γράφει ο Παναγιώτης Αλεβιζάκης.
Το ΤΕΠΙΧ ΙΙ ήταν ένα προϊόν με το οποίο οι τράπεζες με την σχέση 40-60 (40% από το ταμείο επιχειρηματικότητας 60% από τις τράπεζες) θα διοχέτευαν ρευστότητα ύψους 2 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις.
Αρκετές επιχειρήσεις έσπευσαν να υποβάλλουν αίτημα για να αποκτήσουν το αναγκαίο για αυτές κεφάλαιο κίνησης με διετή επιδότηση επιτοκίου, παρ’ όλο που οι προθεσμίες ήταν ασφυκτικές και ο χρόνος για τις «ανυποψίαστες» επιχειρήσεις περιορισμένος.
Οι τράπεζες διακήρυτταν ότι με καθαρά «τραπεζικά κριτήρια» επέλεξαν σε ποιους να δώσουν το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και βεβαίωναν ότι οι διακηρύξεις του αρμόδιου Υπουργού ήταν μη αληθείς.
Ο αρμόδιος Υπουργός μας βεβαιώνει ότι η ρευστότητα δεν έφτασε στις επιχειρήσεις διότι οι τράπεζες δεν έκαναν καλά την δουλειά τους, τις οποίες καταγγέλλει στην Ελληνικό λαό.
Άσχετα ποιος λέει την αλήθεια το ζητούμενο είναι ότι η ρευστότητα για τις επιχειρήσεις δεν ήλθε ποτέ.
Οι φήμες όμως οργιάζουν και λέγεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του ΤΕΠΙΧ ΙΙ πήγε σε μεγάλες επιχειρήσεις φιλικά προσκείμενες στην πολιτική ηγεσία.
Οι επιχειρήσεις και ο τόπος έχουν ανάγκη πλέον, εκτός την απαραίτητη ρευστότητα και την απόλυτη διαφάνεια.
Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει στην δημοσιότητα ποια επιχείρηση επωφελήθηκε και με ποιο ποσό.
Η συγκυρία επιβάλλει την μέγιστη δυνατή λειτουργία με διαφάνεια.
Παράλληλα οφείλει η κυβέρνηση να ελέγξει τις τράπεζες αν έκαναν χρήση της δύναμης τους και απέσπασαν μέρος των χρηματοδοτήσεων ως καταθέσεις αφού βοά η αγορά και λέγετε ότι
γνωστές συστημικές τράπεζες δανειοδότησαν επιχειρήσεις με την δέσμευση ότι θα δώσουν το μέγιστο ποσό ( 500.000 €) με τη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι θα διατηρήσουν το ποσό των 200.000 € στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς !
Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους οφείλουν να δουν πότε έγιναν οι χρηματοδοτήσεις και πότε έγιναν οι καταθέσεις από τις χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις και να επιβάλλουν στις τράπεζες να επιστρέψουν τα πόσα των καταθέσεων στα ταμεία των επιχειρήσεων.
Δεν μπορεί το κράτος να σχεδιάζει ρευστότητα της οποίας θα επιδοτήσει και τους τόκους δυο ετών και αυτή η χρηματοδότηση να μην πηγαίνει στις ανάγκες των επιχειρήσεων αλλά στα ταμεία των τραπεζών. Οι συγκεκριμένες τράπεζες υφαρπάζουν ρευστότητα επιχειρήσεων και πόρους του κράτους παράνομα.
Πλέον όλων αυτών, στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ ενώ η συμμετοχή του κράτους είναι κατά 40%, οι τράπεζες ζητούν εγγυήσεις στο σύνολο του ποσού χρηματοδότησης. Αυτό είναι μια αστοχία της κυβέρνησης η οποία έβαλε το 40%, δεσμεύτηκε ότι θα πληρώσει τόκους δυο ετών και επιτρέπει στις τράπεζες να παίρνουν εγγυήσεις στο σύνολο (100%) του ποσού δανειοδότησης.
Αν δεν είναι αστοχία που πρέπει άμεσα να αποκατασταθεί, τότε είναι προκλητική και μεροληπτική μεταχείριση υπέρ των τραπεζών που προσβάλλει και εμπαίζει το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου.