ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ουτοπία σε σώμα σκύλου
Σκύλος κατεψυγμένος στην άρνηση του να πετάξει.
Να ζεσταθούν οι οδοί του αίματός του από την άκαμπτη διαδικασία του ψύχους, του εντελλομένου θανάτου, που κατέφθανε με δόσεις.
Στερήθηκε την ουτοπία της πτήσης και καταψύχθηκε.
Όσα σκυλιά ήξερε βάδιζαν ή έτρεχαν όπως αυτός, που συντηρούσε από τη γέννα του την φυσική επιταγή σε επανάληψη. Χωρίς προοπτική.
Τα πουλιά του υπενθύμιζαν την ανημπόρια της φύσης του.
Δεν άντεξε την προσβολή. Αρνήθηκε τον προκαθορισμένο ρόλο.
Ωστόσο χωρίς άλλον στη θέση του.
Παρέμεινε σώμα ακίνητο. Λίγο πριν την αδύνατη πτήση.
Μήνυσε στα πουλιά πως ήταν από επιλογή η ατέλειωτη αναμονή.
Λίγο πριν την εκτόξευση στον ου-τόπο του.
Λίγο μετά την κατάψυξη του θανάτου του.