του Γιώργου Κοντογιάννη
Η κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα θυμίζει την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.
Πολλά κράτη μόλις ξέφυγαν από την «προστασία» της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, βρέθηκαν εκτεθειμένα στους κινδύνους και την απληστία των αγορών. Πολλές χώρες τότε ζήτησαν τη συνδρομή της Δύσης και σήμερα έχουν αρχίσει –μέσα από πολλές παλινωδίες – να βρίσκουν το βηματισμό τους. Δεκάδες τεχνικοί σύμβουλοι, από την πλευρά της Δύσης, μετέφεραν τις γνώσεις τους όχι μόνο σε θέματα αποκρατικοποιήσεων, αλλά και σε ζητήματα που αφορούν ακόμα και αυτή τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε μια αντίστοιχη θέση. Βγαίνει από το φαύλο κύκλο της σήψης και της διαφθοράς και καλείται να μπει στο χώρο του ρεαλισμού και της αδυσώπητης, αλλά υπαρκτής, πραγματικότητας των αγορών, γυμνή. Χωρίς καμία προστασία. Και σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας θεωρητικά δεν χρειάζεται συμβουλές η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, αλλά σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της αγοράς τα προβλήματα είναι μεγάλα, καθώς ένα σοσιαλιστικό κόμμα καλείται να εφαρμόσει μέτρα που βρίσκονται έξω από την ιδεολογία του και ένα συντηρητικό κόμμα διεκδικεί την εξουσία αγνοώντας σκοπίμως την πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι έτσι θα σαγηνεύσει το εκλογικό σώμα.
Την κρίσιμη αυτή ώρα, η Ευρώπη –όχι ανιδιοτελώς, τίποτα δεν γίνεται με ανιδιοτέλεια στο χώρο της οικονομίας- ανοίγει την αγκαλιά της και προσφέρει προστασία στην Ελλάδα, η οποία μέσα στην ατυχία της είχε την τύχη να είναι η πρώτη χώρα της ευρωζώνης που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της κρίσης. Κι επειδή οι εταίροι μας φοβούνται ότι ο ιός του χρέους θα αρχίσει να μεταδίδεται και στις άλλες χώρες με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της ΕΕ, τρέχει μήπως και προλάβει τα χειρότερα.
Ο κ. Παπανδρέου μίλησε για ιστορική απόφαση, ο κ. Παπούλιας δήλωσε ότι επιτέλους η Ευρώπη ξύπνησε, πολλοί είναι εκείνοι που θριαμβολόγησαν, αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή που είπε η Ντόρα Μπακογιάννη, ότι δηλαδή, πλέον η μπάλα βρίσκεται στο δικό μας γήπεδο. Αυτό σημαίνει ότι πλέον η Ευρώπη ό,τι είχε να κάνει για να μας προσφέρει προστασία από τη ζούγκλα των αγορών το έχει πράξει. Από εκεί κι έπειτα είναι δικό μας θέμα πώς θα εφαρμόσουμε τα μέτρα που πρέπει για να βγούμε από την κρίση.
Το μνημόνιο του 2010, δεν εφαρμόσθηκε ούτε σε επίπεδο 50%. Οι υποχρεώσεις μας, όμως, για τη λήψη των νέων 158 δις € πρέπει να ικανοποιηθούν στο έπακρο.
Με αυτήν την προοπτική ακούσαμε για επιτροπές και τεχνικούς συμβούλους, κυρίως σε θέματα αποκρατικοποιήσεων, που μας φέρνουν στο νου όλη εκείνη την κατάσταση μετά το 1989, για τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Η τοποθέτηση όμως συμβούλων πρακτικά σημαίνει την αποτυχία της Κυβέρνησης και γενικότερα του πολιτικού συστήματος να υλοποιήσουν ένα σκληρό μεν, αλλά αναγκαίο, πρόγραμμα εξόδου από την κρίση.
Αν δεν αντιμετωπίσουμε μίζερα τη λύση που μας προσφέρουν οι Ευρωπαίοι, σίγουρα σε λίγα χρόνια θα έχουμε ανακάμψει και η επόμενη γενιά από εμάς δεν θα ζήσει σε καθεστώς επικίνδυνου δανεισμού.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, γνωρίζοντας πλέον εκ των έσω την πραγματικότητα είπε ότι μπήκε πάτος στο βαρέλι του χρέους. Και έτσι είναι. Αρκεί να μη πριονίσουμε και πάλι μόνοι μας τον πάτο που έβαλε η ΕΕ και πέσουμε και πάλι στο κενό.
Ακόμα και η Αλέκα Παπαρρήγα, μη μπορώντας να πει κάτι διαφορετικό, ή αναγνωρίζοντας- από τη δική της σκοπιά- σε ένα βαθμό, την πραγματικότητα, μίλησε για «προσωρινή λύση».
Δυστυχώς η Αξιωματική Αντιπολίτευση, μετά από 16 ώρες απόλυτης σιωπής του αρχηγού της Αντώνη Σαμαρά, ψέλλισε κάτι περί ομολογίας αποτυχίας της κυβέρνησης. Μα αν η Κυβέρνηση ήταν επιτυχημένη δεν θα ήταν ανάγκη να φθάσουμε καν στο μνημόνιο του 2010. Θα είχε βρει λύση νωρίτερα… Τώρα όμως βρισκόμαστε υπό την εποπτεία και την επίβλεψη της τρόικας και με αυτό το δεδομένο πρέπει να βαδίσουμε. Όχι με το τι θα θέλαμε αλλά με το τι πρέπει. Όχι με το ιδεατό, αλλά με το δέον.
Χρέος της Αντιπολίτευσης- αξιωματικής ή ελάσσονος- σε τέτοιες δύσκολες ώρες, είναι να ενισχύουν κάθε προσπάθεια που ως στόχο έχει την ισχυροποίηση της οικονομικής ασφάλειας της χώρας. Χρέος της είναι να λαμβάνει θέσεις και να κάνει προτάσεις, ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες, που ξεφεύγουν από τον άχαρο ρόλο της στείρας αντιπολίτευσης. Γιατί και η Αξιωματική Αντιπολίτευση την ίδια πατρίδα φιλοδοξεί να κυβερνήσει. Όχι κάποια άλλη. Και κανείς πολιτικός αρχηγός μέχρι σήμερα δεν φιλοδοξούσε να κυβερνήσει επί ερειπίων.
Δυστυχώς, η εικόνα της σημερινής Νέας Δημοκρατίας δεν έχει προηγούμενο. Η προσπάθεια ορισμένων να κρύψουν τη θλίψη τους γιατί η Ελλάδα πήρε μια ανάσα ζωής, είναι εμφανής. Αλλά είναι έτσι το σύνολο των στελεχών της νέας ΝΔ; Σίγουρα όχι. Τότε τι κάνουν; Γιατί δεν αντιδρούν; Γιατί δεν υψώνουν το ανάστημά τους απέναντι στη ισοπεδωτική άρνηση της ηγετικής τους ομάδας; Τι φοβούνται; Και σε τελική ανάλυση, πόση σημασία έχει να είσαι βουλευτής ή στέλεχος σε ένα κόμμα που δεν σε εκφράζει πια; Και πόση διαφορά έχουν όσοι σιωπούν από εκείνους που ζουν και αγωνίζονται για την καρέκλα;
Το βέβαιο είναι ότι την ώρα που η Ευρώπη καλεί την Ελλάδα να κάνει μια τιτάνια προσπάθεια για να ξεφύγει από την κρίση, μια προσπάθεια που δυστυχώς μέχρι σήμερα το βάρος της σηκώνουν κυρίως τα αδύναμα οικονομικά στρώματα -και αυτό πρέπει να διορθωθεί-, την ώρα αυτή, η προσπάθεια θα υπονομεύεται εκ των έσω με απεργίες και κοινωνική αναταραχή την οποία υποδαυλίζει ή ανέχεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Πρόκειται για μια τακτική της οποίας πρώτος διδάξας ήταν, σε άλλες εποχές, ο σημερινός πρωθυπουργός, ο οποίος, όπως λέει ο λαός, «θερίζει ό,τι έσπειρε».
Η ελληνική κυβέρνηση –αυτή η άτολμη και κακή κυβέρνηση, η οποία όμως έχει εκλεγεί από το λαό- πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει περιθώρια για υπαναχωρήσεις και συνέχιση της αναβλητικής πολιτικής που ακολούθησε μέχρι σήμερα. Είναι κάτι που ακόμα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευθαρσώς επισήμανε στον Πρωθυπουργό.
Ο κ. Παπανδρέου πρέπει να καταλάβει ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει όχι πλέον με το νυστέρι, αλλά με το σπαθί στο χέρι. Και από το πρώτο που πρέπει να απαλλαγεί είναι από τη γάγγραινα που η ίδια ως κόμμα δημιούργησε, δηλαδή από το βαθύ πράσινο κομματικό κράτος. Αν δεν ξεκινήσει από εκεί, κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Γιατί πώς θα ακολουθήσει τις θυσίες ο απλός πολίτης όταν βλέπουν ότι η κρατική – κομματική νομενκλατούρα συνεχίζει να απολαμβάνει των ωφελημάτων που της είχαν παραχωρηθεί σε καιρούς –επίπλαστης έστω- ευημερίας;
Και αν η Κυβέρνηση δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτήν την γάγγραινα, αν δεν μπορεί να συγκρουσθεί με τα σπλάχνα της, όπως ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου έχει αναγνωρίσει πως πρέπει να γίνει, αν δεν μπορεί να «ματώσει» και μάλιστα άμεσα, τότε αν ο Πρωθυπουργός αγαπά την πατρίδα του, πρέπει να δώσει αυτή τη δυνατότητα σε μια άλλη κυβέρνηση που θα μπορεί να το πράξει. Σε μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας.
Σε κάθε περίπτωση οι κ.κ. Παπανδρέου και Βενιζέλος οφείλουν να καταλάβουν ότι όρος πολιτικής επιβίωσης για την κυβέρνησή τους είναι να συγκρουστεί με το κόμμα που κοινοβουλευτικά τη στηρίζει. Να συγκρουστεί με τον ίδιο της τον εαυτό. Το ΠΑΣΟΚ. Αν δεν μπορούν, ας παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλους που μπορούν, γιατί πλέον δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για ολιγωρίες.