γράφει ο Θεόδωρος Πάγκαλος.
Στην Ελευσίνα είχε σχεδιάσει ο Αρχηγός του Κράτους να γίνει ένα μεγάλο λιμάνι ίσο με το λιμάνι του Πειραιά, πιο κοντά στη βιομηχανική ζώνη. Δεν υπήρχαν τότε οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που έδωσαν, για να καλύψουν τις ανάγκες απασχόλησής τους, τελική μορφή στο σχέδιο. Ο Αρχηγός του Κράτους ήταν Ελευσίνιος, γέννημα θρέμμα. Λάτρευε τους συμπολίτες του και τους μιλούσε πολύ συχνά στην ντόπια διάλεκτο, που περιλάμβανε πολλές αλβανικής προέλευσης λέξεις. Ένα μόνο δεν εννοούσε να παραδεχθεί ο Αρχηγός του Κράτους (τον περιγράφει όχι με ιδιαίτερη συμπάθεια ο Χρήστος Χωμενίδης στο αφιερωμένο στον ποιητή Άγγελο Σικελιανό τελευταίο βιβλίο του: «ο Φοίνικας», εκδόσεις Πατάκη): τα πολιτικά τους φρονήματα. Αντί να είναι βενιζελικοί εκσυγχρονιστές όπως ο ίδιος ήταν χωρισμένοι σε δυο αντίπαλες φανατικά αντιτιθέμενες ομάδες, γηγενείς, κτηματίες, βασιλόφρονες από τη μια μεριά, ακτήμονες, προλετάριοι, αστικής προέλευσης από την Πόλη και τη Σμύρνη κυρίως από την άλλη που είχαν γίνει οπαδοί του ΚΚΕ. Τον Αρχηγό του Κράτους τον διαδέχθηκε ένας Θεσσαλός οπαδός του, μετά από πραξικόπημα και αυτόν ο Ιωάννης Μεταξάς για μακρότερο χρονικό διάστημα μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935.
Σε όλη αυτήν την περίοδο τα έργα του λιμανιού είχαν επιβραδυνθεί. Είχαν όμως δημιουργηθεί τα στοιχειώδη: μώλοι με μεγάλα μεταλλικά σημεία πρόσδεσης μπηγμένα στο τσιμέντο, που κάποιος είχε σταματήσει να βάφει τακτικά και είχαν σκουριάσει με την πάροδο των ετών, ένα μικρό λιμάνι για τους ψαράδες (το λιμανάκι) ένα μεγαλύτερο λιμάνι για τα πλοία των εσωτερικών μεταφορών από το αρχιπέλαγος προς την πρωτεύουσα που κυρίως χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά τσιμέντου, οινοπνεύματος, ρετσινιού και άλλων προϊόντων της περιοχής και ένα υπερυψωμένο δημιούργημα από μπετόν αρμέ, το οποίο εμείς, οι συνομήλικοί μου δηλαδή κι εγώ, αποκαλούσαμε θρασύτατα μπανιέρες, διότι το χρησιμοποιούσαμε για να κάνουμε βουτιά από την εξωτερική άκρη του στα βαθιά νερά.
Από τους μώλους ψάρευε κανείς με καθετή άφθονους σπάρους, πέρκες, γύλους και άλλα πετρόψαρα και αν είχε τύχη βουνό που και που καμιά στείρα για σούπα. Τα παιδιά της παραλίας έπιαναν ζωσμένα με ένα βαρίδι στα άπατα πίνες, που εκτός απ’ το πλούσιο φαγητό τους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για διακόσμηση και μετά από ενέδρα και νοστιμότατους κοκωβιούς με το χέρι, γιατί το ψάρι αυτό ήταν νωχελικό και είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στο χρώμα του, που το ταύτιζε με το βυθό. Οι Μικρασιάτισσες ερχόντουσαν από το συνοικισμό να λιαστούν και σήκωναν τα φουστάνια τους μέχρι ενός σημείου αφήνοντας τη γάμπα και το κάτω μέρος του μηρού εκτεθειμένα στον ήλιο και στα πεινασμένα βλέμματα των νεαρών Αρβανιτάδων που η μάνα τους και η αδερφή τους δεν βγαίναν ποτέ από το σπίτι και δεν σηκώνανε βέβαια τα φουστάνια μέχρι εκεί απάνω. Η ευτυχία όλων ήταν εξασφαλισμένη.
Το πρωί ξεκινούσε η βάρδια έξι με δύο στο τσιμεντεργοστάσιο του Κανελλόπουλου και οι εργάτες από τα πέρατα του οικισμού πήγαιναν με ποδήλατο χτυπώντας θριαμβευτικά το χειροκίνητο κουδούνι τους. Λίγο αργότερα περνούσε το άλλο κύμα των εργατών της νυχτερινής βάρδιας, που κάναν λιγότερο θόρυβο με τα ποδήλατά τους γιατί βιάζονταν να πάνε να κοιμηθούν, μετά το ξενύχτι της βάρδιας δέκα με έξι.
Σήμερα το τσιμεντεργοστάσιο έχει πάει κάπου στα Δερβενοχώρια για λόγους περιβαλλοντικούς, τα παιδιά των εργατών έγιναν επιστήμονες, εργοδηγοί και αποθηκάριοι και μένουν στη Μάνδρα και στη Μαγούλα με θέα προς τη θάλασσα. Όταν θέλουν να κάνουν μπάνιο επιβιβάζονται σε αυτοκίνητο, πληρώνουν βενζίνη και διόδια για να μπουν στη θάλασσα πέρα από τη βιομηχανική ζώνη στον Κορινθιακό ή στην Κινέτα. Οι κοκοβιοί και οι σπάροι έφυγαν. Για πίνες και στείρες ούτε λόγος να γίνεται. Η Ελευσίνα θα είναι πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης σε δυο χρόνια. Έχει δήμαρχο της Κεντροαριστεράς που θέλει να αποκαταστήσει και να κάνει πολιτιστικά ενεργά τα ερείπια της παλιάς βιομηχανίας. Ζούμε καλύτερα τώρα;