γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Η συζήτηση περί έθνους και πατριωτισμού έγινε ξανά επίκαιρη. Αφορμή: δέκα κορίτσια, που στην πρόσφατη μαθητική παρέλαση του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας- Νέας Χαλκηδόνας περπάτησαν με τρόπο που παρέπεμπε σε ταινία των Monty Python, προκαλώντας σχετική αναστάτωση. «Τι κοινό μπορεί να’χει ο μιλιταρισμός με την ελευθερία; Τι σχέση μπορεί να’χει η υπεράσπιση της ελευθερίας ενός λαού με τον πατριωτισμό που διδασκόμαστε από μικρά παιδιά;» δήλωσαν σε επιστολή τους οι μαθήτριες. Και προσέθεσαν: «Εμείς ήρθαμε από άλλες πατρίδες. τις πατρίδες των περιττών, των απρόβλεπτων, των ζωντανών. Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί ελευθερίας, λοιπόν». Το περιστατικό, μάλιστα, έγινε viral και εκτός Ελλάδος.
Σχεδόν την ίδια στιγμή, διαβάζω τη δήλωση του Erdogan: «σε αυτά τα εδάφη (στην ανατολική Μεσόγειο) εμείς έχουμε δικαιώματα, έχουμε δικαιώματα στις θάλασσες». Εδώ μπορούμε να συμβουλευτούμε και τα στατιστικά δεδομένα: σύμφωνα με έρευνες, γύρω στο 50% των Ελλήνων θα πολεμούσαν σήμερα για τη χώρα τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των Τούρκων είναι γύρω στο 70%. Οι προκλήσεις της γειτονικής μας χώρας διαρκώς αυξάνονται. Έχουμε έτσι δύο κοντινές χώρες, η μια από τις οποίες χαρακτηρίζεται από έναν επιθετικό εθνικισμό, ενώ στην άλλη ο πατριωτισμός αντιμετωπίζεται από μεγάλες μερίδες του πληθυσμού ως ένα είδος ταμπού. Όπως αναφέρθηκε ήδη, στην επιστολή τους τα παιδιά έκαναν λόγο για ελευθερία, ρωτώντας τι σχέση μπορεί να έχει αυτή με τον πατριωτισμό. Η απάντηση είναι ότι οι σημερινοί άνθρωποι την ελευθερία μας τη χρωστάμε στον πατριωτισμό εκείνων των γενναίων ανθρώπων που πολέμησαν το ’40. Μακριά από τις γελοίες εθνικιστικές κορώνες των διάφορων λαϊκιστών. Οι παρελάσεις, που πολλοί ζητούν την κατάργησή τους, είναι ένα ελάχιστο απομεινάρι για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι τι συνέβη κάποτε στη χώρα μας. Έγραφε κάποτε ο Δροσίνης:
«Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό».
Αυτοί οι στίχοι μας φέρνουν πλέον στον νου ένα ελαφρύ μειδίαμα, στην καλύτερη περίπτωση. Σήμερα και μόνο η λέξη «πατρίδα» φέρνει στον νου πολλών μια κακόηχη και αναχρονιστική αναβίωση αντιδημοκρατικών συμπεριφορών άλλων εποχών. Φυσικά, το ζήτημα του πατριωτισμού (δηλαδή της εθνικής υπερηφάνειας) είναι μόνο ένα μέρος της συζήτησης. Ένα άλλο είναι η ανοχή απέναντι στην ασέβεια ή και τον βανδαλισμό, που από συγκεκριμένους ιδεολογικούς κύκλους προβάλλεται με τον μανδύα της δημοκρατίας. Αυτό το βλέπει κανείς ακόμη και στα πιο απλά. Παραδίδουν στα παιδιά ένα καινούργιο σχολικό ή πανεπιστημιακό κτίριο και μέσα σε σχετικά μικρό διάστημα το έχουν γεμίσει με μουτζούρες, χαρακιές και κολλημένες τσίχλες, ή graffiti με ιδεολογικά συνθήματα. Παιδιά που έχουν την τύχη να μη γνωρίζουν πως είναι ο πόλεμος, δεν υποψιάζονται καν τις θυσίες που έκαναν κάποιοι άνθρωποι μερικές δεκαετίες πριν (μεταξύ των οποίων ηθοποιοί του κινηματογράφου και οι συγγραφείς Τερζάκης, Ελύτης, Σαραντάρης, Καββαδίας, Βρεττάκος, Σινόπουλος και πολλοί άλλοι) καθώς και για τους λόγους που το έκαναν. Και αυτό δεν ισχύει μονάχα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα» είπε κάποτε ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, λίγο πριν υποκύψει στα τραύματά του στη μάχη του Δρίσκου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Κόντρα στη μακριά ιστορική αλυσίδα αγωνιστών και πατριωτών του παρελθόντος, σήμερα το πρώτο πράγμα που ακούει κανείς είναι ότι η αγάπη στο έθνος είναι μια αυταπάτη, αν όχι και μια έκφραση μισαλλοδοξίας, ύποπτη για φασισμό. Ο πρώην πρωθυπουργός άλλωστε, είχε χαρακτηρίσει ακροδεξιούς όσους συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία αδιακρίτως.
