Guest

Μια κλασσική ιστορία

 

Για μια στιγμή, μονάχα για μια στιγμή, φανταζόταν ότι ο Μπαχ ήταν στο πλάι του και του γνεφε τις μουσικές προτάσεις του. Την επόμενη στιγμή αποσυρόταν και περίμενε να ακούσει τη φτωχή του έμπνευση να αποκρίνεται αδύναμα στο δυνατό το κέντρισμα. Δεν ήταν δυνατόν όμως εκείνος να τον περίμενε. Έλειπε στη δοσμένη απάντηση. Πάνε χρόνια πολλά που ήταν …ταξιδεμένος, οπότε η συνεύρεση θα ήταν ούτως ή αλλως ασύλληπτη. Ασύλληπτη, όχι αδύνατη.

Λάτρης τής γραφής, τής λογοτεχνικής αλλά και της μουσικότροπης, συνδύαζε στο μυαλό του και τις δύο και φανέρωνε τη μιά, καθ’ον χρόνο έκρυβε την άλλη.

Σε ποιον άλλωστε να έλεγε, πως ο κύριος Μπαχ τού είχε εμπιστευθεί τη μουσική του, για μια μόνη στιγμή και να τον πίστευε;

Ο Αλκίνοος ήταν πλασμένος για το περιθώριο κάθε εποχής. Δεν ανήκε σε καμμία συγκεκριμένα. Οι καταγραφές τού δε(σ)οξυριβο(ζο)νουκλεϊ(νι)κού του κώδικα τού επέτρεπαν άχρονα ταξίδια, που ο ίδιος αδυνατούσε να περιγράψει ακριβώς και έτσι έμενε στο περίγραμμα τους, στη συγκίνηση που του είχαν προξενήσει.

Μαθητής ακόμα, παρ’ ότι δεν είχε σπουδάσει μουσική, θυμάται τον εαυτό του να αποξεχνιέται στο άκουσμα κάποιου πιάνου, ακόμα κι αν ήταν μια απλή άσκηση κάποιου μαθητευόμενου σε κάποιο διαμέρισμα, που τυχαία εκείνος περνούσε από κάτω. Ένα διαμέρισμα που είχε μισάνοιχτη την μπαλκονόπορτα του και από εκεί, άρταινε τους περαστικούς με τα μουσικά γυμνάσματα τού ενοίκου του.

Ο Αλκίνοος πάντα καθόταν και άκουγε. Προτιμούσε μάλιστα να φαντάζεται στη θέση του οδηγού, κάποια ρομαντική δεσποινίδα, να παίζει σκαρφαλωμένη στα πλήκτρα τού πιάνου της και αυτή τη φαντασίωση του δεν την απαρνήθηκε ποτέ μεγαλώνοντας και υποσυνείδητα πάντα έψαχνε μια δεσποινίδα όπως την είχε φανταστεί. Να συνταιριάξει ήθελε το όνειρο με την πραγματικότητα.

Κάπως έτσι μεγάλωσε σαν λαθρεπιβάτης που ανεβοκατέβαινε, πότε στο λεωφορείο της εκπαίδευσης, πότε στου στρατού και πότε εκείνο τής πρώτης δοκιμαστικής του εξόδου στην εργασιακή αρένα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αρχιτεκτονική, πιστοποίησε τη γλωσσική του επάρκεια σε δύο γλώσσες και έκανε τις πρώτες του κρούσεις σε κάποια αρχιτεκτονικά γραφεία. Δεν είχε την πολυτέλεια ή την ευκολία τής ατέλειωτης αναμονής και έτσι δεν αρνήθηκε μια θέση σερβιτόρου -προσωρινά τουλάχιστον- στην καφετέρια τής γειτονιάς του. Θα ήταν για κείνον μια διέξοδος από το πνιγηρό περιβάλλον τού σπιτιού, που όταν σε κρατεί για πολύ, χωρίς κάποια εργασία, αρχίζει αργά αργά να σε καταπίνει και να σε χωνεύει ανεπίγνωστα στο στομάχι του σαν …απωλεσθέντα χρόνο. Ο εργασιακός του χώρος δεν είχε βέβαια τον φίλο του τον Μπαχ – αυτός δεν αγαπούσε την οχλαγωγία των πολλών -, όμως τον έβρισκε, όταν τον αναζητούσε τα μοναχικά του βράδια στο σπίτι. Αγαπούσε να μένει μόνος, αλλά στις δόσεις, που άντεχε και απολάμβανε.

Αγελαίο ον ο άνθρωπος, δεν μπορούσε παρά να αποζητεί εντέλει την επικοινωνία.

Ο Αλκίνοος δεν ήταν εξαίρεση. Εκείνη την περίοδο είχε συσχετισθεί με την Αλεξάνδρα, συνομήλικη του, ωστόσο πόρρω απέχουσα απ’ ό,τι είχε ονειρευθεί. Εκείνη ήταν γυναίκα με πολλή γη κάτω από τα πόδια της και λίγο αέρα για όνειρα και ρομαντισμούς. Η σχέση τους έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο σαν την εργασιακή του σχέση. Προσωρινή μέχρι νεωτέρας. Ωστόσο ο Αλκίνοος είχε την ανάγκη να της προσδίδει και στοιχεία που πιθανόν και να μην είχε. Μπορεί για παράδειγμα να    μην έπαιζε το πιάνο που ονειρευόταν, αλλά σεβόταν τις μοναχικές στιγμές του.

