γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Διάβασα πρόσφατα το ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο «Ο θρίαμβος της επιστήμης», του παιδιάτρου και νεογνολόγου Αντώνη Δαρζέντα. Σε γενικές γραμμές, ο κ. Δαρζέντας επεσήμανε τη μεγάλη επιστημονική πρόοδο της Ιατρικής μέσα σε μερικούς αιώνες: πραγματικά, ενώ κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους οι άνθρωποι κατέφευγαν σε κάθε λογής προλήψεις για να προστατευτούν από τα δεινά, σήμερα οι άνθρωποι ακούνε τους ειδικούς σε παγκόσμιο επίπεδο και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι ακόμη και οι ναοί των τριών μεγάλων θρησκειών σε όλον τον κόσμο παρέμειναν κλειστοί. Επομένως, κατέληγε, η επιστήμη σημείωσε μια μοναδική στην ιστορία νίκη απέναντι στις χιλιετείς πολιτισμικές παραδόσεις που ονομάζονται θρησκεύματα. Αν και το άρθρο ήταν σχετικά σύντομο, πυροδότησε πλήθος προβληματισμών μέσα μου, τους οποίους επιθυμώ να μοιραστώ.
Αρχικά, το ζήτημα της διαμάχης των επιστημών με τη θρησκευτική πίστη είναι αρκετά παλιό και περίπλοκο. Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαιά του αποτελεί η περίφημη διαμάχη του Γαλιλαίου με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ένα ζήτημα για το οποίο οι περισσότεροι δε γνωρίζουν πολλά.
Κόντρα στη συνήθη άποψη, η επιστήμη ήδη από τους Μεσαιωνικούς Χρόνους ήταν ως έναν βαθμό υπαρκτή και επηρέαζε τα θρησκευτικά δόγματα, αν και δε μπορεί να συγκριθεί με το σήμερα. Γι’ αυτό και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία προσπάθησε από νωρίς να την προσεταιριστεί. Συγκεκριμένα, αυτό που είναι γνωστό σε μας ως «Μεσαίωνας» χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή ομοιομορφία: η τέχνη, οι επιμέρους επιστήμες της φύσης, η φιλοσοφία, η οικονομία και η πολιτική, όλες υποτάσσονταν στην Εκκλησία, η οποία καθόριζε τα όρια και τη δράση τους.
Βέβαια, η «επιστήμη», δηλαδή η γνώση που εκείνη η εποχή διέθετε δεν ήταν άλλη από τον αριστοτελισμό, δηλαδή ένα σώμα παρατηρήσεων του φυσικού κόσμου, του ανθρώπινου σώματος, κάποιες φιλοσοφικές απόψεις και ορισμένες αφηρημένες αρχές λογικής. Η πρόσληψη της αριστοτελικής σκέψης άρχισε με την αναγνώριση των (μέχρι τότε άγνωστων) μερών του Οργάνου, για να συνεχιστεί έπειτα με τα μεταφυσικά, φυσικά και ηθικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, συνοδευμένα από τις εισαγωγές των Αράβων υπομνηματιστών. Μάλιστα, η οριστική αποσύνδεση της αριστοτελικής σκέψης από τον αβερροϊκό παμψυχισμό, που είχε ως συνέπεια την υποταγή της στην έκφραση των χριστιανικών δογμάτων, συντελέστηκε από τον μεσαιωνικό στοχαστή Θωμά Ακινάτη προκειμένου να αναχαιτιστεί η αυτοτέλεια και η αυτοπεποίθηση που είχε ήδη αρχίσει να αποκτά ο αριστοτελισμός. Γεγονός είναι όμως ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τηρούσε ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση, καθώς η αριστοτελική φυσική και μεταφυσική ήταν στενά συνδεδεμένες με τον αβερροϊσμό και τον πανθεϊσμό γενικότερα (πχ στην περίπτωση του Ιωάννη Σκώτου Εριγένη). Πάντως, μέχρι τον 13ο αιώνα η χρήση του