Guest

Πιστοληπτική ικανότητα και κίνδυνος πτώχευσης χωρών της ευρωζώνης – ιδιαίτερα όμως της Ελλάδας

 

Ειδικά η αντιπαράθεση της ελληνικής Κυβέρνησης με τις επιφυλάξεις του προέδρου της Ελληνικής Κεντρικής Τράπεζας κυρίου Στουρνάρα, σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα (φερεγγυότητα) της Ελλάδας, δημιουργεί στην ελληνική κοινή γνώμη το εύλογο ερώτημα για το ποιος από τους δύο θεσμικούς παράγοντες (Κυβέρνηση και Κεντρική Τράπεζα) λέει την αλήθεια.

Ως γνωστό η μεν ελληνική Κυβέρνηση και ειδικά ο Πρωθυπουργός κύριος Τσίπρας και ο Υπουργός των Οικονομικών κύριος Τσακαλώτος ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα θα ολοκληρώσει επιτυχώς μέχρι τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους (2018) το πρόγραμμα προσαρμογής, όπου τότε ως γνωστό λήγει και το τρίτο Μνημόνιο. Έτσι θα είναι κατά τη γνώμη τους δυνατή και απρόσκοπτη η έξοδος της Ελλάδας στις διεθνείς χρηματαγορές. Η θέση τους αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της πρόσφατης αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από το διεθνή οίκο αξιολόγησης Moody’s, που αναβάθμισε κατά δύο βαθμίδες (σε Β3 από Caa2) την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Έτσι πιστεύεται στους κυβερνητικούς κύκλους ότι η Ελλάδα θα απελευθερωθεί τελικά από την ευρωπαϊκή επιτροπεία, αφού δεν θα χρειάζεται πλέον να δανείζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕSΜ) της ΕΕ.

Ο δε κύριος Στουρνάρας τους συμβουλεύει λίγο ή πολύ «να κρατούν μικρό καλάθι», διότι η αισιοδοξία τους σχετικά με τις καλές προθέσεις των χρηματαγορών έναντι της Ελλάδας μπορεί να μη επαληθευθεί. Γι’ αυτό συμβουλεύει την Κυβέρνηση να προσπαθήσει να διαπραγματευθεί εκ των προτέρων μία συμφωνία με τους μέχρι τώρα χρηματοδότες εταίρους, για μία ενδεχομένη χρηματοδοτική επέμβασή τους, σε περίπτωση αποτυχίας του πειράματος με τις χρηματαγορές. Με άλλα λόγια πρέπει κατά τη γνώμη του κυρίου Στουρνάρα να υπάρχει για μετά τον Αύγουστο του 2018 ένα προληπτικό πρόγραμμα στήριξης από τους εταίρους για την Ελλάδα. Αυτό βέβαια το απορρίπτει κατηγορηματικά η Κυβέρνηση.

Ας δούμε όμως τώρα τι λένε και ξένοι αναλυτές γύρω από το θέμα αυτό.

Από το 1999 μέχρι σήμερα υπολογίζεται κάθε χρόνο από ειδικούς αναλυτές ο λεγόμενος cep Default[1] δείκτης, που περιγράφει (δείχνει) την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας των Χωρών μελών της Ευρωζώνης. Ο δείκτης cep Default του 2018 περιγράφει την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας των Χωρών της Ευρωζώνης μέχρι τα μέσα του 2017 και δείχνει συγκριτικά τις διαφορές της πιστοληπτικής ικανότητας της κάθε Χώρας[2].

Ο cep Default δείχτης μετρά τον τρόπο και τις δυνατότητες με τις οποίες εξελίσσεται η ικανότητα μίας Χώρας να αποπληρώσει τα εξωτερικά της δάνεια. Έτσι προσδιορίζεται συγχρόνως και η πιστοληπτική της ικανότητα. Αυτή βέβαια δεν εξαρτάται μόνο από το εξωτερικό χρέος αλλά και από τη σταθερότητα ολόκληρης της Οικονομίας. Ειδικότερα, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αγορές επηρεάζει τη φερεγγυότητα μιας χώρας. Έτσι η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας οδηγεί – σύμφωνα με τους αναλυτές του δείχτη – σε υψηλότερες εισαγωγές και σε χαμηλότερες εξαγωγές και επομένως σε ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Αυτή η εξέλιξη αυξάνει το χρέος των ιδιωτικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Δηλαδή ο δείχτης δεν λαμβάνει μόνον υπόψη τους κρατικούς προϋπολογισμούς και την εξέλιξη της επενδυτικής δραστηριότητας αλλά και τις οικονομικές συμπεριφορές των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Έτσι παρακολουθείται η συνολική εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας κάθε Χώρας.

Ο cep Default δείκτης βασίζεται πάνω σε τρία μεγέθη, που υπολογίζονται ως ποσοστά επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) του κάθε έτους.

Το πρώτο μέγεθος (1) είναι το ποσοστό επί του ΑΕΠ (αρνητικό ή θετικό) των ετήσιων ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν την παραγωγική ικανότητα της Οικονομίας. Οι ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, που αυξάνουν την παραγωγική ικανότητα, περιλαμβάνονται στο δείχτη μόνον με την καθαρή παραγωγική τους αξία (μετά τις αποσβέσεις). Γι’ αυτό στο δείχτη δεν λαμβάνονται υπόψη οι επενδύσεις σε κατασκευές οικοδομών, διότι αυτές δεν αυξάνουν την παραγωγική ικανότητα.

Το δεύτερο μέγεθος (2) του δείχτη είναι το ποσοστό επί του ΑΕΠ του πλεονάσματος ή του ελλείματος του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.

Το τρίτο μέγεθος (3) είναι το άθροισμα και των δύο ποσοστών.

Η εξέλιξη και των τριών μεγεθών δίνει τη δυνατότητα για μία αρκετά σαφή αξιολόγηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Οικονομία μίας Χώρας.

Έτσι βγαίνουν από την εξέλιξη των μεγεθών αυτών τα εξής συμπεράσματα.

Σε περίπτωση που και τα τρία μεγέθη σε μία Οικονομία είναι θετικά σημαίνει ότι:

(α) το παραγωγικό κεφάλαιο αυξάνει,

(β) το εξ’ αυτού παραγόμενο προϊόν (ΑΕΠ) αυξάνει,

(γ) το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών είναι θετικό,

(δ) το εξωτερικό χρέος της Χώρας μειώνεται και

(ε) η πιστοληπτικής της ικανότητα αυξάνει.                                                                          

Και όσο ποιο υψηλότερα (θετικά) είναι και τα τρία {(1), (2), (3)} αυτά μεγέθη,

(α) τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό ανάπτυξης της Οικονομίας,

(β) τόσο υψηλότερη είναι η ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας,

(γ) τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό της ανεργίας,

(δ) τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό πλεονάσματος των εξωτερικών συναλλαγών,

(ε) τόσο χαμηλότερα είναι τα επιτόκια του εξωτερικού δανεισμού και

(ζ) τόσο μεγαλύτερη είναι η πιστωτική ικανότητα της Οικονομίας μίας Χώρας.

Ο πίνακας 1 δείχνει το επίπεδο των μεγεθών αυτών στο πρώτο εξάμηνο του έτους 2017 σχεδόν σε όλες τις Χώρες της Ευρωζώνης. Έτσι φαίνεται ότι η πιστοληπτική ικανότητα και αυτή της αποπληρωμής των δανείων αυξάνονται ή είναι στάσιμες σε 11 Χώρες της Ευρωζώνης όπως στην Ολλανδία, Γερμανία, Εσθονία, Αυστρία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Σλοβακία, Βέλγιο, Φιλανδία, και Γαλλία. Σε 6 Χώρες όπως η Ελλάδα, Ιταλία, Λετονία, Πορτογαλία, Σλοβενία και Κύπρος μειώνονται ή, όπως δείχνουν τα μεγέθη στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουν χαθεί σχεδόν τελείως.

Οι cep Default δείχτες από το 2009 μέχρι το 2016 δείχνουν πως οι διαταραχές, που οδηγούν σε σοβαρή διακινδύνευση της ύπαρξης της Ευρωζώνης, συνεχίζουν να υπάρχουν. Ειδικά στις 6 προαναφερθείσες Χώρες διαβρώνεται συνεχώς – κατά τους αναλυτές – η ανταγωνιστικότητά τους μειώνοντας συγχρόνως την πιστοληπτική τους ικανότητα. Αυτή η εξέλιξη συμβάλει κατά τη γνώμη τους σταθερά σε μία παγιωμένη πλέον ύπαρξη διακινδύνευσης της Ευρωζώνης.

Στην Ελλάδα σύμφωνα με τους αναλυτές, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει χαθεί τελείως (βλέπε πίνακα 2) η πιστοληπτική της ικανότητας, και όπως δείχνουν τα οικονομικά μεγέθη, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ανάκαμψη ή μεταστροφή. Το επίπεδο της κατανάλωσης υπερβαίνει συνεχώς τις εγχώριες παραγωγικές ικανότητες καθώς συνεχίζεται σταθερά και η εντατική μείωση του παραγωγικού κεφαλαίου.

Ποιο καθαρά φαίνεται η οικτρή κατάσταση της Ελλάδας και στον πίνακα 2 που παρουσιάζει την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας της από το 2000 μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2017.    

