευση.
Δημοτικές εκλογές. Εδώ αναζητούμε άτομα, με συγχρόνως πολιτικές ικανότητες αλλά και βαθιά γνώση των εκάστοτε τοπικών/περιφερειακών ζητημάτων, με όραμα να αφουγκραστούν τους πολίτες και να δυναμώσουν τις φωνές τους, προωθώντας τα προβλήματα προς λύση στους κυβερνώντες, όπου βέβαια η τοπική ηγεσία εξαντλεί το φάσμα των αρμοδιοτήτων της. Ανθρώπους με άλλα λόγια που να ναι πρώτα πολίτες και μετά πολιτικοί, με ευαισθησία για τα προβλήματα τις περιφέρειας, απαλλαγμένη από κομματικά κριτήρια και σκοπιμότητες.
Και τώρα που τα ορίσαμε, ας περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, καθώς τα όρια της λεγόμενης εθνικής ιδιαιτερότητας είναι τελικώς ανεξάντλητα…
Οι ευρωπαϊκές εκλογές, παρά τα ευφάνταστα διαφημιστικά σποτάκια που σιγά σιγά θα παρελάσουν στις οθόνες μας, παρά τους βαρύγδουπους λόγους των υποψήφιων ευρωβουλευτών που θα υπογραμμίζουν – όταν ελέγχουν τη λανθάνουσα γλώσσα τους – τη σημασία της υπερεθνικότητας, επισφραγισμένη κατά προτίμηση από τα λόγια κάποιας αυθεντίας (πλήθος ακαδημαϊκών που διατυμπανίζουν το μεγαλείο των Ευρωεκλογών στα τηλεοπτικά παράθυρα και όχι μόνο), δεν είναι παρά μία δόλια αναζήτηση της πρόθεσης ψήφου. Μια δειλή, σχεδόν ‘’ντροπαλή’’ – αν έχει μείνει ίχνος τέτοιου συναισθήματος – υπενθύμιση στους Έλληνες πολίτες, πως παρά την ολοσχερή διάλυση της χώρας, τον καταποντισμό κάθε αξίας, δικαιώματος, ιδεολογίας, προσδοκίας, έχουν κι άλλα να δώσουν προς αυτή την ‘’δημιουργική’’ – σε όρους Νέρωνα – κατεύθυνση και μάλιστα με ευρωπαϊκούς όρους. Ντύνοντας τη λαιμαργία τους για εξουσία με ευρωπαϊκό μανδύα, κρύβονται πίσω από προσχήματα τέτοια που τους παρέχουν την ασφάλεια να αφουγκραστούν πόσο δεινή είναι η θέση τους και πόσα τεχνάσματα θα χρειαστούν ως την επόμενη φορά που το θράσος τους θα καταγραφεί σε ένα ακόμη ψηφοδέλτιο. Αν και πιθανότατα – γιατί αδιαμφισβήτητα έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν – μπορούν ακόμη να ποντάρουν στην ισχνή μνήμη αλλά και την κομματο-λαγνική λογική των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Όσο για τις δημοτικές εκλογές, είναι σαφέστατα μία ακόμη δημοσκόπηση, ένα λιγότερο κατευθυνόμενο εκλογικό γκάλοπ. Τα σχήματα, ή ορθότερα οι σχηματισμοί/συνδυασμοί των υποψηφίων, τύποις ανεξάρτητων, περιφερειακών ηγετών, δεν είναι παρά η πρώτη στρατιά που βγαίνει στην πόλεμο, η πρώτη γραμμή που θα λάβει τα αιχμηρά βέλη της άρνησης και απέχθειας του εξαγριωμένου λαού, για να γλυκάνει κάπως μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Εποφθαλμιώντας τις μεγαλύτερες καρέκλες, ζεσταίνουν τις μικρότερες που είναι σαφώς ευκολότερο να κατακτηθούν, λόγω της μεγαλύτερης εγγύτητας των τοπικών ηγετών προς πολίτες αλλά και της καθησυχαστικής κρατούσας λογικής που εύκολα αθωώνει τους πρώτους, καθώς ο λαός εξαντλεί την οργή του στους υψηλούς θώκους και βέβαια ανακαλύπτει ξανά την Αμερική όταν ένα σκάνδαλο υπεξαίρεσης λόγου χάρη, βλέπει το φως της δημοσιότητας.
Σε κάθε περίπτωση, ψηφίζουμε στο μεγαλύτερο ποσοστό μας, με κομματικά κριτήρια και πλέον με τιμωρητικούς όρους, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας ποσοστά κι ανοιγοκλείνοντας ‘’ψαλίδες’’ σε ένα ασφαλές και για εμάς περιφερειακό περιβάλλον, για να μας τάξουν έτι μία φορά λαγούς με πετραχήλια κι εμείς να βιώσουμε την ψευδαίσθηση του μεγαλείου της λαϊκής κυριαρχίας. Ως εκεί λοιπόν φτάνουν οι κραυγές του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο; Τα παραμύθια είναι όμορφα γιατί έχουν αισιόδοξο τέλος, μα το νεφέλωμα στο οποίο εμείς βουλιάζουμε, αν έχει κάπου τέλος, δε θα ναι σίγουρα αισιόδοξο για κανέναν…
Κρίνουμε σκληρά, ίσως αφοριστικά τους κυβερνώντες μας, υποκρινόμενοι πως μας τους επέβαλαν άλλοι, πως δεν είμαστε εμείς που τους δώσαμε την αυτοκυριαρχία μας στο πιάτο, για να μπορούμε να αντικρίζουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη και να ξεφεύγουμε απ’ το ειλικρινές ‘γιατί’ των παιδιών μας μ’ ένα εύκολο ανάθεμα. Κι ύστερα πάλι εκείνοι, φτιάχνοντας νέα κυβερνητικά σχήματα, χτίζουν την εξουσία τους πίσω από νέα προσχήματα, υποκρινόμενοι πως δεν θα την καπηλευτούν ξανά και πως θα μας ανταμείψουν για την ‘ορθή’ μας κρίση. Παραφράζοντας τον αείμνηστο ποιητή, ‘’Θεέ μου, τί υποκρισία ξοδεύουμε για να μη σε βλέπουμε;;’’