αριστοτελισμού (που δεν εξαντλούνταν αναγκαστικά στα γραπτά του ίδιου του Αριστοτέλη) επεκτάθηκε ευρύτατα και ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνωρίστηκε ως αυθεντία, ο «φιλόσοφος», όπως τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά. Αυτή ήταν η αιτία της σύγκρουσης με το κοπερνίκειο σύστημα, που έλαβε χώρα με ιστορική σημασία στην περίπτωση του Γαλιλαίου. Αν μάλιστα πιστέψουμε τον ιστορικό Stillman Drake, η συγκεκριμένη διαμάχη πυροδοτήθηκε περισσότερο από ορισμένους φιλοσόφους που είχαν προσωπική απέχθεια στον Γαλιλαίο, παρά από το ίδιο το ιερατείο. Η επιστήμη και η θρησκεία δε συγκρούστηκαν ευθέως αλλά αντίθετα ήταν η τότε νεότευκτη επιστήμη των Νεότερων Χρόνων (ηλιοκεντρισμός) που συγκρούστηκε με την αρχαιοελληνική (αριστοτελικός και πτολεμαϊκός γεωκεντρισμός). Η ιδέα περί της υποτιθέμενης σύγκρουσης επιστήμης και θρησκείας στην περίπτωση του Γαλιλαίου αποτελεί παρεξήγηση. Αυτό ισχύει και για ορισμένες άλλες διαμάχες, όπως για παράδειγμα του Giordano Bruno. Στην πραγματικότητα, όσο απάνθρωπη και αν ήταν η θανάτωση αυτού του μεγάλου στοχαστή από την πυρά της Ιεράς Εξέτασης (1600), αίτιό της δεν ήταν η επιστημονική σκέψη αλλά οι αιρετικές του ιδέες για το θείο (πανθεϊσμός). Βέβαια, εκ των υστέρων είναι ελκυστικό για πολλούς σημερινούς επιστήμονες να βλέπουν και στη δική του περίπτωση, όπως ακριβώς και στου Γαλιλαίου, έναν μάρτυρα της επιστήμης. Με τον ίδιο τρόπο, ακριβώς επειδή έχουμε το ιστορικό προνόμιο να γνωρίζουμε τον κεφαλαιώδη ρόλο των Μαθηματικών στην εξέλιξη της Νεότερης επιστήμης, είναι μεγάλος ο πειρασμός να βλέπουμε αναχρονιστικά την καχυποψία ορισμένων εκκλησιαστικών συγγραφέων γι’ αυτά, αγνοώντας ότι «μαθηματικοί» αποκαλούνταν κάποτε και για πολλά χρόνια όσοι κατέφευγαν σε υπολογισμούς για αστρολογικές προβλέψεις, πράγματα που η χριστιανική θρησκεία είχε επανειλημμένα καταδικάσει ως αιρετικά.
Εν πάση περιπτώσει, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους που ελάχιστη σχέση έχουν με το περιεχόμενό της καθαυτό, η επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία ως ο πρώτος σύμβουλος του κράτους για την ευημερία του. Αυτό συνέβη σταδιακά στα Νεότερα Χρόνια. Εδώ όμως πρέπει να υπογραμμιστούν δύο καίρια σημεία. Αφενός η νίκη της επιστήμης δεν προέκυψε μέσα από μια ευθεία αντιπαράθεση με τα θρησκευτικά δόγματα, μια τέτοια σύγκρουση έγινε και γίνεται για ελάχιστα άτομα στον κόσμο και σπάνια έχει λογικά θεμέλια. Ούτε οι Γάλλοι υλιστές του 18ου αιώνα ούτε οι μονιστές του 19ου αιώνα κατάφεραν τη μεγάλη αμφισβήτηση των θρησκειών που προήλθε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν οι μεγάλες ιδεολογίες όπως ο κομουνισμός και ο εθνικισμός, αυτές που κατόρθωσαν να αντικαταστήσουν τη θρησκεία στην καρδιά εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Από αυτές τις ιδεολογίες (με διαδοχικές προσαρμογές ή και διαστρεβλώσεις) προέκυψαν κοινωνικά συστήματα που, στηριγμένα σε έναν ψευδοθρησκευτικό ζήλο, επέβαλαν την υπέρβαση του ατομικισμού με τη συλλογική εξουσία: είτε ενός υπερεθνικού οργανισμού είτε του έθνους.