Και στην Ιταλία υπάρχει από το 2010 αδιάκοπα μία μείωση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Οι αιτίες είναι πολλές. Όπως η συνεχιζόμενη εμπλοκή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η διάβρωση του παραγωγικού κεφαλαίου, το υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος και η συνεχιζόμενη πολιτική αβεβαιότητα και αστάθεια.       

Επίσης και στη Λετονία διαβρώνεται κατά τους αναλυτές η πιστοληπτική ικανότητα της. Και αυτό διότι συρρικνώνεται το παραγωγικό κεφάλαιο και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, σε σχέση με την παραγωγική της ικανότητα, η ιδιωτική κατανάλωση.

Από το 2004 φαίνεται έντονα και στη Πορτογαλία μία μείωση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο αιτίες. Η μία είναι η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του παραγωγικού κεφαλαίου και η άλλη υπερβολική κατανάλωση σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες.  

Λόγω των κακών συνθηκών για επενδύσεις μειώνεται η φερεγγυότητα της Σλοβενίας διότι συρρικνώνεται εδώ και τέσσερα χρόνια το παραγωγικό κεφάλαιο. Το επίπεδο κατανάλωσης όμως δεν αποτελεί αιτία κρίσης, σε αντίθεση με άλλες προβληματικές Χώρες της Ευρωζώνης.

Τέλος η φερεγγυότητα της Κύπρου μειώνεται από το 2012. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι η υπερβολική κατανάλωση. Από το 2012, η Κύπρος χρησιμοποιεί εξωτερικά δάνεια για τη χρηματοδότηση εγχώριας κατανάλωσης.

Από τη μελέτη αυτών των στοιχείων των δειχτών και τις εκτιμήσεις και αξιολογήσεις των αναλυτών μπορεί να βγάλει κανείς εύκολα το συμπέρασμα για το ποιος λέει την αλήθεια στην αντιπαράθεση, που αρχικώς αναφέρθηκε, μεταξύ Κυβέρνησης και της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας.

 

 

Πίνακας 1:

Πιστοληπτική ικανότητα των Χωρών της Ευρωζώνης

Πρώτο εξάμηνο του 2017

 

Κατάταξη

 

     Χώρες

Εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας

Μέγεθος

   (1)

Μέγεθος

   (2)      

Μέγεθος (1+2)

         (3)  

1.

Ολλανδία

αυξανόμενη

3,1

9,0

     12,1

2.

Γερμανία

αυξανόμενη

1,9

7,9

       9,8

3.

Εσθονία

αυξανόμενη

5,1

1,4

       6,5

4.

Αυστρία

αυξανόμενη

4,1

2,1

     6,2

5.

Λιθουανία

αυξανόμενη

4,7

1,2

     5,9

6.

Λουξεμβούργο

αυξανόμενη

4,1

0,5

     4,6

7.

Ισπανία

αυξανόμενη

2,1

2,0

     4,1

8.

Σλοβακία

αυξανόμενη

1,2

0,2

       1,4

9.

Βέλγιο

στάσιμη

3,4

– 0,1

      3,3

10.

Φιλανδία

στάσιμη

2,0

– 1,3

     0,7

11.

Γαλλία

στάσιμη

2,9

– 3,0

     – 0,1

12.

Κύπρος

κατερχόμενη

2,8

– 5,0  

     – 2,2  

13.

Ιταλία

κατερχόμενη

– 0,4

2,5

     2,1

14.

Πορτογαλία

κατερχόμενη

– 0,5

1,0

     0,5

15.

Σλοβενία

κατερχόμενη

– 1,6

4,8

     3,2

16.

Λετονία

κατερχόμενη

– 2,5

1,3

     – 1,2

17.

Ελλάδα

κατερχόμενη

– 6,7

0,7

     – 6,0

 

 

 

 

 

Πίνακας 2:

Εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από το 2000 μέχρι 2017

 

2000

2001

2002

2003

2004

2005

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Δρ. Σπύρος Παρασκευόπουλος είναι οικονομολόγος και ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Λειψίας.

©2020 All Rights Reserved. Disclaimer: apoopseis.gr belongs to the business «DIMITRIOS KONTOGIANNIS TOU GEORGIOU», with distinctive title «APOPSEIS». You can communicate with the administration via email at apopseis[at]apopseis.gr

Πιστοληπτική ικανότητα και κίνδυνος πτώχευσης χωρών της ευρωζώνης - ιδιαίτερα όμως της Ελλάδας

γράφει ο Δρ. Σπύρος Παρασκευόπουλος.

Η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα στην Ελλάδα και όχι μόνο, σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις στην μεταμνημονιακή Ελλάδα, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018, με προκάλεσε να μπω και εγώ με μερικές γραπτές μου σκέψεις στη συζήτηση.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο