Έχουμε ξεχάσει τη φωνή της θάλασσας, τη μυρωδιά της γης, το ψιθύρισμα του αέρα και πιο πολύ έχουμε ξεχάσει να αισθανόμαστε.
Μη φοβάστε, δεν με έπιασε καμία συναισθηματική κρίση, ούτε είναι η νοσταλγία που με κάνει να γράφω σήμερα. Άλλωστε μετά από τόσα χρόνια κι εδώ που ζω, βρίσκω αυτά που μπορούν να μου χαρίσουν ακόμα και ευτυχισμένες στιγμές. Αλλά μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσω διαφορετικά.
Ξέρω ότι είναι πολλοί οι φίλοι που πικράθηκαν γιατί στο λίγο που σταμάτησα στην Αθήνα δεν επικοινώνησα, δεν προσπάθησα να τους συναντήσω και σε πολλά μηνύματα τους έμεινα βουβός. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχω έρθει στην Αθήνα τέσσερεις φορές και μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας, και αυτό για πολύ μικρά η λίγο μεγαλύτερα διαστήματα. Κάθε φορά λέω ότι θα αφιερώσω μια μέρα στη γειτονιά που μεγάλωσα, αλλά κάθε φορά το αναβάλλω.
Εφέτος δεν ήθελα να το αναβάλλω πάλι. Το είχα ανάγκη, εσωτερική. Ήθελα να περπατήσω στη παλιά μου γειτονιά. Ήθελα να περπατήσω εκεί που έπαιξα σαν παιδί και εκεί που πρωτογνώρισα από τη φιλία μέχρι τον έρωτα. Ήθελα να βρω αν είχαν όλα χαθεί, αν όλα είχαν γίνει Αττική οδός και διόδια.
Σ’ αυτό, μεγάλο ρόλο έπαιξε και το τελευταίο μου βιβλίο, το δωδέκατο στη σειρά, στο οποίο έχω αφιερώσει το πρώτο μέρος του σε αυτή τη παλιά μου γειτονιά. Για πάνω από ένα χρόνο, σε εκθέσεις και παρουσίες που με πήγαν σχεδόν σε όλη τη βόρειο και κεντρική Ευρώπη, οι περισσότεροι με ρωτούσαν αν αυτή η γειτονιά που περιγράφω υπήρξε πραγματικά και αν ακόμα υπάρχει. Υπήρξε πραγματικά, απαντούσα, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν έχει μείνει τίποτα.
Όπως σας έχω γράψει πολλές φορές, με μεγάλωσε η γιαγιά μου και η γιαγιά μου ζούσε σε μια από αυτές τις αυλές που σήμερα βλέπετε στις ελληνικές ταινίες του ’60. Η ζωή μου έχει και μια πολύ πιο σουρεαλιστική πλευρά, αλλά τα παιδικά μου χρόνια είναι συνδεμένα με αυτή την αυλή.
Σε αυτή την αυλή, όπως ακριβώς στο ποίημα του Ρίτσου, υπήρχε πάντα μια θεία που καθάριζε φρέσκα φασολάκια. Ήταν θεία, όχι από αίμα ή συγγένεια, αλλά όλες οι μεγαλύτερες γυναίκες για μας τα παιδιά τότε θείες ήταν.
Το σπίτι αυλή που έμενε η γιαγιά μου ήταν σε μια παράλληλο της Χρυσοστόμου Σμύρνης, στο Νέο Παγκράτι, σύνορα με τον Βύρωνα και ήταν χωματόδρομος τότε όλο μονοκατοικίες και αυλές. Χωματόδρομοι, γιατί οι μόνοι ασφαλτόδρομοι ήταν η Χρυσοστόμου Σμύρνης και η Κύπρου που πέρναγαν και τα λεωφορεία. Ένας χωματόδρομος γεμάτος παιδιά.
Ο Νίκος απέναντι από τη γιαγιά μου ένα χρόνο μεγαλύτερος και ο άλλος ο Νίκος λίγο παρά κάτω, κι αυτός μεγαλύτερος μου, με τον πατέρα τον τζαμά. Η Σοφία και η Ελένη στα δεξιά και τον Αλέξη με την Νίκη – νομίζω – την αδελφή του λίγο πιο πάνω. Ο Αλέξης συνομήλικος μου και κολλητός, η αδελφή του πολύ μεγαλύτερη μας κι εγώ ερωτευμένος μαζί της αλλά που να μου ρίξει ματιά.