Ο ρόλος της επιστήμης σε αυτή τη διαδικασία δεν ήταν παρά το να προσφέρει σε αυτές τις ιδεολογίες θεωρητική νομιμοποίηση και πρακτική βοήθεια. Αρκεί να μελετήσει κανείς όσα μας λέει ο ιστορικός Jeffrey C. Herf σχετικά με το πώς οι μηχανικοί και οι διάφοροι επιστήμονες στη χιτλερική Γερμανία έδρασαν σε αγαστή συμμαχία με το καθεστώς, συνδυάζοντας έναν τεχνικό ορθολογισμό με μια απάνθρωπη και ρατσιστική ιδεολογία. Όποιος αμφιβάλλει, ας ακούσει την αφήγηση της επιζήσασας του εβραϊκού Ολοκαυτώματος Λόλα Άντζελ να μιλάει για τα «επιστημονικά εγκλήματα» που συνέβησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου ήταν έγκλειστη. Ο ρατσισμός και η ευγονική ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στη Δυτική σκέψη ήδη από τον 19ο αιώνα (πχ ευγονική) και, κατά ειρωνεία, άνθησαν κατά τον 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή του Διαφωτισμού. Μάλιστα, ορισμένοι σύγχρονοι διανοητές (πχ John Gray) θεωρούν πως ο ρατσισμός και αντισημιτισμός αποτέλεσαν την άλλη όψη της πίστης στην πρόοδο. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα του 20ού αιώνα δεν έγιναν στο όνομα του «αληθινού Θεού» αλλά στο όνομα ιδεολογικών δογμάτων που αντλούσαν το κύρος τους από μια χρήση (και κατάχρηση) της ανωτερότητας των επιστημών και σε πολλές περιπτώσεις, με τη βοήθεια των ίδιων των επιστημόνων.
Σήμερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περικλεής θέση της επιστήμης οφείλεται στο γεγονός ότι εξασφαλίζει τον καπιταλιστικό ευδαιμονισμό και καταναλωτισμό. Διότι βεβαίως ακόμη και οι πλέον θερμοί θιασώτες της επιστημονικότητας και του ορθολογισμού, αν δεν είναι επιστήμονες, σπάνια είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τις πραγματικές διαδικασίες της επιστημονικής έρευνας, που συμβαίνουν στο παρασκήνιο και συχνά αρκούνται σε μια αφελή εξύμνηση της «αναζήτησης για την αλήθεια» που υποτίθεται την καθοδηγεί. Διότι, αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, δε νίκησε η επιστήμη τη θρησκεία. Το εθνικό κράτος το έκανε. Η επιστήμη μπορεί να μοιράζεται τα λάφυρα αυτής της νίκης μονάχα στον βαθμό που είναι πειθήνια σύμβουλός του, καθώς από εκείνο δέχεται τα κονδύλια έρευνας και χάρη σε εκείνο διδάσκεται στα σχολεία με την αξίωση κατοχής της αλήθειας.