Κάποιοι υπερασπίστηκαν την πράξη των μαθητών κάνοντας λόγο για «αγωνιστές ζωής στον πόλεμο που έχουμε ενάντια στον σημερινό φασισμό που σκοτώνει την δημιουργικότητα και το μέλλον των νέων». Βέβαια, οι νέοι δεν έχουν μόνο δημιουργικότητα. Έχουν (και πρέπει να έχουν) και ευθύνες απέναντι στη χώρα στην οποία ζουν και στους κανόνες της οποίας οφείλουν να συμβιβάζονται. Η πεποίθηση ότι κάθε έκφραση αγάπης στο έθνος αποτελεί φασισμό, προέρχεται από μια στρεβλή μεταπολιτευτική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία είναι το να έχεις δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις.
Πάντως, πιστεύω πως ισχύει η ακριβώς αντίθετη άποψη: δεν είναι η υπερβολική δυσκολία το πρόβλημα των σημερινών νέων αλλά η υπερβολική ευκολία, η άνεση και η άκοπη απόκτηση πραγμάτων που μερικές δεκαετίες πριν απαιτούσαν σημαντική προσπάθεια. Αυτή άλλωστε είναι η άλλη όψη της προόδου: η επιστήμη, η τεχνολογία και το κράτος πρόνοιας, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο, οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη καταναλωτική ευωχία, άνεση και καλοπέραση. Αυτή η άνεση είναι που προκαλεί στον σημερινό άνθρωπο αισθήματα πλήξης και αποχαύνωσης. Πλήθος σημερινών νέων δεν έχει κάτι για το οποίο να πολεμήσει, ούτε κάτι που να αξίζει τον κόπο να παλέψει. Τα έχει σχεδόν όλα έτοιμα. Η πρόοδος είναι λοιπόν δίκοπο μαχαίρι. Ήδη από τον 19ο αιώνα, ο Nietzsche έκανε λόγο για τον «τελευταίο άνθρωπο», όπως τον αποκαλεί. Πρόκειται για τον μέσο άνθρωπο της μάζας, ο οποίος έχει ευδοκιμήσει στις δημοκρατικές κοινωνίες της εποχής μας. Τα χαρακτηριστικά του είναι η δειλία, ο ωφελιμισμός, η ρηχότητα, η παθητικότητα και η καταναλωτική ευμάρεια. Δυστυχώς, όσο και αν δε μας αρέσει, αυτή είναι η άλλη όψη της προόδου. Όσο για τους υποστηρικτές της πράξης των συγκεκριμένων μαθητριών, αναρωτιέμαι πως θα αντιδρούσαν αν στις εκδηλώσεις μνήμης του Ολοκαυτώματος των Εβραίων από τους Ναζί γινόταν ένα χορευτικό διαμαρτυρίας για τα εγκλήματα των Ισραηλινών κατά των Παλαιστινίων. Με κάποια πράγματα απλά δεν επιτρέπεται να παίζει κανείς.