Εννοείται ότι όλα πήγαιναν ρολόι. Έως τη στιγμή που αυτό αποφάσισε να σταματήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη γινόταν κι αυτό. Από τον νόμο των πιθανοτήτων δε θα μπορούσε να ξεφεύγει μόνιμα κανείς. Ούτε καν ο Λάκης από τα Πετράλωνα. Ο αθεόφοβος είχε ποντάρει επτά φορές στο επτά κόκκινο και απέτυχε και τις επτά. Πού είναι το παράξενο; Πήγε με τη σιγουριά του ονείρου του.
Είχε δει ότι αν πόνταρε στο επτά κόκκινο, θα ανάγκαζε τους γκρουπιέρηδες να υποκλιθούν στο απαράμιλλο ταλέντο του να ελέγχει την αριθμοσειρά των συμπάντων. Μάλιστα το είχε τόσο στέρεο στο μυαλό του, που τα προηγούμενα έξι αποτυχημένα πονταρίσματα τα χρέωσε σε κάποιο λάθος στη μετάφραση. Στο τελευταίο ποντάρισμα ήταν σίγουρος. Θα ρεφάριζε μετά κέρδους. Μέτρησε μέχρι και τα κέρματα. Πόνταρε έτσι τα ρέστα του και οποία έκπληξη, μετά από λίγο έπαιρνε τον αέρα του στας εξοχάς, ξαλαφρωμένος μεν από τα ποταπά χαρτονομίσματα, βαρύς δε, που στην εκπόνηση σχεδίου επιστροφής στα ταπεινά δωμάτια τής οικίας του, δεν θα είχε τα επινίκια που είχε υποσχεθεί στη συμ-βία του. Εκεί, όπου εκείνη θα τον περίμενε με λόγια ξυλιές να του ανοίξει το κεφάλι και να του κλείσει τη καρδιά. Δεν είχε βέβαια και άδικο, ωστόσο και εκείνη έφερε μερίδιο ευθύνης, αφού με τον ανάποδο χαρακτήρα της, τον έδιωχνε διαρκώς από το σπίτι των συγχύσεων. Ούτε όμως και ο Λάκης είχε άδικο. Τι έφταιγε που και τα όνειρα ήταν το ίδιο μπαμπέσικα με τους ανθρώπους; Λίγο εύπιστος να είσαι… την πάτησες.
Αυτό ήταν ο Λάκης. Καλό παιδί –πόσο μπανάλ χαρακτηρισμός- μα εύπιστο(πάλι μπανάλ). Έτσι κάπως είχε νυμφευτεί τη λατρεμένη του τυραννίδα. Οι φίλοι του τον είχαν καταστρέψει. Του την είχαν προξενέψει σαν το πιο σίγουρο ποντάρισμα και τους πίστεψε. Έτσι βρέθηκε με όλες τις τσέπες αδειανές και τις υφασμάτινες και τις συναισθηματικές. Είχε καλή δουλειά. Φαναρτζίδικο από τα πιο πολυσύχναστα της περιοχής. Μόνο που τελευταία είχε μεταφέρει το χούι της δουλειάς και στην προσωπική του ζωή και το πήγαινε από τρακάρισμα σε τρακάρισμα. Είναι που δεν είχε εμπεδώσει πως υπάρχουν και οι περιπτώσεις, που ο σιδερόστοκος δεν κάνει, όπως στα ανθρώπινα καλή ώρα, που μένουν ακάλυπτα και έτσι παρουσιαζόταν μονίμως απολογούμενος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε σβάρνα τα μαγαζιά. Όλα τα είχε δοκιμάσει. Όλα τον είχαν απομυζήσει. Καλός ολούθε, εκτός από το σπίτι του. Η κυρά του είχε πάκα τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια της ανάρμοστης συμπεριφοράς του. Δεν θα αργούσε και η ώρα της έξωσης.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Μέχρι τότε σχεδόν όλα πήγαιναν ρολόι. Ως την ώρα που αποφάσισε να μοιραστεί την τύχη του με τη συμβία. Δεν άντεχε τη γκρίνια της.
Τα καλά χρήματα που κάποτε έβγαζε και έπιαναν τόπο, άρχισαν κι αυτά, καλή ώρα σαν και το αφεντικό τους, να κάνουν για αλλού εκδρομές, για άλλους τόπους. Δυστυχώς για κείνον, τόσο πολύ καλόμαθαν, που οι ανάγκες του σπιτιού έμεναν μονίμως ακάλυπτες.
Το λόγια όμως, ως γνωστόν δεν επαρκούν σε εθισμένους. Οι φίλοι άρχισαν να μην τον αναγνωρίζουν, αντίθετα με τη συμβία που διαλαλούσε παντού, πως έτσι ήταν από την αρχή. Ένα ρεμάλι και για τούτο της χρωστούσε μεγάλη χάρη που ήταν ακόμα μαζί του. Εννοείται, ότι πουθενά δεν άφηνε ούτε υπόνοια συνευθύνης της. Σήμερα θα τον περίμενε στην πόρτα να του ανακοινώσει, ότι από τούδε και στο εξής θα έπρεπε να αναζητήσει άλλην, για να του κάνει τη ζωή ποδήλατο.
Ως να ήταν ταγμένος για αυτή τη τύχη και μόνο. Ήταν σίγουρη ότι θα επέστρεφε χωρίς φράγκο στη τσέπη, αφού ουδέποτε είχε γυρίσει από ρουλέτα κερδισμένος. Τον έψελνε το απόγευμα που προηγήθηκε μέχρι την εξώπορτα, έως ότου εκείνος εξαφανίστηκε, πιο πολύ για να μην την ακούει παρά γιατί είχε τόση αδημονία. Άλλωστε τι να της εξηγούσε, αφού δεν καταλάβαινε από όνειρα και άλλα τέτοια σημαδιακά. Να όμως που πάλι της χρωστούσε το σύμπαν δίκιο. Τώρα τι θα της έλεγε πάλι; Το βουρλισμένο του μυαλό δεν είχε καμιά πειστική δικαιολογία.
Όταν βγήκε στον καθαρό αέρα συνειδητοποίησε τη ζημιά. Δεν είχε παίξει μόνο το ταμείο της ημέρας, αλλά και αυτά που είχε στην άκρη για τους λογαριασμούς και την εφορία. Άδικο όνειρο, άδικο. Περπατώντας αβέβαια σαν να παραπατούσε από απελπισία και παραίτηση, σταμάτησε σε μιαν άκρη. Ένα πρόθυμο ταξί τον πλεύρισε για να τον εξυπηρετήσει. Μπήκε. Θα ζητούσε το αντίτιμο τής κούρσας από τη συμβία, όταν έφθανε σπίτι. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Άλλωστε είχε ήδη ξημερώσει. Ακόμη κι αν κοιμόταν, εκείνη την ώρα θα είχε ξυπνήσει.
Τα επόμενα λεπτά κύλησαν εφιαλτικά. Στην προσπάθεια για κουβέντα του ταξιτζή, έδειξε τόσο απρόθυμος που και εκείνος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί.
Κάποια στιγμή, μετά από μισή ώρα νεκρικής σιωπής, έφθασαν στο σπίτι, το πρώην, το νυν, θα έδειχνε. Όταν σταμάτησαν έξω από την πολυκατοικία, παρακάλεσε τον ταξιτζή να περιμένει μια στιγμή να ειδοποιήσει τη συμβία για τα …απόνερα τής άφιξης του. Στα μουλωχτά και με διάθεση στα πατώματα, πλησίασε στην κόκκινη εξώπορτα. Τότε το μάτι του έπεσε σε ένα χαρτόνι, που ξεδιάντροπα είχε αγκιστρωθεί στην κοινόχρηστη … καστρόπορτα. Όταν το διάβασε… πάγωσε.
«Μην τολμήσεις να κτυπήσεις το κουδούνι. Δεν υπάρχεις».
Έχασε το χρώμα του και μη μπορώντας να πει κάτι πειστικό, αυτή τη φορά στον ταξιτζή που περίμενε, κοίταξε μηχανικά το ρολόι του. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Επτά και επτά λεπτά.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!