γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Το χώμα δεν είναι κάτι το απλό. Ποτίζεται με το νερό που πέφτει από τον ουρανό, σαν δώρο ενός θεού απόμακρου και ζωογόνου. Το χτυπούν οι ψιχάλες σαν να το χαϊδεύουν, συντηρούν τις ζωές δίχως περιττές κινήσεις. Λίγο-λίγο μπαίνουν μέσα του και το μπολιάζουν αθόρυβα: πράγματι, τίποτα πιο αρμονικό δεν υπάρχει στον κόσμο, πέρα από εκείνον τον έρωτα του χώματος με το νερό του ουρανού. Μέσα από εκεί βγαίνουν όλα και μέσα εκεί καταλήγουν. Τα τριαντάφυλλα, τα σκουλήκια, οι άνθρωποι. Κοντά και τα φίδια. Άλλα εκτιμούν την πνοή τους, άλλα όχι· αυτό ονομάζεται ίσως ελεύθερη βούληση.
Το πρόβλημα όμως εντοπίζεται στους ήχους εκείνους που σπάνε την αρμονία, στα ουρλιαχτά τα οποία απαιτούν μια δύναμη ανάρμοστη και καταχρηστική. Πρόκειται για τα φίδια που αγκαλιάζουν τη γη για να την πνίξουν μαζί με ό,τι κρίνουν ως αλλότριο προς αυτά. Βλέπουν τη βία σαν δυνατότητα επιβολής, ανεξάρτητα από το δίκαιο. Πονούν τους άλλους αφού τον πόνο τον δικό τους ποτέ δεν θέλησαν να τον γιατρέψουν. Αυτό είναι ο φασισμός.
Τα φίδια δεν πετούν -ο ουρανός ούτε τα επιθυμεί, ούτε τους αρμόζει. Σέρνονται σιγά-σιγά στο χώμα, αφήνοντας το δηλητήριο εδώ κι εκεί. Προβάλλουν το καλό τους προσωπείο μέσα σε ένα παραπέτασμα αποκλεισμών. Φαγητό μόνο για Έλληνες, δουλειές μόνο για Έλληνες, υγεία μόνο για Έλληνες. Ελλάς Ελλήνων χριστιανών, άντε και λίγο παγανιστών ορισμένες φορές. Οι υπόλοιποι ας πεθάνουν ή ας ζήσουν στη χώρα τους, ακόμη κι αν εκεί λαμβάνει χώρα κάποιος πόλεμος.
Σεβασμό από τα φίδια ας μην ζητάμε, ούτε καν τον πατριωτισμό που πουλούν με τα τσουβάλια. Πως μπορείς να αγαπάς την πατρίδα σου -όποια κι αν είναι αυτή- όταν διακηρύττεις μόνιμα το μίσος; Πως μπορείς να αγαπάς τη γη όταν της βάζεις σύνορα; Πως μπορείς να μιλάς για τη ζωή όταν προσφέρεις θάνατο; Ερωτήματα δυσνόητα για μαχαιροβγάλτες με κουστούμια ή ομοφοβικούς ρασοφόρους.
Αντίκρυ στους πρόχειρα βαμμένους και ανάλογα ξυρισμένους βούρκους βέβαια, πάντα θα υπάρχουν τα ξύλινα τείχη για να χωρίζουν το κάλλος από τη δυσωδία. Τείχη δρύινα, φτιαγμένα από την αγάπη του Ψαραντώνη για τον αδελφό του ή τους περήφανους στίχους του Αναγνωστάκη. Την κοφτά χαμογελαστή απαίτηση του Γλέζου στον Φρέντυ Γερμανό να συζητήσουν για την αντίσταση ενός ολόκληρου λαού και όχι απλά την προσωπική του ενέργεια. Πατριωτισμός είναι το αίμα των νεκρών από το μπλόκο της Κοκκινιάς και το βλέμμα των ανταρτών της Κρήτης απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Συνάμα, είναι τα ερυθρά χιτώνια των Γαριβαλδινών που έπεφταν στη μάχη του Δρίσκου και η γενναιότητα της πένας του Εμπειρίκου. Πατριωτισμός είναι να κάνεις το καθήκον σου με γνώμονα όχι μια μικρή ομάδα αλλά έναν κόσμο ολάκερο, το να αγαπάς δηλαδή τις πατρίδες και όχι την πατρίδα. Για τον λόγο αυτό κανένας φασίστας δεν μπορεί να είναι πατριώτης.