Κάπως έτσι στο παράλογο και με τοπικιστικές κορόνες συνεχίστηκε η συζήτησή μου με την Στέλλα, αλλά απαντήσεις δεν βρίσκαμε κι εγώ θα πήγαινα μεν στο χωριό στα βόρεια, αλλά δεν ήθελα η μόνη μου παρέα να είναι η Βάσω και οι επαναστάτριες φιλενάδες της. Εγώ ήθελα καπουτσίνο κάραμελ και πλατεία να δείξω τις καινούργιες μπότες μου.
– Θα τις βάλεις την Μεγάλη Παρασκευή που θα πάμε στον επιτάφιο.
– Λες;
– Και στην Ανάσταση το βράδυ.
– Δυο φορές σε τρεις μέρες; Δεν πάει.
– Δεν θα το προσέξει κανένας.
– Ε τότε γιατί να τις βάλω.
– Αμάν ρε συ Λουκία, κάθε χρόνο τα ίδια πράγματα λέμε. Αν δεν θέλεις να έρθεις μην έρθεις.
– Καλά αφού το θέτεις έτσι το θέμα, θα έρθω.
Συζήτηση με την αδερφή μου, Σαββάτο του Λαζάρου.
– Εσύ τι λες Άρη μου, να πάμε ή να μείνουμε σπίτι μας και να περάσουμε ήρεμα το Πάσχα;
– Θα φτιάξεις κουλουράκια, μαγειρίτσα, θα βάψεις αυγά και θα σουβλίσεις αρνί;
– Σωστά τα λες παιδί μου, άντε να ετοιμαζόμαστε για το χωριό.
– Πότε φεύγουμε;
– Μεγάλη Πέμπτη καλά δεν είναι;
Βράδυ, ο Άρης έχει βγει κι εγώ χαζεύω ειδήσεις.
– Λουκία, έβγαλα πρόγραμμα για τις δουλειές.
– Μπαρδόν;
– Τι θα κάνει η κάθε μια μας.
– Μα εγώ έρχομαι για διακοπές, για να σας δω…
– Κι εμείς σε διακοπές θα είμαστε και να σε δούμε θέλουμε, αλλά για μαγείρισσές σου δεν υπογράψαμε.
– Βάσω με κάνεις να σκέφτομαι αν αξίζει να έρθω.
– Να μας το πεις τώρα να αφαιρέσουμε την καρέκλα σου από το τραπέζι.
– Για λέγε.
– Θυμήσου δεν υπάρχουν διαπραγματεύσεις εδώ. Το κάνεις και τέλειωσε.
– Λέγε.
– Λοιπόν η μάνα που έχει το κοτέτσι θα μαζέψει τα αυγά και θα τα φτιάξει. Ο Γιώργος έχει κανονίσει με τον πατέρα για αρνί και κοκορέτσι και η μάνα θα φτιάξει την μαγειρίτσα.
– Άρα τα έχετε κανονίσει όλα.
– Εγώ θα φτιάξω τη Δευτέρα τα τσουρέκια.
– Ωραία, έκλεισε και το επιδόρπιο. Καλά θα φέρω εγώ μερικά εξωτικά φρούτα, κανένα ανανά, κανένα μάγκο για τα μετά…
– Λουκία…
– Σε διέκοψα;
– Εσύ θα κάνεις κουλουράκια. Σμυρναίικα.
– Βάσω να σε ενημερώσω ότι κανένας από την οικογένειά μας δεν είναι από τη Σμύρνη.
– Θα λέμε ότι σε υιοθετήσαμε από Σμυρναίικη οικογένεια.
Κυριακή πρωί και το καμάρι μου ξυπνάει αφού ξυπνήσουν και οι γάιδαροι. Τα κοκόρια ξυπνάνε πρωί, ο Αντωνάκης ξυπνάει το μεσημέρι. Ο Άρης του έχει πάρει το κουσούρι. Κυριακή των Βαΐων και αντί για βάγια το πάτωμα της κουζίνας θυμίζει παιδική χαρά με το αλεύρι που έχει πέσει παντού.
– Ρε μάνα, αλευροπόλεμο μόνη σου παίζεις; Αυτοαλευρώνεσαι;
– Τι ώρα είναι αυτή πάλι που ξύπνησες -άσε τις εξυπνάδες- βοήθα με- άναψε το φούρνο στους 180 βαθμούς. Αυτά όλα με μια αναπνοή.
– Να φτιάξω καφέ.
– Χτύπα τ’ αυγά στο βούτυρο και θα σου φτιάξω εγώ καφέ. Και χωρίς να μιλήσει χτυπάει τα αυγά αλύπητα.
– Ρε μάνα, ξέρεις τι κάνεις;
– Έχω συνταγή.
– Της γιαγιάς;
– Της Θάλειας.
– Από τη δουλειά;
– Όχι, από το ιντερνέτ.
– Μάνα εδώ λέει μισό κουταλάκι μπέικιν.
– Μισό έβαλα.
– Του γλυκού.
– Ε, κι εγώ τι έκανα;
– Έβαλες της σούπας.