Σε αυτή τη παρέα τα βράδια και ειδικά τα βράδια του Σαββάτου – τότε εμείς πηγαίναμε σχολείο και το Σαββάτο – προσθέτονταν τα παιδιά του από πάνω δρόμου. Αυτό γιατί εμείς είχαμε και μια μικρή αλάνα που γινόταν από στάδιο μέχρι πεδίο μάχης με πολεμιστές και νοσοκόμες. Εδώ δεν θα εκτεθώ και θα σας διαβεβαιώσω ότι ΠΟΤΕ δεν έπαιξα τον γιατρό, παρόλο ότι η αδελφή του Αλέξη πάντα έπαιζε τη νοσοκόμα.
Μαζευόμασταν που λέτε καμία δεκαπενταριά παιδιά, από επτά οκτώ μέχρι και δεκαπέντε χρονών και από τις φωνές παλλόταν η γειτονιά. Μπίλιες, ξυλίκι και μάρμαρα τα αγόρια, πεντόβολα τα κορίτσια. Ποιές μπάρμπι, εξμποξ και αηδίες. Μέχρι τις δέκα έντεκα το βράδυ. Και μη νομίζετε ότι δεν ήμασταν και τσόγλανοι.
Για όσους ξέρουν την περιοχή ή έστω τη γνωρίζουν ακαδημαϊκά, μιλάω για το παλιό τέρμα του τρόλεϊ, την πλατεία Δεληολάνη από το γνωστό από τότε ζαχαροπλαστείο. Παίζαμε που λέτε βελάκια. Τι σας λέω τώρα, σαν κινέζικα θα ακούγονται αυτά.
Στα βελάκια χωριζόμασταν σε δυο ομάδες. Ξεκίναγε η πρώτη ομάδα και την ακολουθούσε η δεύτερη αφού μετρούσε μέχρι το εκατό. Η πρώτη ομάδα είχε μαζί της κιμωλίες και χάρασσε στο δρόμο οδηγίες. Αλλά οι οδηγίες δεν ήταν και τόσο καθαρές. Στα 10 βήματα στροφή αλλά δεν έλεγε δεξιά ή αριστερά. Έτσι αν ακολουθούσες λάθος πορεία σου έπαιρνε ώρα μέχρι να το καταλάβεις και στη διάρκεια αυτή η άλλη ομάδα είχε απομακρυνθεί ακόμα πιο πολύ. Το παιχνίδι ήταν μέχρι τελικής πτώσης. Έπρεπε η δεύτερη ομάδα η να βρει την πρώτη ή να παραδοθεί.
Συνήθως σε κάποιο σημείο που υπήρχαν πολλές κρυψώνες, έκανες ένα κύκλο με συμπλήρωμα στα 50 βήματα – όταν είσαι παιδί μέτρο μέτρησης είναι πάντα τα βήματα – και κρυβόσουν σίγουρος ότι ο άλλος δεν υπάρχει περίπτωση να σε βρει και θα παραδοθεί. Ένα βράδυ φτάσαμε μέχρι τα νταμάρια. Εκεί που είναι σήμερα το θέατρο Μελίνα Μερκούρη. Τέτοια τσογλάνια.
Θα μου πείτε οι δικοί μας δεν ανησυχούσαν που δεν μας βλέπανε; Μπορεί. Αλλά παράλληλα ήξεραν ότι ήμασταν και όλοι μαζί, μια παρέα, αδιάφορα ηλικίας και προστατεύαμε ο ένας τον άλλο. Δεν ήμασταν απλά γειτονόπουλα, είμαστε αδέλφια. Και αυτό δεν είχε σχέση ούτε με χρήμα, ούτε με μόρφωση.
Και την γειτονιά και την αυλή δεν τη θυμάμαι ούτε με χρήμα, ούτε με μόρφωση. Ήταν γεμάτη ανθρώπους. Μπερδεμένοι. Πρόσφυγες, Παγκρατιώτες, μορφωμένοι, του δημοτικού, φτωχοί και πιο μαζεμένοι οικονομικά. Ήταν άνθρωποι που μοιραζόντουσαν τα φρέσκα φασολάκια και το φρέσκο ψαρί. Το ψάρι που το έφερνε ο κυρ Γιώργης που ήταν και ο μαραγκός απέναντι διαγώνια από τη γιαγιά μου, αλλά που κάθε Κυριακή γινόταν ψαράς. Μεγάλος ψαράς ο κυρ-Γιώργης, κάθε Κυριακή του ξέφευγε το ψαρί το τοοοοοοόσο μεγάλο, αλλά πάντα ερχόταν με τη σακούλα γεμάτη μικρά ψαράκια, που φτάνανε για μεζέ για όλους.