Αν λοιπόν είναι σήμερα κλειστές ταυτόχρονα οι Εβραϊκές συναγωγές, τα μουσουλμανικά τεμένη και οι Χριστιανικές εκκλησίες, αυτό οφείλεται στη δύναμη της κρατικής εξουσίας των διαφόρων χωρών, οι οποίες στο πλαίσιο της Παγκοσμιοποίησης έδρασαν συντονισμένα και ως έναν βαθμό μιμητικά. Σαφώς, η θέση της επιστήμης είναι ανώτερη μέσα στο υπάρχον σύστημα από εκείνη των θρησκειών. Αν μπορεί να γίνει λόγος για νίκη των επιστημών πάνω στις θρησκείες, θα μπορούσε να γίνει μόνο με αυτή την έννοια και όχι ως αφηρημένος «θρίαμβος του λόγου» πάνω στην πρόληψη και την αμάθεια, οι οποίες τέλος πάντων εξακολουθούν να υπάρχουν λαμβάνοντας ένα δήθεν επιστημονικό επίχρισμα (ας θυμηθούμε πχ τις διάφορες εναλλακτικές θεραπείες μαζί με τις συσκευές που πωλούν συχνά οι εκπρόσωποί τους). Ακόμη και σήμερα, η αναντίρρητη επιστημονική πρόοδος γίνεται εφικτή πάντα με κάποιο τίμημα. Συγκεκριμένα, σε όλους τους τομείς της επιστήμης, έχει συμβεί να γίνονται πάνω σε ζώα τα σκληρότερα πειράματα: προκειμένου να μπορέσουμε κάποτε να θεραπεύσουμε ασθένειες που έχουν προκληθεί από τον τρόπο ζωής μας (αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, αλκοόλ, κάπνισμα, ατμοσφαιρική μόλυνση, στρες, αϋπνίες κλπ), προκαλούμε στα ανυπεράσπιστα ζώα τα δικά μας προβλήματα, για τα οποία εμείς οι ίδιοι είμαστε στην πραγματικότητα υπεύθυνοι. Τουλάχιστον έτσι συνέβαινε μέχρι πολύ πρόσφατα. Και δυστυχώς, η επιστήμη, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, διατηρεί τα τρωτά της σημεία, με πιθανές δυσάρεστες συνέπειες για όλους μας: αρκεί να θυμηθούμε ενδεικτικά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ (του οποίου οι συνέπειες ακόμη μας επηρεάζουν), το βιομηχανικό ατύχημα στη Μποπάλ ή την τεσσαρακονταετή μελέτη Tuskegee για τη σύφιλη, όπου ενώ δινόταν στους ασθενείς η εσφαλμένη εντύπωση πως επιχειρείται η θεραπεία τους, στην πραγματικότητα απλώς η ασθένεια αφηνόταν να ακολουθήσει την κανονική πορεία της, με σκοπό να φανεί «πόσον καιρό παίρνει να σκοτώσεις κάποιον με σύφιλη».
Συνοψίζοντας, ο σπουδαίος και ηρωικός ρόλος της επιστήμης σήμερα δεν είναι να πολεμά την αμάθεια, αφού έχει κατοχυρωθεί απέναντι σε κάθε μορφή «εναλλακτικής γνώσης», αλλά να προβλέπει και να εμποδίζει τα προβλήματα που προκύπτουν από την ίδια την επιστήμη και την τεχνογνωσία που αυτή προσφέρει. Η ίδια η οικολογία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτή τη στιγμή που γράφω, διαβάζω τη δήλωση του Αμερικανού προέδρου Donald Trump ότι επιχειρείται η εξακρίβωση για το αν και κατά πόσον ο νέος επικίνδυνος κορωνοϊός προήλθε από ερευνητικό εργαστήριο στην πόλη Ουχάν της κεντρικής Κίνας. Αν στον Μεσαίωνα οι άνθρωποι κινδύνευαν να αφανιστούν από την αμάθειά τους, εμείς κινδυνεύουμε από την ίδια μας τη γνώση. Ενδεχομένως ποτέ πιο πριν να μην ήταν πιο εύκολο για ολόκληρη την ανθρωπότητα να αυτοκαταστραφεί (πχ πυρηνικά όπλα). Ναι, η νίκη της επιστήμης (αν και, όπως είπαμε, θα έπρεπε καλύτερα να μιλάμε για νίκη της πολιτικής και της οικονομικής ευμάρειας των οποίων έχει καταστεί θεραπαινίδα) είναι γεγονός. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνει υπερβολικά αισιόδοξους ώστε να πιστέψουμε πως αυτό θα φέρει αυτόχρημα μια καλύτερη ζωή και ότι δε χρειαζόμαστε ηθική καθοδήγηση. Αντίθετα, σήμερα τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ.