Ήδη δύο (2) βουλευτές -αμφιβόλου βέβαια ποιότητας, εάν εξετάσει κανείς το πολιτικό τους παρελθόν- αποσχίστηκαν από την κυβερνώσα πλειοψηφία, ένας έτερος δε -στενός μέχρι πρότινος συνεργάτης του πρωθυπουργού- παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα. Μεταξύ άλλων, ο φόρος στο κρασί που θεσπίστηκε ως αντιστάθμισμα για την άρση επιβολής ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, αποτέλεσε τον πρώτο σκληρό κάβο για τη μόλις δύο (2) μηνών ζωής νέα συγκυβέρνηση, προκαλώντας της κοινοβουλευτικές απώλειες. Εντούτοις, μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από τις ανωτέρω απώλειες, εστιάζεται στην ερμηνεία αυτής καθεαυτής της φορολογικής πολιτικής της Κυβέρνησης. Μιας πολιτικής, οι ρίζες της οποίας εντοπίζονται σε διαχρονικές εμμονές της εν Ελλάδι -και όχι μόνο- Αριστεράς.
Ανέκαθεν η Αριστερά -και δη η κομμουνιστική- αντιμετώπιζε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει το επιχειρηματικό κέρδος ως εχθρό. Το «κεφάλαιο» ήταν και παραμένει ο κυριότερος αντίπαλός της, εκείνος που αντιπαρερχόταν στις διαστρεβλωμένες από την ίδια έννοιες της «κοινωνικής δικαιοσύνης» και της «ισότητας». Γι’ αυτό και ως ιδανικό μέσο αντιμετώπισής του εθεωρείτο από τους πνευματικούς της πατέρες η «κολεκτιβοποίηση», από τα ιδεολογικά τους τέκνα δε η φορολόγηση.
Ωστόσο, η φορολόγηση, η επιβολή δηλαδή φραγμών στο μικρού, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους επιχειρείν επ’ ουδενί συνιστά κοινωνική δικαιοσύνη. Στον καπιταλιστικό μας κόσμο η επιχειρηματικότητα συνάγεται με την πρωτοβουλία, τον υγιή ανταγωνισμό, την προσφορά ποιοτικών και όσο το δυνατόν οικονομικά προσιτών αγαθών και υπηρεσιών, το σεβασμό προς τον πελάτη. Ουχί με την επιβολή προκαταβολικών φραγμών, φορολογικών και ασφαλιστικών εμποδίων. Άραγε είναι δίκαιο κοινωνικά και επιτρεπτό συνταγματικά να παρεμποδίζεις τον ιδιώτη, ελεύθερο επαγγελματία και επιχειρηματία, που αναλαμβάνει εκουσίως το όποιο ρίσκο να παράγει και να προσφέρει, και να μη του επιτρέπεις να αναπτύσσει ελεύθερα τις οικονομικές του δραστηριότητες; Και ταυτοχρόνως να διατηρείς στο απυρόβλητο, όπως και οι κυβερνητικοί σου προκάτοχοι, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, λήπτες “θαλασσοδανείων”, κατηγορούμενους για υποθέσεις φοροδιαφυγής και διαφθοράς.
Η στρέβλωση της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης από τη σημερινή συγκυβέρνηση πάντως, συνδέεται άρρηκτα και με μία έτερη εμμονή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την ταύτιση δηλαδή του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος της ισότητας με τον εξισωτισμό. Το γεγονός ότι όλοι είμαστε ίσοι μεταξύ μας, αυτοδικαίως μεταφράζεται για την αριστερή ιδεολογία, ότι όλοι είμαστε ικανοί για ΟΛΑ! Η συνταγματικώς θεμελιωμένη έννοια της ισότητας όμως, σαφώς και δεν συνάγεται μ’ εκείνη του εξισωτισμού. Πόσο μάλλον όταν ο τελευταίος, είτε εισβάλλοντας είτε επιβαλλόμενος στην ίδια τη Δημοκρατία, αναπαράγεται εις βάρος της αξιοκρατίας, που τείνει να καταλαμβάνει μια σχετικά δευτερεύουσα θέση και αξία σ’ αυτήν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πάντως, και ο εξισωτισμός απεκδύεται κάθε στοιχείου κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοσίου συμφέροντος, προάγοντας αμιγώς ιδιοτελή -κομματικά, συντεχνιακά, ακόμη και προσωπικά- συμφέροντα έναντι του γενικού, του υπέρτατου δηλαδή αγαθού μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας.
Πολλοί βέβαια από τους σημερινούς φιλοκυβερνητικούς, είναι αδιαμφισβήτητο πως θα αρνηθούν ευθέως τις προεκτεθείσες παραδοχές. Έχοντες ως λαός δεδομένη αδυναμία ανάληψης των ευθυνών που μας αναλογούν, είναι σίγουρο πως εκείνες της φορολογικής και γενικότερης πολιτικής της Κυβέρνησης, για μία ακόμη φορά θα τις επιρρίψουν στο «κουαρτέτο» και τους εταίρους μας.
Πάραυτα όμως, η έντονη φορολόγηση επ’ ουδενί αποτελεί μια εμμονή των δανειστών μας. Οι φόροι της τελευταίας εξαετίας αποτελούν απόρροια της απουσίας εναλλακτικών επιλογών εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Είναι βέβαιο, πως οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί μας θα αποδέχονταν ως αποτελεσματικότερο μέσο για μια ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή τον εξορθολογισμό και την εν γένει μείωση των δημοσίων δαπανών, παρά τη φορολόγηση, που σε τελική περίπτωση καθίσταται εκ των προτέρων αδύναμη εξαιτίας και των χρονίων προβλημάτων εισπραξιμότητας του ελληνικού κράτους. Οι ημεδαποί αντιπρόσωποί μας όμως φέρονται πως διαφωνούν.
Αρνούνται σφόδρα οι σημερινοί μας κυβερνήτες να πλήξουν τα “πελατάκια” τους, τον μετακινούμενο κομματικώς πληθυσμό, εκείνους που διόριζαν άνευ οιοδήποτε στοιχείου ικανότητας και αξιοσύνης οι προκάτοχοί τους προς άγραν ψήφων. Παράλληλα, αφήνουν όπως και οι προηγούμενοι ατιμώρητα τα “μεγάλα κεφάλια”, τους υπεύθυνους για σοβαρά οικονομικά εγκλήματα κακοδιαχείρισης, φοροδιαφυγής ή αποφυγής, διαφθοράς και εν τέλει διαπλοκής, διαψεύδοντας καθημερινά τις ελπίδες που είχαν προεκλογικά καλλιεργήσει. Από κοινού μάλιστα, νυν και πρώην κυβερνώντες, αδιαφορούν πλήρως για το μείζον κοινωνικό μας πρόβλημα, το έλλειμμα παιδείας. Ένα έλλειμμα, δηλαδή, με πλείστες προεκτάσεις. Προεκτάσεις φορολογικής και ασφαλιστικής συνείδησης, διαχείρισης των δημοσίων αγαθών και περιουσίας, αντίληψης του δημοσίου γίγνεσθαι και εν τέλει κουλτούρας και νοοτροπίας. Μιας κυριαρχούσας, δυστυχώς, ανατολικού τύπου νοοτροπίας, εδραιωμένης στα βάθη των αιώνων που αντιπαρατίθεται ευθέως με φιλελεύθερες ιδέες και αντιλήψεις.
Συνεπώς, η υφιστάμενη και συνεχώς διογκούμενη πολιτική κρίση εδρεύει μεταξύ άλλων και σε ιδεοληπτικές εμμονές. Εμμονές, που μόνο εκείνος που απολαμβάνει τη νομιμοποίηση της πλειοψηφίας του λαού μπορεί να τις ξεπεράσει. Ειδικά, όταν παίζει σε άδειο γήπεδο, με τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο να βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση ταυτότητας, όντας ανίκανος ακόμη και ανόθευτες εσωκομματικές εκλογές να διενεργήσει. Πριν από μερικούς μήνες, πράγματι, ο κ. Τσίπρας έκανε την υπέρβαση. Από τις συμπληγάδες του αντιευρωπαϊσμού και της επικείμενης τότε ολικής καταστροφής, έφερε το σκάφος του κόμματός του, πολλώ δε μάλλον της χώρας, σε ευρωπαϊκή τροχιά. Στο χέρι του είναι επομένως να ξεπεράσει και τις εν λόγω εμμονές που αντιπαραβάλλονται στην κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή. Εάν θα το καταφέρει; Εύλογο είναι να αμφιβάλλουμε…
Για να διαβάσετε περισσότερα άρθρα του Νίκου Ζέρβα πατήστε εδώ!