γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Τα πρόσφατα γεγονότα της δολοφονίας μιας νεαρής φοιτήτριας είναι πάνω-κάτω γνωστά. Κατά πάσα πιθανότητα η κοπέλα αρνήθηκε να κάνει σεξ με δύο άντρες, πράγμα που ήταν αρκετό για να χάσει τη ζωή της. Εξάλλου όπως σωστά αναφέρθηκε, στη χώρα μας η άρνηση μιας γυναίκας να κάνει έρωτα τιμωρείται από τη φαλλοκρατική μας κοινωνία με θανατική ποινή, ενώ η συγκατάθεσή της με τον στιγματισμό της ως πόρνης. Βέβαια ας μην είμαστε άδικοι, ένας από τους θύτες βρήκε ξαφνικά την πίστη του στον θεό, οπότε όλα καλά.
Το να κατακριθεί μια πράξη ως πράξη είναι εξαιρετικά εύκολο: προφανώς οι φονιάδες της φοιτήτριας στη Ρόδο ήταν δυο αλήτες του χειρότερου είδους. Τα προβλήματα όμως ξεκινούν όταν από το εποικοδόμημα περνάμε στην ανάλυση της βάσης. Εδώ πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας. Πόσες φορές γίναμε μάρτυρες λεκτικής τουλάχιστον βίας εναντίον μιας γυναίκας; Πόσες φορές είδαμε άντρες να σφυρίζουν, να προσβάλλουν ή και να απειλούν μια κοπέλα που απλά περνούσε το δρόμο; Όσο για το αν ένα απλό σφύριγμα είναι ή δεν είναι σεξουαλική παρενόχληση, ας ρωτήσουμε καλύτερα εκείνη που δεν τολμάει να ξαναπεράσει από το ίδιο μέρος ούτε με το φως της μέρας. Λοιπόν ναι, η ελληνική κοινωνία όχι μόνο δέχεται τον σεξισμό, μα ορισμένες φορές τον εκθρέφει.
Υπάρχει πρόβλημα, το οποίο μάλιστα δεν ξέρω αν μπορεί να λυθεί μέσα σε 500 λέξεις. Για την ακρίβεια, δεν είμαι βέβαιος πως αυτές οι 500 λέξεις μπορούν να γραφτούν από εμένα ή από κάποιον άλλο αρθρογράφο. Κι αυτό γιατί εγώ ουδέποτε παρενοχλήθηκα σεξουαλικά, ουδέποτε δέχθηκα διάκριση στον επαγγελματικό τομέα εξαιτίας του φύλου μου, ουδέποτε φοβήθηκα πως κάποιο ρούχο μου θα αποτελέσει δικαιολογία για έναν βιασμό. Αντίθετα, δεκάδες γνωστές μου υπήρξαν θύματα μιας κοινωνίας που σε ξεχωρίζει -μεταξύ άλλων- με βάση τα γεννετικά σου όργανα.
Εξάλλου κείμενα σαν κι αυτό έχουν γραφτεί χιλιάδες, μα εμείς παραμένουμε ίδιοι. Θα χειροκροτήσουμε την αυτοδικία κατά ενός βιαστή, αλλά παράλληλα θα σκεφτούμε πως το θύμα του «ίσως είχε ντυθεί προκλητικά». Θα χαμογελάσουμε με ένα σεξιστικό αστείο. Δεν θα αντιδράσουμε σε ένα χυδαίο σχόλιο. Θα ακούσουμε το άσμα «καριόλα σε μισώ» του Δάντη και θα χορέψουμε γιατί άντρες είμαστε. Η δομή της κοινωνίας μας μυρίζει αίμα κι απάθεια, όσο τα μέλη της προτιμούν να κυνηγούν ιστορικά φαντάσματα αντί να κοιτάζουν τους εαυτούς τους στα μάτια.
Όταν η τελευταία τελεία μπει σε αυτό το κείμενο ο καθένας θα κοιμηθεί ήσυχος. Το χρέος μας όλοι θα το έχουμε κάνει: κάποιος θα έχει γράψει και κάποιος άλλος θα έχει διαβάσει κάτι διόλου πρωτότυπο, μα σίγουρα σύμφωνο με τις αγανακτισμένες ανάγκες των ημερών. Θα κλάψουμε βεβαίως-βεβαίως, ίσως μάλιστα κάνουμε ανάλογες συζητήσεις δακρύβρεχτες με τους οικείους μας. Την ίδια στιγμή, μια ακόμη γυναίκα θα πέφτει θύμα σεξισμού στο δρόμο, στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας της. Ίσως προλάβει να ξεφύγει με τραύματα μόνο ψυχικά, ίσως πάλι απλώς γίνει ένας ακόμη αριθμός στον μακρύ κατάλογο των αδικοχαμένων. Εμείς θα συνεχίσουμε να ζούμε, να γράφουμε, να διαβάζουμε, να επιβιώνουμε δίχως πολλές ενοχές. Άραγε μπορείς με 500 λέξεις να παλέψεις κάποια εκατομμύρια άρρωστες νοοτροπίες;