γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Παρά τη χαρά του ανοίγματος στην αγορά, υπάρχει καταναλωτική άπνοια. Τόσο από μελλοντικό φόβο, με συνέπεια τη σημαντική άνοδο των καταθέσεων, όσο και εξαιτίας των αλλαγών στις καταναλωτικές συνήθειες, ως μια νέα δυναμική τάση αποφυγής κατανάλωσης.
Η δυναμική αύξηση των καταθέσεων οφείλεται στην αξιολόγηση των μελλοντικών υπηρεσιών και αγαθών ως σημαντικότερα, αντικατοπτρίζοντας μια οικειοθελή παραίτηση κατανάλωσης χάρη της μελλοντικής, χάριν της διατήρησης του βιοτικού επιπέδου στα προ της κρίσης επίπεδα. Παράλληλα λιγότερη ρευστότητα σημαίνει εντονότερο ανταγωνισμό.
Οι αλλαγές αυτές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του απαραίτητου, του πότε και της ουσιαστικής αξίας της δαπάνης.
Ωστόσο η αύξηση των καταθέσεων δεν εγγυάται ενδογενή κατανάλωση, σε μια εισαγωγική γενικότερα οικονομία και όσοι πίεζαν απλόχερα θεωρώντας πως οι καταναλωτές θα ξεχυθούν αλαλάζοντας αυταπατώνται. Περισσότερο ενδιαφέρονταν για τη βολή της προσωπικής τους ρουτίνας παρά για την ουσία. Διότι όταν οι καταναλωτές αλλάζουν θα πρέπει και αντίστοιχα οι επιχειρήσεις.
Ο συνήθης συνωστισμός στην πολύφερνη Ερμού αφορά τον αφρό της αγοράς και της βόλτας και όχι τα ανήλια ενίοτε σοκάκια της επαρχίας. Το περιβάλλον, οι υπηρεσίες, η εξατομίκευση και η ποιοτική παραγωγή, καθηλωμένα στα προ της κρίσης δεδομένα, αποτελούν τεράστια πρόκληση, καθώς πολλά προϊόντα είναι χαμηλής ποιότητας και χωρίς μπράντα και επομένως οι επιχειρήσεις, εάν θέλουν να είναι στην αγορά, θα πρέπει να ικανοποιήσουν τον καταναλωτή που όλο και περισσότερο αναζητά αξία, ποιότητα και διάδραση.
Τα φυσικά καταστήματα δεν θα εκλείψουν, ωστόσο η μετά covid πρόκληση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα social media καθώς η κρίση αποτέλεσε επιταχυντή αλλαγών και όχι καταστροφής. Το ηλεκτρονικό εμπόριο προϋπήρχε της κρίσης, η τηλεργασία ομοίως και οι τηλεδιασκέψεις επίσης.
Σε συνέχεια της τηλεόρασης, το κινητό έγινε προέκταση του χεριού και πλέον η αξία της ψηφιακής οικονομίας έγκειται τόσο στην αξία των προϊόντων που καταναλώνονται όσο και στην αξία των δωρεάν ψηφιακών αγαθών και υπηρεσιών που οι καταναλωτές λαμβάνουν και ωφελούνται από αυτά. Αυτή η δεύτερη αξία είναι ένα μη αναμενόμενο άυλο όφελος, το οποίο συμπληρώνει την αξία της ψηφιακής επιλογής.
Επομένως, σήμερα το να αραδιάζουμε διαφημιστικές ταμπέλες στους δρόμους, να ρυπαίνουμε με τρικάκια και flayer, να καταλαμβάνουμε τα πεζοδρόμια με κρεμάστρες ή να στοιβάζουμε πάγκους με πραμάτεια συνέπεια των πατροπαράδοτων πανηγυριώτικων εθίμων, κατά πως διαφεντεύουν οι εμπορικοί σύλλογοι, δεν έχει καμία αξία πλέον. Αναρωτιούνται οι μικρομεσαίοι λοιπόν γιατί δεν μπαίνει κόσμος στα καταστήματα. Γιατί άραγε δεν αναρωτιούνται τι προσφέρουν στον καταναλωτή και πως αυτό μπορεί να γίνει ελκυστικότερο;