Πάνω από τη γιαγιά μου – και το έχω ξαναγράψει εδώ στο apopseis – ζούσε γνωστός λογοτέχνης με τη μητέρα του και κάθε βράδυ όλοι μας νανουριζόμασταν με την γραφομηχανή του. Λίγο παρακάτω ζούσε άλλος από τους μεγάλους της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και λίγο πιο πάνω ζούσε ένας μετέπειτα πολύ μεγάλος ζωγράφος. Οι δυο πρώτοι έβλεπαν τις εκθέσεις μου και ο τρίτος με μάθαινε να ζωγραφίζω. Τέτοια γειτονιά.
Και ανάμεσα τους η προσφυγιά. Από τη Πόλη και τη Σμύρνη μέχρι την Αλεξάνδρεια που ήταν η γιαγιά μου. Πιο έλληνες από ότι ονειρεύεται να γίνει ο κάθε Χρυσαυγήτης. Άνθρωποι τρυφεροί, φιλόξενοι με την πόρτα πάντα ανοιχτή, να μην δούνε διψασμένο και πεινασμένο.
Α, ήταν κι ο χαφιές. Ο περιπτεράς, λίγο πιο κάτω στη γωνία που κάναν στροφή τα λεωφορεία. Αλλά όλοι τον ήξεραν, ακόμα κι εμείς τα παιδιά. Κι όταν κάποια στιγμή γύρισε από την εξορία ο Παύλος ο κομουνιστής, ο αντάρτης, χωρίς να μας το πει κανείς τίποτα, κρατάγαμε τσίλιες μην έρθει προς το δρόμο ο περιπτεράς και φέρει τους ασφαλίτες και πάρουν τον Παύλο τον κουμουνιστή.
Γιατί έτσι ήταν οι γειτονιές τότε. Ακόμα και εποχές που τις πλάκωνε το σκοτάδι και η φοβέρα. Ο Παύλος ο κουμουνιστής ήταν της γειτονιάς, ήταν ο δικός μας κουμουνιστής και δεν θα μας τον έπαιρνε κανένας χαφιές και ασφαλίτης. Και τα βράδια ο Παύλος ο κουμουνιστής μας έλεγε ιστορίες από τα Γιούρα και δακρύζαμε. Και δεν υπήρχε αριστερός και δεξιός. Υπήρχε η γειτονιά και η γειτονιά δακρύζει όταν πονάει ένα παιδί της. Ας είναι ελαφρύ τα χώμα που σε σκεπάζει Παύλο, είχα έρθει και τη κηδεία σου με όλη τη γειτονιά κι ας ήταν η εποχή που είχα αρχίσει να φεύγω, γιατί ήσουν η γειτονιά, γύρισα.
Μετά ήταν ο Μιχάλης, ο ανιψιός της κυρά-Καλλιόπης λίγο πιο πάνω από την αυλή της γιαγιάς μου. Η κυρά-Καλλιόπη έλεγε, ο Μιχάλης είναι θεατρίνος. Γιατί ο Μιχάλης που ερχόταν και έμενε κάποιες φορές με τη θειά του, όλο κάτι περίεργες γούνες φορούσε, όλο κάτι πολύχρωμα πουκάμισα με αεράτα μανίκια και όλο και κάτι ψεγάδια είχε στο πρόσωπο. Κάποια στιγμή, ο Νίκος του τζαμά, τον είπε «ο γυναικωτός» και αυτή τη στιγμή που γράφω, μετά από τόσες δεκαετίες, ακόμα μπορώ να ακούσω το φλαπ από το χαστούκι που του έριξε η μάνα του.
«Βρε χαμίνι, αν σε άκουσε η κυρά Καλλιόπη θα σε σφάξω στο γόνατο.» Του φώναξε. Αλλά δεν ήταν μόνο για την κυρά Καλλιόπη. Κάποια παιδιά γεννιούνται έτσι, έλεγε η γιαγιά μου και εμείς πρέπει να τα προστατεύουμε. Γιατί ήταν και η Αλεξάνδρα με την Θοδώρα λίγο πιο πάνω. Και το μόνο που απασχολούσε τη γειτονιά ήταν, «μα δεν μπορούσε να βρει μια πιο νέα η Θοδώρα; Να, μια κοντά στην ηλικία της». Δεν ήταν κουτσομπολιό και ελπίζω να το καταλαβαίνετε.
Όχι ότι δεν κουτσομπόλευαν. Βελονάκι το παγαίνανε το σπορ, τα βράδια κάτω από τη λεμονιά. Α, αυτή τη λεμονιά, τη λάτρεψα και τη βλέπω όταν κλείνω τα μάτια μου. Κουτσομπόλευαν και την Κυριακή πήγαιναν στην εκκλησία. Κουμουνιστές και δεξιοί. Και τις Πέμπτες εξομολογιόντουσαν. Έπαιρνε τσάρκα το δρόμο ο πάτερ-Ανδρέας και έπεφτε μεζεδάκι και εξομολόγηση σε κάθε αυλή. Για τον πάτερ-Ανδρέα έχω να σας πω ιστορίες ατέλειωτες και μακάρι να ήταν όλοι οι τράγοι σαν κι αυτόν. Άνθρωπος του θεού, και άνθρωπος και του θεού. Απ’ αυτούς τους παππάδες που πολέμησαν το ’21 και στα βουνά το ’40 και είχαν στο ένα χέρι το σταυρό, στο άλλο το καριοφίλι και στη τσέπη το τσίπουρο.
Ο πάτερ-Ανδρεας είχε μια ιδιορρυθμία που την έχω κάνει σλόγκαν στη ζωή μου. Όταν του έβαζες να φάει – γιατί έτρωγε στο κάθε σπίτι που πήγαινε – σε ρωτάτε αν έχει και γλυκό. Επειδή ελληνικό σπίτι χωρίς γλυκό για κέρασμα δεν γινόταν, σου έλεγε να το βγάλεις κι αυτό τώρα και να τα βάλεις στο ίδιο πιάτο. «Όλα τα ευλογημένα στο ίδιο στομάχι πάνε, γιατί να λερώνουμε πιάτα», έλεγε.
Κάθε φορά που έβλεπε τον Παύλο τον κουμουνιστή, ο πάτερ-Ανδρέας κουνούσε το κεφάλι του και του έλεγε να περάσει από την Αγία Τριάδα γιατί κάτι πλακάκια είχαν σπάσει. Πλακάς ο Παύλος και δουλειά ποτέ δεν έβρισκε. Όσο για τον Μιχάλη, κάθε φορά που τον έβλεπε ο πάτερ-Ανδρεας τον σταύρωνε, μπας και σωθεί η ψυχή του γιατί το σώμα του το είχε χαμένο, όπως έλεγε. Της γειτονιάς κι ο πάτερ-Ανδρέας
Πήρα που λέτε ένα ταξί από εκεί που με φιλοξενούσαν και κατέβηκα στο Άλσος του Παγκρατίου. Σιγά-σιγα πήρα την ανηφόρα μέχρι τη πλατεία του Δεληολάνη και μετά χώθηκα στα στενά με τις αναμνήσεις μου. Η αυλή έχει γίνει πολυκατοικία, όπως και το σπίτι της αμερικάνας που περιγράφω στο βιβλίο μου. Το τζαμάδικο έχει γίνει πολυκατοικία και το μαραγκούδικο παρκινγκ. Χάθηκε η κορομηλιά που είχα κατακλέψει όταν ήμουν μικρός. Η αλάνα με μπέρδεψε, δεν υπήρχε. Στη θέση της υπήρχε ένα τέρας με κουτάκια που τα λένε διαμερίσματα κάποιοι μηχανικοί και ο δρόμος να σκέφτεσαι που χωράνε τόσα αυτοκίνητα αφού δεν χωράνε οι ανθρώποι.
Στον ΟΤΕ κόντεψα να δακρύσω, άδειο ετοιμόρροπο κτίριο τώρα πια, γιατί θυμήθηκα την γιαγιά μου. Έπρεπε να σταθεί ουρά κάθε δεύτερη Τέταρτη, μεταξύ πέντε με έξη ώρα Ελλάδας, που την έπαιρνα τηλέφωνο από Αγγλία. Και στον άγιο-Λάζαρο, πιο πάνω, σταμάτησα για μεζεδάκι και ένα ποτηράκι ούζο. Μετανάστης από Αυστραλία το άνοιξε πριν από ένα χρόνο. Έτσι μου είπε.
Μετά πέρασα από την Αγία Τριάδα και έστριψα να ρίξω μια ματιά στην αγορά του Βύρωνα, στον Κοπανά. Μέχρι το παρκάκι της Νέας Ελβετίας έφτασε η αρχοντιά μου. Είχα κουραστεί. Δεν είναι όλα εκεί, αλλά κάποια εκεί είναι ακόμα.
Κάποια σπιτάκια εδώ κι εκεί. Κάποια παρκάκια, ακόμα και κάποια μαγαζιά. Δεν μπορούσα να μη γελάσω βλέποντας την βιτρίνα του Lido στο Παγκράτι. Δεκαετίες έχουν περάσει και αυτό το ζαχαροπλαστείο δεν λέει να αλλάξει. Αλλά δεν υπήρχαν τα παιδιά. Μόνο αυτοκίνητα υπήρχαν.
Και δεν υπήρχε η γειτονιά. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι μπερδεύτηκα και ρώτησα κάποιον για κατευθύνσεις και μόνο στο διάολο που δεν με έστειλε. Κατευθύνσεις πάντως δεν μου έδωσε. Κάπου αλλού με κοίταξαν πολύ περίεργα και μη τολμήσει κανείς να μου πει ότι με πέρασαν για αλλοδαπό, γιατί θα τρελαθώ. Και κάπου αλλού …και σε ένα περίπτερο …και μετά …και μετά…
Και μετά εκεί στο παρκάκι της Νέας Ελβετίας κάθισα σε ένα παγκάκι. Και ξέρετε, δεν μου μίλησε η γη, δεν μου ψιθύρισε το αεράκι και η θάλασσα ήταν πολύ μακριά. Μου έλειψε η γειτονιά μου. Και δεν υπάρχει δικαιολογία που δεν είναι ζωντανή. Θα έπρεπε κάθε γειτονιά να είναι έτσι τώρα, γιατί εμείς που είμαστε οι σύγχρονοι έλληνες, μεγαλώσαμε σε τέτοιες γειτονιές και δεν έχουμε δικαιολογίες για αυτό που γίναμε.
Έχω επιστρέψει στα βόρεια, στη χώρα που ζω. Που δεν είναι ούτε η πατρίδα μου, ούτε η γειτονιά μου. Αλλά είναι το σπίτι μου. Όσο για το χώμα, τον αέρα και τη θάλασσα της παλιάς μου γειτονιάς, εύχομαι αυτοί που ζουν εκεί να ξαναθυμηθούν πως μυρίζει το χώμα της, πως ψιθυρίζει το αεράκι της και πως μιλάει η θάλασσα της μπας και ξαναβρούμε την Ελλάδα που χάσαμε.
***************************************************************************
Αντωνάκη, Γιωργάκης γίνεσαι και το βλέπουν και γελάνε. Αλλά επειδή σε έχουν και για λίγο κόπανο σε αφήνουν να λες ότι θέλεις, γιατί την υπογραφή σου την έβαλες όταν χρειάστηκε όπου εκείνοι ήθελαν και δεν τους ανησυχεί τίποτα για γενιές που θα ‘ρθουν.
***************************************************************************
Βαγγέλα – όχι εσύ σκιώδη δήμαρχε της κομπίνας, ο άλλος – σε δέκα χρόνια ούτε τα βιβλία της ιστορίας δεν θα θυμούνται το ΠΑΣΟΚ.
***************************************************************************
Άδωνι, τώρα γιατί κλαις; Συ δεν ήσουν που άλλα έλεγες χτες; Που λέει και το τραγούδι!
***************************************************************************
Εσύ με τις ευχές για το παιδί μου, όταν βγει ο Καστοριάδης με εικονίτσες, θα στον πάρω να τον διαβάσεις για να σου φύγει και το κόμπλεξ.
***************************************************************************
Βούλτεψη, Βορίδης, η χαρά της δημοκρατίας.
***************************************************************************
Αντωνάκη τα σαράντα τα κάναμε. Στα τρίχρονα την ξεθάβουμε;
***************************************************************************
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον πάντα επίκαιρο Θάνο Ραφτόπουλο, που για άλλη μια Παρασκευή μου κάνει παρέα.
***************************************************************************
Στη φωτογραφία εκεί που έψαχνα παιδικές φωνές.