– Καλά θα προσθέσουμε κι άλλο αλεύρι.
– Είσαι σίγουρη;
– Πρώτη φορά φτιάχνω κουλουράκια;
– Από όσο σε ξέρω, ναι.
– Δεν ξέρεις τίποτα για τη μάνα σου. Πιες τον καφέ κι άρχισε να ζουπάς το αλεύρι.
– Τι θα πει ζουπάω;
– Έτσι, με τις γροθιές σου.
– Α. Ρε μάνα σκληρό είναι αυτό το πράμα.
– Να βάλουμε λίγο γάλα.
– Το λέει στη συνταγή;
– Σκάσε, ξέρω εγώ.
– Τώρα έγινε σαν χυλός.
– Γιατί έχεις φάει ποτέ χυλό;
– Έχεις δοκιμάσει ποτέ τις σούπες σου;
– Σαν τσίχλα θα έπρεπε να είναι, κάτσε να βάλουμε λίγο ακόμα αλεύρι.
Και βάλαμε και άλλο λίγο αλεύρι κι επειδή εγώ ένιωσα ότι τα αυγά ήταν λίγα έβαλα κι ένα αυγό ακόμα κι έβαλα και ξύσμα πορτοκαλιού. Το σμυρναίικο μυστικό. Και πλάσαμε κουλουράκια και κάναμε μίνι πλεξούδες και τα βάλαμε και στο ταψί κι αφού τα αλείψαμε με αυγό τα βάλαμε στο φούρνο, στους 180 βαθμούς και φτιάξαμε καφεδάκι για την αναμονή. 20 λεπτά έπρεπε να περιμένουμε.
Ο Άρης στη μια πλευρά του καναπέ να βλέπει τηλεόραση κάτι αθλητικά κι εγώ στην άλλη με ένα περιοδικό από εφημερίδα με φωτογραφίες από την Ταϊλάνδη και να με ονειρεύομαι με μαγιό και σομπρέρο σε παραλία της Ταϊλάνδης.
– Μάνα κάτι μου μυρίζει.
– Τα δόντια σου τα έπλυνες όταν σηκώθηκες;
– Όχι ρε μάνα, από την κουζίνα κάτι μυρίζει.
– Έχει τέσσερα λεπτά ακόμα.
– Τι τέσσερα λεπτά;
– Η Θάλεια λέει ότι χρειάζονται 20 λεπτά για τα κουλουράκια.
– Η Θάλεια από το ιντερνέτ;
– Ναι.
– Κι εσύ πιστεύεις όλα όσα διαβάζεις στο ιντερνέτ;
– Λες να υπάρχει συνομωσία για τα σμυρναίικα κουλουράκια; Αλλά η αλήθεια είναι ότι κι εμένα κάτι άρχισε να μου μυρίζει κι ας είχα πλύνει τα δόντια μου το πρωί.
– Αμάν ρε μάνα τα κάψαμε.
Τα κάψαμε, αλήθεια έλεγε το παιδί μου κι ας τα βγάλαμε δυο λεπτά νωρίτερα από ότι έλεγε η Θάλεια. Ουτε για πετροπόλεμο δεν κάνανε γιατί θα ανοίγαν τρύπες στο τοίχο. Αλλά ήταν και το σχήμα περίεργο, κι ένα που το δοκιμάσαμε όχι σμυρναίικο δεν ήταν, ουτε κουλουράκι δεν έμοιαζε.
– Θα δοκιμάσουμε άλλη συνταγή.
– Τρελάθηκες τελείως ρε μάνα. Αφού δεν σε θέλουν τα σμυρναίικα.
– Εμένα δεν με θέλουν, θέλουν όμως τη συνταγή του Αποστόλη κι είμαι σίγουρη.
– Πτώμα είμαι Βάσω μου.
– Τι έκανες;
– Καθάριζα την κουζίνα.
– Γιατί;
– Έφτιαξα τα κουλουράκια.
– Αϊ στο διάολο.
– Βάσω να προσέχεις το στόμα σου μέρες που είναι.
– Σμυρναίικα μωρή;
– Ε, τι άλλο;
– Πόσα έφτιαξες;
– Δυόμιση κιλά.
– Αϊ στο διάολο.
– Βάσω.
– Καλά, συγνώμη.
– Σου βγήκαν καλά;
– Είχα συνταγή. Βοήθησε και ο Άρης.
– Ο γιος σου;
– Όχι ο γείτονας. Φυσικά ο γιος μου.
– Τι έκανε;
– Τα πιο βασικά.
– Έλα.
– Έρχομαι την Μεγάλη Πέμπτη.
Και το κλείσαμε εκεί. Το παιδί μου να είναι καλά, όση ώρα εγώ μάζευα τα αμάζευτα στη κουζίνα, έβαλε τα καμένα πέτρινα κουλουράκια σε σακούλα και τα πέταξε και μετά πήγε στου Αποστόλη το φούρνο και πηρέ δυόμιση κιλά σμυρναίικα κουλουράκια. Πηρέ και λίγα εξτρά να τα κρατήσουμε στο σπίτι.
Για το καλό.