Έτσι τουλάχιστον το σκεπτόταν, με θετικό πρόσημο αντί του πιθανότερου σεναρίου, ότι κι εκείνη αποζητούσε στιγμές, μακριά από την παρουσία του. Η Αλεξάνδρα δούλευε ως υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο. Η σχέση της με τα βιβλία ήταν αγάπης και μίσους. Όλη μέρα ξεσκόνιζε με τα μάτια της τίτλους και συγγραφείς, μέχρι το βράδυ που επέστρεφε σπίτι, οπότε τα ξόρκιζε και δεν άνοιγε σελίδα. Την περισσότερη ώρα της την περνούσε μπροστά από την οθόνη τού υπολογιστή της, ανταλλάσσοντας μηνύματα μέσω φέισμπουκ με τους άλλους… ομοθρήσκους.

Ο Αλκίνοος προσπαθούσε να αφορίσει την χαυνωτική συνήθεια, αν και δεν το επετύγχανε ικανοποιητικά, ούτε καν για τον εαυτό του. Το αποτέλεσμα έτσι ήταν να υπάρχει μεταξύ τους μια επικοινωνία ελλειπτική, που προσομοίαζε με εκείνη του φέισμπουκ. Τελικά ίσως δεν υπάρχει σοβαρότερη απειλή από την συνήθεια, που σου επιβάλλει η καθημερινότητα. Έχει την υπνωτική δύναμη τού να είναι «βολική» και έτσι μπαστακώνεται και συνομιλεί αυτή με τον χρόνο σου. Στη θέση σου. Συνέπεια τούτου ο πραγματισμός και τα ονειροπιάσματα, ενώ ποτέ δεν παντρεύονταν, ψευτοπορεύονταν εντούτοις σαν δύο ασύμπτωτοι δρόμοι.

Την ίδια ώρα έμοιαζαν όμως να αλληλοϋπονομεύονται και να αποδίδουν αμοιβαία κέρδη στο ζευγάρι. Απλά έμοιαζαν. Έτσι πέρασαν, χωρίς να το καταλάβουν επτά χρόνια αλλοτριωτικής συνήθειας. Ευτυχώς εν τω μεταξύ ο Αλκίνοος είχε προλάβει να βρει δουλειά σε κάποιο αρχιτεκτονικό γραφείο, ενώ η Αλεξάνδρα συνέχιζε να εργάζεται χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα στο βιβλιοπωλείο που την είχε στοιχειώσει. Η συνήθεια που στην περίπτωση τού Αλκίνοου κάποια στιγμή πήγε να ξεβολευτεί, στην περίπτωση της, συνέχιζε το μακάριο ραχάτι της. Πραγματίστρια όμως όπως ήταν, της αρκούσε που δούλευε και τα παράπονα της ήταν προφάσεις εν αμαρτίαις, κάτι σαν μικροσεισμοί που εκτονώνουν τον μεγάλο σεισμό. Κάποια στιγμή ίσως όμως και να μην τον απέφευγαν.

Στο πέρας τής καταθλιπτικής επταετίας, εμφανίστηκαν τα πρώτα ταρακουνήματα. Ήταν η ώρα που άρχισαν να εισβάλλουν οι στερεότυπες σκέψεις τού γάμου και τής τεκνοδιαδοχής, που ακόμη κι αν δεν υπήρχαν, ίσως θα έπρεπε να έχουν επινοηθεί. Ξεβόλεμα αλα καρτ. Η Αλεξάνδρα συνειδητοποίησε ότι μέσω φέϊσμπουκ δύσκολα θα τεκνοποιούσε και ο χρόνος που είχε ξεγλιστρήσει έτσι αθόρυβα ανεπιστρεπτί, αν δεν έκανε κάτι άμεσα, ίσως να συνέχιζε έτσι φθοροποιά να κλέβει ζωή από το ζευγάρι. Όταν έθεσε το θέμα στον Αλκίνοο, εκείνος κλείστηκε στο δωμάτιο του με τον Μπαχ. Ο μεγάλος μουσικός αυτή τη φορά αντί για παρτιτούρα του επέδειξε τα παιδιά του. Η μεγαλοφυία του, είχε συμπεριλάβει και τον πανανθρώπινο αγώνα της διαιώνισης. Όχι όμως με τη ζωϊκή μορφή τής ηδονικής συνήθειας, αλλά κυρίως με τον αγώνα που το ξεβόλεμα τού επεφύλασσε. Ο Αλκίνοος τότε συνειδητοποίησε ότι η Αλεξάνδρα της συνήθειας είχε μείνει μαζί του –οικειοθελώς αλλά αυτό μικρή σημασία είχε- ένα σημαντικό κομμάτι τής κοινής ζωής τους. Τι θα ήταν πιο ηθικό; Να συνεχίσει ως να ήταν εκείνη, η μικρή πιανίστρια των παιδικών του ονείρων ή να της ζητήσει να επισημοποιήσουν την -στην πραγματικότητα- αποκλίνουσα συμβίωση τους και να συνεχίσουν χώρια;

Ο Αλκίνοος δεν μπορούσε να αποφασίσει ελαφρά τη καρδία. Κλείστηκε στο δωμάτιο του, το κατ’ ουσίαν μοναχικό του δωμάτιο και απάτησε τον Μπαχ με την Lacrimosa του μεταγενέστερου Mozart. Ευφράνθηκε η καρδιά του με λύπη και αισθάνθηκε τη λύπη του πιο γλυκειά από τις ακανθώδεις χαρές του.

Είπε το ναι. Ίσως γιατί δε γνώριζε να λέει ποτέ «όχι», ειδικά κάτω από την υπνωτική μουσική των μεγάλων μουσικών του φίλων.


 

Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Μια κλασσική ιστορία

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.

Μια κλασσική ιστορία

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο