γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν, η χώρα γνώρισε μια τεράστια γραφειοκρατική-συνδικαλιστική λαίλαπα που την κράτησε πίσω. Είχε μετατραπεί σ’ ένα κορπορατικό κράτος με συντεχνιακές ομάδες που διεκδικούσαν προσόδους σε βάρος άλλων και κύρια σε βάρος της κοινωνίας.
Η πρότερη περίοδος διαφθοράς και διαπλοκής των συντεχνιών οδήγησε στην καθολική κοινωνική απαξίωση και στην πολυδιάσπαση αυτών. Η αναπόφευκτη πτώχευση της χώρας και τα μνημόνια που ακολούθησαν περιόρισαν τις πρακτικές αυτές. Δεν τις εξάλειψαν όμως.
Για τα απομεινάρια λοιπόν των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης, το αυτονόητο σε κάθε ευνομούμενη δημοκρατία, η μετακίνηση δηλαδή των εκλογών για την ανάδειξη αιρετών μελών από την καταχρηστική εργάσιμη πρώτη Τετάρτη του Νοέμβρη στο πρώτο αντίστοιχο Σάββατο, αποτέλεσε εφαλτήριο για την κατεδάφιση των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Δικαιωμάτων δηλαδή στην πληρωμένη αποχή από την εργασία, από τον ιδρώτα των εργαζομένων των 40 με 50 ωρών την εβδομάδα όταν οι ίδιοι διατηρούν το προνόμιο των 23 την εβδομάδα, προκειμένου να ασκήσουν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.
Το τραγικότερο ατόπημα μάλιστα της υπουργού, το ότι τους επέβαλε ηλεκτρονική ψηφοφορία. Πίσω από αυτή, οι λογής συνδικαλιστές βλέπουν προσπάθεια οργανωμένης αποσυλλογικοποίησης, απομαζικοποίησης και αποδυνάμωσης των κινηματικών διαδικασιών.
Στην πραγματικότητα αυτοί θρέφονται από την κοινωνική αναταραχή και τις ανισότητες, όντας φοβικοί και αιχμάλωτοι του παραγωγιστικού μοντέλου των στυγνών κομματικών εξουσιών. Για εκείνους, η παραγωγή και η εργασία στέκει στη λογική της μανιφακτούρας, των διορισμών και των χεριών, του τεχνολογικού λουδισμού. Καμία αξιολόγηση και κανένας έλεγχος δεν είναι επιθυμητός. Αυτοί ξέρουν…
Δεν είναι τυχαία η αποστροφή προς την τεχνολογία, προς τους τηλεργαζόμενους και την τηλεκπαίδευση. Λοιδόρησαν τη διαδικτυακή ψηφοφορία καθώς δεν μπορούσαν να την ελέγξουν, θεωρώντας πως παράγει ψευδή συνείδηση που διαστρεβλώνει το συνδικαλιστικό εναγκαλισμό, για να θυμηθούμε τον Γκράμσι. Γιατί η “τεχνολογία της απελευθέρωσης” δημιουργεί κουλτούρα προοδευτισμού που δεν υπακούει στα συνδικαλιστικά προπαγανδιστικά κελεύσματα.
Έτσι, αντί να διεκδικήσουν δυναμικά το δικαίωμα στην τεχνολογία που στηρίζει τον πλουραλισμό, τα δικαιώματα και τον ακτιβισμό, μετέτρεψαν τη συνδικαλιστική τους ιδιοτέλειά σε ανίερη ιδεολογία. Αφόρητα συντηρητικοί, δεσμευμένοι σε κάθε τι παλιό και με απίθανα ψεύδη στη βάση ενός υποτιθέμενου νέου Μπενθαμικού “Πανοπτικόν”, στην πραγματικότητα κατέστρεψαν και απαξίωσαν το μόχθο των αγωνιστών συναδέλφων τους, που σε μια νύχτα έστησαν ψηφιακές τάξεις. Με απαράμιλλη ανοησία και διθύραμβους αμετροέπειας, θεωρούν πως κατατρόπωσαν τον νεοφιλελευθερισμό, την ψηφιακή εποχή, την AI και τον υποτιθέμενο αυταρχισμό της. Με την προκλητική τους στάση θεωρούν πως διαφυλάττουν τα κάλπικα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια της ανοχής. Πλανώνται πλάνην οικτράν.